Further tags

Αρχικά του σωματική βελτίωση, χρησιμοποιείται κυρίως στον στρατό για καψώνι από τους παλιούς στους νέους.

Ανώτερος: - Ώρα για σω βε!
Φαντάρος: - (Πάλι ρε πούστη;)
Ανώτερος: - Πέσε 10!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Π**έραν **Επιτοπίου Επισκευής, εκ του αγγλικού Beyond Local Repair. Στρατιωτικός όρος που δηλώνει ότι μία συγκεκριμένη βλάβη είναι πάνω από τη επισκευαστική δυνατότητα του οικείου συνεργείου και χρήζει προσοχής από ανώτερο ή πιο κεντρικό κλιμάκιο.

Μεταφορικά σημαίνει ότι το υποκείμενο εξαντλήθηκε σε βαθμό που οι νορμάλ τρόποι ξεκούρασης δεν φτάνουν. Είθισται να χρησιμοποιείται για έντονη φυσική δραστηριότητα (άθληση, σεξ) την οποία είχαμε μάλλον υποτιμήσει, υπερεκτιμώντας αντίστοιχα τις δικές μας δυνατότητες.

  1. - Έλα ρε Θράσο, μπέκα μέσα πάλι. Κάθισε η ομάδα και βλέπω να τα μαζεύουμε τα μπαλάκια και να πληρώνουμε πάλι εμείς τις μπύρες.
    - Έχω βγει Π.Ε.Ε. μεγάλε. Δε μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Καλύτερα να πλερώκω.

  2. - Τι πράμα ήταν αυτό ρε πούστη μου; Πέντε ώρες και δεν έλεγε να σταματήσει η ψώλα. Μ' έβγαλε B.L.R. εντελώς. Θα κάνω να ξαναγαμήσω κάνα μήνα. Λέμε τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μάζεμα των φύλλων από φαντάρους στο στρατόπεδο, ιδίως το Φθινόπωρο. (Συνήθως με σκούπες, τσουγκράνες και φτιάρια + μαύρες σακούλες) - Δεν θεωρείται ιδιαίτερα βαριά αγγαρεία...

Της ίδιας οικογενείας με τα: γόπινγκ, τσάπινγκ

Ετυμολογία: = Φύλλο + ing (γερούνδιο)

Ομόηχο με το αγγλικό Feeling

- Ξέρεις τι αγγαρεία μας περιμένει σήμερα, ρε σειρά;
- Γόπινγκ και φύλλινγκ... Άσ' τα θα πήξουμε...
- Ωχ φύλλινγκ; Nothing more than feeling!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική έκφραση που δηλώνει τον παλιό φαντάρο, που κοντεύει να απολυθεί.

Ακόμα πιο επιτατική από την φράση παλαίουρας.

- Εγώ είμαι καραπαλαίουρας ρε, με τον Κολοκοτρώνη μαζί παρουσιαστήκαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο - συντομογραφία των λέξεων για τον πούτσο (συναντάται επίσης και ως «για τον πούτσο καβάλα», Γ.Τ.Π.Κ.)

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για πρόσωπα ή καταστάσεις. Χρησιμοποιείται ευρύτατα σε στρατιωτικό περιβάλλον...

  1. - Γουτουπού είναι πάλι σήμερα οι υπηρεσίες, Γερμανικό εμπλοκή...

  2. - Το παλικάρι είναι Γ.Τ.Π.Κ ανάσκελα...

  3. - Γ.Τ.Π. είναι οι αρβύλες μου, σκίστηκαν κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως Κασμαδία και στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει την νήσο Λήμνο.
Προέρχεται από τη λέξη κασμάς (=τσάπα). Υποτίθεται (σύμφωνα με την στόμα-στόμα παράδοση των φαντάρων) πως όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).

- Πω πω στην Κασμαδία μου ήρθε η μετάθεση, θα πήξω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμιγώς στρατιωτική έκφραση που σημαίνει στρατόπεδα παραμεθορίου (κυρίως του Έβρου και των άγονων νησιών). Τα μέρη αυτά είναι τόσο απομακρυσμένα, που στους χάρτες της Ελλάδας που είναι κρεμασμένοι στα στρατιωτικά γραφεία έχουν καρφώσει τις πινέζες για να στερεώνονται στον τοίχο.

  1. - Πως πω πινέζα μου ήρθε η μετάθεση, θα πήξω στο κρύο.

  2. - Θα σε στείλω να υπηρετήσεις στην πινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο (συνήθως το G3 για τους απλούς φαντάρους) στην στρατιωτική διάλεκτο. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την κλασσική προτροπή κάθε λοχία προς τους νεοσύλλεκτους:
«Τα όπλα σας να τα προσέχετε και θα τα αγαπάτε σαν τις γκόμενες σας, μην σας τα φάνε».

Πω πω άφησα ξεκλείδωτη την γκόμενα στον θάλαμο και θα φάω πάλι καμπάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, το γραφείο του επιλοχία που βγάζει τις υπηρεσίες των φαντάρων (επιλοχάδικο).
Πιθανόν η έκφραση προέρχεται από το «μαγείρεμα» που πέφτει στις υπηρεσίες.

  1. Πετάγομαι μέχρι το μπιφτεκάδικο να δω τις υπηρεσίες...

  2. Ευτυχώς που στο μπιφτεκάδικο είναι το ασιμί μου και με σκαντζάρει εξοδούχο μέρα παρά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λευκή γραμμή της πρωινής αναφοράς όπου βγαίνουν να παρουσιαστούν οι φαντάροι ως αναφερόμενοι ή αιτούμενοι αδείας.

Συναντάται και ως τακ-λάιν.

Πάλι στον τάκο είμαι σήμερα αναφερόμενος, να δω πότε θα βγω εξοδούχος!

Βλέπε και τάκοταϊμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified