Selected tags

Further tags

Παλιά λέξη για τη σύφιλη. Εκ του male di Francia = αρρώστια της Γαλλίας.

- Έλα Φιφίν, να παίξουμε οι δυο μας την πουτάνα.
- Πάει. Εγώ είμαι ο πελάτης. Κάνε πως με πλησιάζεις.
[...]
- Αν θες, αντρούλη μου, πάμε εκει πέρα στο γιαπί και μου τη χώνεις από πίσω.
- Πολύ μ' αρέσει αυτό.
- Δεν το λένε έτσι. Λένε: «Πρέπει να σου 'χει σαπίσει από τη μαλαφράντζα για να γαμιέσαι από τη χεζότρυπα, έτσι δεν είναι, γκαμήλα;». Κι εγώ σου λέω: «Όχι μωρό μου. Είμαι καθαρή και απολύτως υγιής. Έλα να δεις το ροδοκόκκινο σκιστό μου.»
- Αν μιλάς συνέχεια εσύ, δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο!

(Πιερ Λουΐς, «Μικρές ερωτικές σκηνές», μτφρ. Στράτος Κακαδέλης, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις πιο παλιές και πιο powerful εκφράσεις προσβολής, όπου κύριο θέμα είναι το σκατό, κάτι σαν το «να φας σκατά» (ή το αρβανίτικο «χάνα μουν»), αλλά σε πολύ πιο εξελιγμένη μορφή.

Σε γιαπί:
- Πιάσε ρε Κίτσο το σφυρί να 'ουμ.
- Χάνα μουν ρε
- Σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις.
- ........!

(από tasurmata, 28/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη σεξουαλική πράξη, συνήθως πισωκολλητό. Η διείσδυση πραγματοποιείται εκεί που η γυναίκα δεν το περιμένει.

-Σιγά Βαγγέληηη ΠΟΝΑΕΙ...
-Συγγνώμη μωρό μου..συγγνώμη.. ηρέμησε... .....
(ΑΣΤΡΑΠΟΠΟΥΤΣΑ)

-ΑΑΑΑΑΧ

Αστραπόπουτσα είχε και ο Δίας πριν πουστρέψει. Εδώ με την Δανάη. (από Khan, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βιάζεται και κάνει λάθη σημαντικά, που μοιάζουν με τη μεταφορά μιας γεμάτης (ξέχειλης) καρδάρας (όπως έλεγαν κι οι αρχαίοι Έλληνες) με γάλα, που θέλει προσοχή στο περπάτημα για να μη χυθεί το γάλα και αυτός που τη μεταφέρει ψωλοπαραπατά και του φωνάζει ο άλλος «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα».

Ατάκα πρώτο-ακουσμένη από τα χειλάκια του Χαρούλη του καθαρού.

Υπάρχει και η περίπτωση που κάποιος σου πουλάει μαγκιά και τον γειώνεις λέγοντας του την ατάκα «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα». Αντί της «σιγά ρε μάνγκα μας έκανες τα μούτρα κρέας», ή «για δες, ματώνω;» και του δείχνεις το ένα άκρο των χειλιών σου, εννοώντας «τσιμπάω;»: μια και δεν τσιμπάς το δόλωμα δεν έχεις και αίμα στα χειλάκια σου.

Επίσης, τραβάς και μια ροχάλα μεγέθους ταλίρου κρητικής πολιτείας λέγοντας του... «φτου ρε και κολύμπα». Αν σε φτύσει κατάμουτρα και σου πει «φτου ρε και σε πιτσιλάω» κάνε την αλάργα διότι είναι μαγκάκος πονηρός.

-Θα τον σκοτώσω τον παλιοπούστη, θα κλείσω συμβόλαιο θανάτου... Αλλά όχι, είναι ακριβό... Να τι θα κάνω, θα στείλω 5 παλικαράκια να τον κάνουν τόπι στο ξύλο!
-Σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την ακούω με ντραγκζ. Φτιάχνομαι, γίνομαι σκατά, με την καλή έννοια.

Γιατρέ, δεν κλάνω πια (βλ. μύδι)...

(από xalikoutis, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που παρουσιάζει απροσεξία ή καθυστέρηση σε αντίδραση. Μπορούμε να πούμε ότι πιαστήκαμε στον ύπνο.

- Πήγες να δηλώσεις συμμετοχή;
- Ω ρε , το ξέχασα....
- Εμ, χεστήκαμε εκεί που κλάναμε...

Δες και εχεκλάνω, χέκλασα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ψαγμένη» παρότρυνση.

Ακούστηκε στο «Εσπέρια», απο ενθουσιώδη τσοντοθεατή, την πάλαι ποτέ καλή εποχή!

... βάλε και χιόνι να βγεί ασπρομάλλης !!! (από spydel, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφλογιστία του πυροδοτικού μηχανισμού, τουντουφεκιού που λέγεται μπαργαλάτσος, είτε κατά τη συνουσία, είτε κατά τη χειροτεχνία, αποτελεί προϋπόθεση για την αφλοκιστία. Τι είναι αφλοκιστία; Αφλοκιστία (όπως λέει και το όνομά της) σημαίνει: ανυπαρξία εκροής φλοκώδους υγρού.

Το πρόβλημα της αφλοκιστίας, ανάγεται στο πρόβλημα της αφλογιστίας.

Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με ανίατα οργανικά ή ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να επιλυθούν μέσω της Ιατρικής, π.χ: μέσω Ασκητοθεραπείας.

Υπάρχουν όμως και προβλήματα, που σχετίζονται με τις περιστασιακές συνθήκες της ζωής του πεοφόρου. (π.χ: ο άντρας να είναι μπαγιάτικο μύδι από κάποια περιστασιακή κοπιαστική εργασία, να βιώνει ένα πρόβλημα που τον έχει αγχώσει, να είναι σε φάση ντεκαβλέ, κλπ).

Αν κάποιος τώρα, δεν προχωρήσει σε διαδικασία συντήρησης (δες εδώ, εδώ αλλά κι εδώ) και θέλει εδώ και τώρα, να επιτελεστεί το θαύμα της εγέρσεως του μπργαλάτσου του, από την αρχίδια νάρκη του, χρειάζεται βελτίωση του ηθικού του (κατανόηση, κλπ) και βελτίωση ανύψωσης του ανήθικου του (εδώ παίζουν οι ορθοπεϊκέςικανότητες της συντρόφου, το βυζογραφικό της και τα λοιπά σωματικά προσόντα της).

- Ημουν χθες κουρασμένος. Ηθελα νακουτουπώσω τη Σούζυ, αλλά πού...
Το ένδοξο άτι του Μεγαλέξανδρου, είχε γίνει μόριο λαγού.
- Και τι έγινε;
- O Φούφουτος (βλ. βραστοσχόλιο)δεν εκτελούσε τα παραγγέλματα. Είχε κάνει κατάχρηση γραψαρχιδίνης. Το πουλί δε λαλούσε με τίποτα. Είχε κατεβάσει ρολά. Άσ' τα... αφλοκιστίας το ανάγνωσμα. Δε λέω άλλα.

(από Khan, 30/10/13)

βλ. και ξεροχύνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως αναφέρεται εδώ, οι πρωτεΐνες αποτελούν το απαραίτητο δομικό υλικό που «χτίζει» ιστούς (μύες, νύχια μαλλιά), που αναπληρώνει τις φθορές τους, καθώς και πολλά άλλα.

Όπως φαίνεται από εδώ, το κρέας είναι μια από τις πηγές παροχής πρωτεΐνης στον ανθρώπινο οργανισμό.

Αποδεκτοί τύποι πηγών άντλησης ζωικής πρωτεΐνης, αναφέρονται εδώ (ψαχνό γαλοπούλας, κοτόπουλου, μοσχαριού ή χοιρινού).

Όλα καλά και άγια τα παραπάνω. Μόνο που ω... της ανατροπής, αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.

Αναφερόμαστε μεν σε ζωικούς οργανισμούς, αλλά όχι σε τέτοιους που θα μπορούσαμε να συμπεριλαμβάναμε στη διατροφή μας, για τις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες της ζωής μας.

Εδώ μιλάμε για ζωικούς οργανισμούς, που βρίσκονται στην τροφή μας από λόγους απροσεξίας (δικής μας, ή όποιου ετοίμασε το γεύμα) και από λόγους εθελοντικής παρουσίας τους στο γεύμα μας. Οι ζωικοί αυτοί οργανισμοί, μπορεί να είναι σε ζώσα μορφή. Μπορεί και όχι.

Για να μην το κουράζουμε: ναι ναι ναι. Μιλάμε για διάφορα έντομα και για άλλους οργανισμούς (καμικάζι, κλπ), που μπορεί να βρεθούν στην τροφή μας.

Γιατί εκφέρουμε τον όρο;

Για να διακωμωδήσουμε τη δημιουργηθείσα κατάσταση, αμβλύνοντας έτσι, την αίσθηση της σιχαμάρας, προσθέτοντας μια δόση χιούμορ μεταξύ των συνδαιτυμόνων, που είναι παρόντες στη φάση. Επίσης, εκφέροντας τον όρο, συμβάλλουμε στην ελαχιστοποίηση της αντίληψης της σιχαμάρας προς άλλους που, μη έχοντας οπτική αντίληψη του συμβάντος, δεν έχουν πιάσει τι έχει συμβεί.

Μεγάλη βδομάδα. Κάποιος τρώει μαζί με κάποιον σε υπαίθριο εστιατόριο. Κάποιο καμικάζι έχει αυτοκτονήσει στη σαλάτα του. Αηδιάζει. Τότε, ο άλλος του λέει:
- Ελα ρε... Πώς κάνεις έτσι; Δε λες που θα φας και πρωτεΐνη, στο τζάμπα; Α... ξέχασα... είναι μεγάλη βδομάδα και δεν κάνει να φας κρέας, ε;... χα χα χα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.

Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.

  1. - Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
    - Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
    - Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
    - ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...

  2. (Από εδώ)
    «mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified