Further tags

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μαϊμουνίων:

  • Η μαϊμού, με παράγωγο την μαϊμουνιά, συνώνυμο της μαϊμουδιάς. Φέρεται να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη λέξη στην Κρήτη.Εκ του τουρκοαραβικού maymūn.
  • Τα μαμούνια, ζωύφια, ζούδια. Ενίοτε εκφέρεται εν είδει γουτσισμού για μωράκια, τρυφερά ζωάκια, παστάκια, μπουμπούκους και πάει λέγοντας. Άλλοτε υποδηλώνει κάτι το κακό, πιχί ιό υπολογιστή (τελευταίο παράδειγμα).Υποκοριστικό του μάμμος (οικέτης).

- η ταινία üç maymun (τρεις πίθηκοι) μετράει σκληρά.
(Τζίζας, εδώ)

- Η απογραφή θα γίνει από 10-24 Μαΐου 2011 από την ελληνική στατιστική αρχή Ελστατ (γνωστή για τις μαϊμουνιές-τα λεγόμενα και greek statistics με το προηγούμενο όνομά της: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος
(εκει)

- ΔΕΙΤΕ ΠΟΙΑ ΜΑΙΜΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ!!
(πιο πέρα)

- Κουβεντα δε λεει το μαιμουνι! :silly: μονο μπα-μπα-μπα, ντα-ντα-ντα,γκια-γκια-γκια..
(παραδίπλα)

- Τελικα αυτο το μαιμουνι τα κανει ολα κρυφα για να θορυβηθεις και να πειστεις οτι εχεις προβλημα και να αγορασεις το σωτηριο scanner του
(απ' τις μπάντες)

(από Khan, 29/11/11)(από soulto, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μικρό δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για να εγκλωβιστεί το αέριο της κλανιάς ενός ατόμου, ώστε να το εισπνεύσει αμέσως μετά. Το δοχείο αυτό, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ένα ποτήρι (εξού και το δεύτερο συνθετικό στον όρο). Είναι ευρύτατα διαδεδομένο σε κύκλους αντικοινωνικών ατόμων ή ατόμων που διασκεδάζουν με κάθε είδους αστεία που περιέχουν κόπρανα ή κλανιές, ενώ είναι ιδιαίτερα εθιστικό.

Το κλανοπότηρο χρησιμοποιείται ως εξής:
1) αρχικά το άτομο που θέλει να το κάνει προμηθεύεται ένα ποτήρι (κατά κύριο λόγο ένα συνηθισμένο ποτήρι νερού) 2) όταν αισθανθεί την ανάγκη να κλάσει τοποθετεί το κλανοπότηρο στον πρωκτό φράσσοντας νοητά την έξοδο 3) στην συνέχεια, κλάνει και όταν νιώσει πως έχει «αδειάσει» φέρνει το ποτήρι στην μύτη του για να το εισπνεύσει.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνουν ορισμένες προφανείς αλλά καθόλου περιττές παρατηρήσεις, ώστε να διευκολυνθούν οι πρωτάρηδες που θα το χρησιμοποιήσουν:
1) Το κλανοπότηρο πρέπει να χρησιμοποιείται κυρίως για προσωπική ευχαρίστηση.
2) Το τυχόν σώβρακο ή παντελόνι που παρεμβάλλεται μεταξύ πρωκτού και κλανοπότηρου ουδόλως εμποδίζει την κλανιά να εξέλθει ή την φιλτράρει.
3) Το σημαντικότερο είναι πως η ένταση της μυρωδιάς αυξάνεται εκθετικά σε σχέση με μια τυπική κλανιά που ρίχνουμε και στην συνέχεια αυτή έρχεται σε μας και την εισπνέουμε. Αυτό το καταλαβαίνουμε εύκολα αν σκεφτούμε ότι όλη η κλανιά εγκλωβίζεται σε ένα μικρό χώρο και αυτό που αναπνέουμε είναι καθαρή κλανιά. Οπότε χρειάζεται προσοχή καθώς μπορεί να προξενήσει λιποθυμία ή προσωρινή απώλεια της όρασης. Μάλιστα έχει καταγραφεί ένα περιστατικό, όπου το άτομο έπεσε σε κώμα για μια βδομάδα.
4) Ποτέ δεν μυρίζουμε κλανοπότηρο που προέρχεται από άλλον επειδή δεν μπορούμε να ξέρουμε τι περιέχει ένας άλλος κώλος.

Όταν μια παρέα θέλει να κάνει μια τζούρα, τότε αντί ενός ποτηριού χρησιμοποιείται ένα σφηνακοπότηρο, οπότε μιλάμε για κλανοσφηνάκι.

- Εε μαλάκα τι έχεις; Γιατί έχουν θολώσει τα μάτια σου; - Δεν έχω τίποτε...
- Άσ' τα αυτά, πάλι κλανοπότηρο έκανες; Πρέπει κάποια στιγμή να το κόψεις.
- Φίλε δεν μπορώ να ξεφύγω...

-Πρρρ... στην υγειά μας παιδιά!!

βλ. και κλανιόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβιτσάλι = κλύσμα. Χρησιμοποιείται σκωπτικά, πέραν της καθαρά ιατρικής, μιας και πρόκειται για κλύσμα, ήτοι επί τού πρωκτού.

σαράντα σερβιτσάλια
ένα πάνω στο άλλο
όποιο κι αν πάρεις θα γίνεις καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «δανεισμός» τριχών από την μία πλευρά της κεφαλής προς την απέναντι, προς κάλυψη καράφλας.

Το πλαγιοδάνειο συνήθως είναι εμφανές αν παρατηρήσεις καλά, αλλά εκεί που ξεφτιλίζεται τελείως ο χρήστης τους είναι στην περίπτωση που φυσήξει αέρας.

- Μαλάκα πέθανα στα γέλια στο ταξί χθες!
- Γιατί ρε τι έγινε;
- Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και στην εθνική ο ταξιτζής άνοιξε το παράθυρο και ανέμιζε το πλαγιοδάνειο!

Περίπτωση εξευτελισμού, όπως λέει ο ορισμός. (από Khan, 15/09/11)Νίκος Κωνσταντινίδης (από Khan, 05/01/15)

Βλ. επίσης: καραφλάζ, φλοκάτη, πατέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος πλήκτρων που εμφανίζεται συχνότατα σε β' διαλογής / καλτ λαϊκά / σκυλάδικα. Συνηθέστερα και προφανέστατα προέρχεται από εξίσου β' διαλογής keyboard, το οποίο ενώ μπορεί να ακούγεται ως συνοδεία στο υπόλοιπο κομμάτι, σε ένα μέρος του κλέβει την παράσταση.

Τι γυφταρμόνιο είναι αυτό που παίζει στο «Για τα μάτια του κόσμου»! (βλ. και μήδι)

Δες και ψησταριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πηκτά κομμάτια αίμα που «πέφτουν» από το αιδοίο κατά τις ημέρες της περιόδου.

Είναι μικρού μεγέθους και συνήθως επιπλέουν στη λεκάνη ή βολτάρουν στη μπανιέρα (ανάλογα το που βολεύεται κάποια να πλένεται). Το χρώμα τους κυμαίνονται ανάμεσα στα traffic red, rose, strawberry και coral red. Στην Κρήτη, συναντώνται και «μπριτζόλες», κατά την τοπική διάλεκτο.

- Όταν κατούρησα μου έπεσε μια μπριζόλα σκέτο σίχαμα.

Μπριζόλα συνομοταξίας "σταβλίσια" (από Vrastaman, 22/08/11)

Βλ. συμπληρωματικά και καφέ, ροζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πολύ βρόμικο ρούχο, που έχει πιάσει μάκα. Λόγοι που μπορεί ένα αθώο ρουχαλάκι να μετατραπεί σε αποκρουστική κλέτσα, είναι συνήθως ο υπερβολικός ιδρώτας, η σκόνη, διάφορα υγρά του έρωτα, ή ο συνδυασμός αυτών. Η κλέτσα πρέπει να καθαρίζεται, να πετιέται ή να καίγεται άμεσα, ανάλογα τα βίτσια του κατόχου της.

  2. Μεταφορικά, μια προσβλητική προσφώνηση παρόμοια με τη «γαλότσα».

  1. Πω πω μαλάκα, μετά το κάμπινγκ όλα μου τα ρούχα έχουν γίνει κλέτσες! Στον κλίβανο θα πάνε!

  2. Άσε μας μωρή κλέτσα κι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί χαρακτηριστική απόδοση στις περιοχές της δυτικής Μακεδονίας της λέξης σκατό, απέκκριμα, κουράδα, περίττωμα και όλα τα σχετικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, από απλή αναφορά στο παραγόμενο προϊόν της ανθρώπινης και ζωικής πέψης, έως επισήμανση του μεγάλου βαθμού αηδίας που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο / ζώο / φυτό / πράγμα.

  1. - Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο ρε;
    - Έβγαλα ένα γκουμπλάρι τεράστιο, μη μπεις μέσα, θα βρωμάει μέχρι αύριο.

  2. - Ο μουσακάς είχε πάνω από μήνα μέσα στο ψυγείο, αλλά τον έφαγα έτσι κι αλλιώς.
    - Τι έκανες ρε, γκουμπλάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified