Selected tags

Further tags

Ονόμασια για τη βρώμα που πιάνουν τα αρχ..α μετά από 5 μέρες χωρίς μπάνιο.
Προέλευση: δυτική Μακεδονία.

-Πωωωω με ξύνουν τα αρχ..α μου έχω 6 μέρες να κάνω μπάνιο.
- Η μέρδα θα φταίει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική της φράσης «Σκατά!».
Χρησιμοποιείται σε στιγμές όπου η λέξη σκατά αδυνατεί να περιγράψει την κατάσταση.

- Τί κάνεις;
- Από το πρωί όλα ευκοίλια μου πάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της κωλοτρυπίδας. Ενώ η λέξη κωλοτρυπίδα προσδιορίζει γεωγραφικά το συγκεκριμένο εξάρτημα τόσο από πλευράς συντεταγμένων όσο και μορφολογίας -αφού κάνει ξεκάθαρα λόγο για μία οπή στην περιοχή των κωλομερίων-, η λέξη κλανοβαλβίδα είναι πιο χρηστική, περιγράφοντας μία εκ των λειτουργιών του προαναφερθέντος εξαρτήματος. Υπό την έννοια αυτή δεν προσφέρεται όταν τα συμφραζόμενα είναι σεξουαλικής φύσεως για ευνοήτους λόγους, αλλά τι να πω, αν κάποιος τη βρίσκει με το κλανίδι (όχι τον χρήστη του slang.gr, το κανονικό, το βρωμερό) δικαίωμά του.

Άλλα συνώνυμα είναι το γκρόβερ, η ροδέλα, η σούφρα, ο ρόζος και τα κωλοφάρδουλα (ή κωλοβάρδουλα).

Συντάσσεται συχνά με το «μου 'φυγε» ή με το «θα σου φύγει» αντικαθιστώντας τον τάκο. Σημαίνει ότι το υποκείμενο του οποίου η κλανοβαλβίδα έφυγε ή θα φύγει, ξαφνιάστηκε, έπαθε πλάκα, τα είδε όλα.

1
[ΠΦΦΦΦΦ!!!!!.....]
- Έλεος βρε πούστη άντρα. Έχει χαλάσει η κλανοβαλβίδα σου και κοντεύεις να μας χέσεις; Έχει βρωμίσει όλο το σπίτι. Ήμαρτα!

2
- Εξάρες. Μάλλον πάει για μαρς μεγάλε.
- Αφού σου έχει ανοίξει η κλανοβαλβίδα ρε μπινέ που τολμάς και μιλάς κιόλας...

3
- Καλά, ήρθε η θεία μου από την Αυστραλία και μου 'φυγε η κλανοβαλβίδα μεγάλε. Μιλάμε για ασύλληπτο milf. Έτοιμος ήμουν να τον βγάλω και να τον παίξω.
- Βουρ στον πατσά πρόεδρε.

4
- Άμα δεις το καινούριο το Evo Χ θα σου φύγει η κλανοβαλβίδα. Unpektable.
- Ω ρε πούστη Μάκη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια με τ' αμάξια. Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρώπινα (ως επί το πλείστον), σε υγρή κατάσταση υπολείμματα, όπως φαίνονται από την οπτική γωνία του άρτι ανεγερθέντος από το κάθισμα της λεκάνης αφοδεύσαντα, εξαπλωμένα σε όλη την εσωτερική επιφάνεια αυτής.

- Ρε φίλε με έπιασε μια ευκοίλια... γάμησέ τα. Χάλια την έκανα τη λεκάνη ρε πούστη μου, όλον τον τόπο γέμισα...
- Ξέρω, το είχα πάθει και εγώ αυτό στο σπίτι του Νικόλα... τα λεγόμενα και διασποράς!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ άσχημη αμφίρροπη κατάσταση, μετά από κρύωμα κυρίως στην κοιλιά.....
Δεν ξέρεις τι να κάνεις, να κλάσεις ή να χέσεις.....

Εχεις συνεχή αίσθηση εκκένωσης. αλλά κάθεσαι και δε βγάζεις τίποτε. Είσαι συνεχώς σ' αυτό το δίλημμα... να πάω τουαλέτα που πήγα πέντε φορές ο δυστυχής, ή να κλάσω να ανακουφιστώ; Μήπως αυτή η έκτη φορά είναι η μοιραία; Μήπως χεστώ όρθιος και γίνω χότζας στην παρέα, στο γραφείο, στη δεξίωση, στο λεωφορείο...
Ρώσσικη ρουλέτα δηλαδή! Και καλά να σε πιάσει σπίτι σου ή γενικά σε χώρο με WC... φαντάζεσαι κλαστοχέστον στη λαϊκή που ψωνίζεις;... στο ταξί που πας σε ραντεβού και έπεσες σε μποτιλιάρισμα;... στο γκισέ της εφορίας με άλλους είκοσι πίσω σου;... στο λεωφορείο, να θες ακόμη δώδεκα στάσεις;...
Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ!...

Σ.Σ.1.
Βέβαια όλα τα παραπάνω, ισχύουν και για το απλό κλασικό χέσιμο έτσι; Μην ξεχνιόμαστε!...

Σ.Σ.2.
Πως σου φαίνεται κλαστοχέστος στο ψάρεμα μεσοπέλαγα; Οχι με καΐκι ή άλλο σκάφος με υποτυπώδη έστω τουαλέτα... όοοοχι! Με βάρκα με κουπιά!...

Αν και δε χρειάζεται, όλοι κατάλαβαν ή το έζησαν, έτσι ένα απλό.....

- Άσε ρε Θανάση, μ' έχει πιάσει κλαστοχέστος εδώ και δυο τρεις μέρες, μ' έχει διαλύσει!.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλανιάρης εκείνος που κάθε φορά που κλάνει σφίγγεται, με αποτέλεσμα να αμολάει παρατεταμένες πορδές υψηλών συχνοτήτων που κάνουν αίσθηση.

- Φσσσσσσσσσσσστ!
- Πάλι έκλασες μωρή κλανοσφυρίχτρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όπως το τρίτο το μακρύτερο. Σημαίνει το ίδιο πράμα - κέρδος μηδέν, διάψευση προσδοκιών, ήττα, απογοήτευση. Βασικά, είναι το ίδιο πράμα, άμα το καλοσκεφτείς. Η διαφορά εδώ είναι ότι δεν μας τη φόρεσαν επί τόπου αλλά μας την τύλιξαν ωραία ωραία στο λαδόχαρτο να την πάρουμε πακέτο για το σπίτι νά 'χουμε να πορευόμαστε. Πίκρα διαρκείας, δηλαδή.

Το λαδόχαρτο, εικάζω, είναι σαν κι αυτό που τυλίγουν τα κοψίδια take away. Μην το πάμε κυριολεκτικά, να φέρουμε και την εικόνα στο μυαλό μας, διότι είναι μια αηδία.

Εκφέρεται συνήθως γρήγορα, με το μια πάντα μονοσύλλαβο και, σε μεγάλες πίκρες, απνευστί και με μπ- αντί για π- στην πούτσα: μιαμπουτσαστολαδόχαρτο.

Ως ηπιότερη εκδοχή απαντάται και το μια σκατούλα στο λαδόχαρτο. Κάτι πήραμε αλλά δε λέει.

  1. - Σου την εδωσε, ρε, την άδεια;
    - Μιαμπουτσαστολαδόχαρτο μου έδωσε ... άσε με στον πόνο μου ...

  2. - Καλά, πλάκα μας κάνουνε ... σαρανταδύο ευρώ μικτά βγαίνει η αύξηση; Δηλαδή, μια σκατούλα στο λαδόχαρτο πήραμε πάλι ...

[Σημειώνω ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται, μην σας στοιχειώσω και τα όνειρα...] (από patsis, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified