Further tags

Ο φαντάρος που είναι επιρρεπής στο φίδιασμα. Έχει αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό τις ικανότητές του στην απόκρυψη-κάλυψη-προσαρμογή στο περιβάλλον του, ώστε να τον ταυτίζουν επάξια με τα εν λόγω ερπετά. Όπως και για τα φίδια, έτσι και γι' αυτόν η ιδιότητα αυτή είναι κριτήριο επιβίωσης, δεδομένου ότι όσο καταφέρνει να μένει στην αφάνεια, είναι σχετικά απίθανο να τον ανακαλύψει κάποιος (ανώτερος) και να τον χώσει.

  1. Αξιωματικός, μπαίνοντας στην αποθήκη με τα σκαπτικά:
    - Ρε φίδι! Γιατί δεν είσαι στο τσάπινγκ μαζί με τους άλλους;!
    Κουλουριασμένος φαντάρος:
    - Σςςςςςς...

  2. Το δεύτερο και χειρότερο, ο στρατός είναι ένα τεράστιο σχολείο της Λούφας. Πολύ γρήγορα σου μαθαίνει να επιζητάς να τη γλιτώσεις από το καθετί. Λίγο αργότερα μαθαίνεις και να τα καταφέρνεις αποτελεσματικά στο λεγόμενο «φίδιασμα» (παραμένεις κρυμμένος αποφεύγοντας την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας). Έτσι καλλιεργήθηκαν γενιές δημοσίων υπαλλήλων. (Από βλόγιο.)

Χρησιμος και για τον στρατο (από xikis, 30/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.

  1. Φαντάρος Α: - Πού πας ρε;
    Φαντάρος Β: - Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...

  2. (Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
    Οι άντρες της παρέας:
    - Έπεσε νίντζα βλέπω...

  3. Γιώργος: - Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
    Τάσος:
    - Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάτσοι μαζεμένοι, συνήθως σε μπλόκο με περιπολικά.

(στο αμάξι)
- Μπάμπη, γιατί έστριψες από δω; Πιο γρήγορα θα φτάναμε αν συνέχιζες ευθεία.
- Άκουσα ότι μπροστά έχει μπατσαρία και φοβάμαι μη μας πιάσουν με το χόρτο...

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός των μπάτσων σαν σύνολο, λόγω του μπλε χρώματος της στολής. Είναι παρόμοιο με το «κίτρινη φυλή» που λέγεται για τους ταξιτζήδες.

- Ρε συ μην πάμε από τον κεντρικό δρόμο, τώρα εκεί είναι μαζεμένη όλη η μπλε φυλή. Κόψε καλύτερα από κανα στενό γιατί δεν έχω όρεξη να τους βλέπω τους βλάκες!

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικός και πολυδοκιμασμένος τρόπος εξόδου από στρατόπεδο για αυτούς που είτε έχουνε φάει κάποια «φ» (φυλακή) ή «σεξ» (στέρηση εξόδου) ή τους έχει βρει το Χοσέ κατακούτελα και έχουν να βγουν από τον καιρό των δεινοσαύρων. Εννοείται ότι η πρακτική αυτή ακολουθείται από παλιούς που γνωρίζουν τα κατάλληλα σημεία εξόδου και που φυσικά κανένα περίπολο, σκοπός ή θαλαμοφύλακας δεν θα τολμήσει να τους «δώσει» στον αξύπ (αξιωματικός υπηρεσίας). Εννοείται ότι αν γίνουν αντιληπτοί ανοίγει νέος κύκλος καμπάνας, αγγαρείας και χοσέ, που οδηγεί σε περισσότερες μαντραπήδες κοκ.

(Μεταξύ φαντάρων στον Έβρο)
- Τι καμπανόφατσα είναι αυτός ο απιθανόπουλος ο κεπικάριος;
- Γάμησε τα, είναι τρεις μήνες εδώ και την Ορεστιάδα μόνο από μαντραπήδα την έχει δει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προτείνεται ως συμπληρωματικός της ήδη πλήρους συλλογής λέξεων για τα περιπολικά, βλέπε μποξεράκι, κωλόμπαρο, μπατσικό, καρούμπαλο και δεν ξέρω ποια άλλα. Η έμπνευση ήρθε από έναν ιταλό φίλο, ο οποίος αντέδρασε στην ανυπαρξία αργκοτικής λέξης στα γαλλικά για το περιπολικό (τουλάχιστον ο άπειρος κόσμος που ρωτήσαμε δεν ήξερε), και πρότεινε το flic-mobil, όπου flic ο μπάτσος στα γαλλικά. Στα ελληνικά κάθεται καλύτερα όμως, και δένει και με το μπάτσμαν.

- ...και γάμησέ τα ρε φίλε... σκάει που λες από το πουθενά το μπατς-μομπίλ και βγαίνουν ο μπάτσμαν και ο τρόμπιν αυτοπροσώπως και μου γαμούν τη μάνα εδεκειδά επιτόπου να πούμε...

Mπατσ-buggy (από Vrastaman, 18/12/08)(από ironick, 20/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αναλογικό overclocking.

Η ιστορία ξεκινά από παλιά, από τις τάξεις του ενδόξου Ε.Σ.

Πριν πολλά πολλά χρόνια κάτι ξενέρωτοι Αυστριακοί σχεδίασαν το φορτηγό όχημα Steyr 680M και το εφοδίασαν με άχρηστα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά όπως το ακατανόητο «θέσεις καθήμενων 12».

Ο χρόνος κύλησε και η ένδοξη πατρίδα μας κατασκεύαζε το εν λόγω όχημα ως Marathon Steyr 680M στο εργοστάσιο της Στάγιερ Ελλάς / Πουθενά δεν κολλάς! (Ναι ξέρω οι νεώτεροι αναγνώστες δεν μπορούν να πιστέψουν ότι κάποτε κατασκευάζαμε οτιδήποτε, αλλά έτσι λένε τα κιτάπια).

Τα στελέχη του ενδόξου Ε.Σ. τέθησαν τότε πρό του εξής προβλήματος:

Πώς να μεταφέρω 24 οπλίτες (στο πεδίο βολής / υποστολή σημαίας / καταπολέμηση πυρκαϊάς / ότι να 'ναι) με ένα μόνο αγώι διαθέτοντας μόνο ένα Στάγιερ;

Και εφευρέθη το overclocking δια της μεθόδου κώλο μέσα, κώλο έξω!

Έκτοτε η φράση αυτονομήθηκε και χρησιμοποιείται γενικώς για την υπέρβαση κανόνων λειτουργίας ενός συστήματος με απτά θετικά αποτελέσματα, χώρις όμως ανάλυση μεσοπρόθεσμων επιπτώσεων.

Αρχικό:
- Μα κυρ επιλοχία δεν χωράμε!
- Έλα, κώλο μέσα, κώλο έξω!

Μεταγενέστερο:
- Δεν προλαβαίνουμε το deadline με καμμία Παναγία!
- Έλα ρε συ, πάρε δύο προηγούμενες τεχνικές εκθέσεις και λίγο το το κοπί το πίτα, λίγο κώλο μέσα, κώλο έξω θα βγει!

Marathon Steyr 680M  (από Vrastaman, 17/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποχαύνωση. Το απόλυτο αρντάν. Τεμπελιά και βαριεστιμάρα που εξελίσσεται σε κούραση, ίσως ακόμη και σε μυϊκή εξάντληση. Μια προχωρημένη μορφή χαβαλέ όπου δεν παίζεις ούτε τα βλέφαρά σου.

Η ρέκλα παραπέμπει σε ατελείωτα φραπόγαλα ή μπυρίτσουαλς. Ή, σε καλοκαιρινές διακοπές - φάση χύμα στο κύμα με καύσωνα. Ή, σε κοκούνινγκ με το καλοριφέρ στο φουλ. Ή, βέβαια, όπως ήδη έχει πει ο linc751979, στο στρατό - σε φάση μονάδα χυμείο.

Η ετυμολογία της λέξης δεν είναι εύκολη. Η άποψη ότι προέρχεται από την κα-ρέκλα στην οποίαν αράζουμε και χαλαρώνουμε σε σημείο που βαριόμαστε καν να πούμε το κα- είναι μεν ευρηματική αλλά μάλλον δεν ευσταθεί.

Ίσως, η ρέκλα να προέρχεται από το Ιταλικό recluso=ερημίτης, απομονωμένος. Στα Επτάνησα απαντάται η λέξη ρεκλούτης που σημαίνει ρακένδυτος, εξαθλιωμένος και εξ αυτού λένε ότι και κάποιος είναι ρέκλα όταν βρίσκεται σε κακό χάλι - έχει απομονωθεί, δεν προσέχει τον εαυτό του, είναι βρώμικος και ατημέλητος κλπ. Όλα αυτά με επιφύλαξη.

  1. Οργώσαμε την Κηφισιά και τη μισή Ερυθραία και στη συνέχεια στο πάρκο για καφέ και ρέκλα στην καρέκλα με καφεδάκι. (από smageo.blogspot.com)

  2. Αύριο, μαζί με τη Μαρίνα και τις δύο κορούλες μου, φορτώνουμε το αμάξι και πάμε διακοπές. 10 μέρες με ξεκούραση, φραπέ, παραλία, ρέκλα. Τώρα, πόσο μπορεί να ξεκουραστεί κανείς με δύο μικρές 4 και 2 χρόνων αντίστοιχα να αλλωνίζουν πάνω-κάτω, αυτό είναι άλλη ιστορία... (Από το blog Terra Incognita)

  3. Γεια χαρα σε ολους.Οι μερες περασανε-παρουσιαστικαμε και πλεον ειμαστε στα σπιτια μας με αδεια ορκομοσιας.Μεχρι στιγμης περναμε καλα και οι δυο.Εγω ειδικα την πρωτη εβδομαδα βαρεθηκα να πινω καφεδες και να κοιμαμε.Μονο λιγο τις τελευταιες μερες μου πριξανε τα ... με τις παρελασεις αλλα κατα τα αλλα πολυ ρεκλα.Μακαρι να συνεχισει ετσι. (από apriliabikers.gr)

  4. Ρεμαλια FM: το μονο που μας νοιαζει ειναι η ρεχλα μας και το ραδιο μας. Δεχομαστε μονο αφιερωσεις και request τραγουδιων, σχολια και κριτικες δεν θελουμε και το βασικοτερο μην ακουσω τιποτα για το ασφαλιστικο εμεις δεν κολαμε ενσημα, κολαμε τεμπελοσημα (από remalia.org)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου ένστολοι κλόουν, ανιματέρ, ξυλοπόδαροι και ζογκλέρ διασκεδάζουν τους μικρούς καλεσμένους με τα μπαμ-μπουμ τους σε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Τυχόν ατυχήματα οφείλονται πάντα σε εξοστρακισμούς.

Ρε Βαγγέλα, το Λίλιαν σε άκουσε να λες ότι στο Σύνταγμα γίνεται το μεγαλύτερο πάρτυ με ούζα όλων των εποχών και μου ζήτησε να την πετάξω αμέσως με το μοτοσακό μου!
— Καλά, το αμαρτωλό έχει ξανθές ρίζες και είναι και κουφάλογο –πάρτι με uzi είπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο εξαιρετικά βίαιο, έως και νευροψυχωτικό, και με φετίχ για τα πυροβόλα όπλα. Θανατηφόρος συνδυασμός. Κυριολεκτικά. Κυρίως αν κάποιος απιστεύταμπολ του έχει δώσει όπλο.

Γενικότερα, άνθρωπος απρόβλεπτος που χώνεται σε καυγάδες χωρίς να λογαριάζει - πρώτα βαράει και μετά ρωτάει.

Μια ειδικότερη χρήση της λέξης που έχει ατονήσει σχετικά: Ράμπο λέμε και τους εφοριακούς ελεγκτές του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).

Από τον John Rambo, ρόλο που ενσάρκωσε ο Sylvester Stallone στην γνωστή αμερικλανιά Rambo.

Τον λέγανε στην δουλειά του Ράμπο, και το απολάμβανε.
Παρίστανε τον σκληρό, τον τσαμπουκαλή μπάτσο. (Από το greekblock.blogspot.com)

Νοοτροπία «ράμπο» αποδεικνύεται ότι είχαν οι δύο ειδικοί φρουροί και ιδιαίτερα αυτός που πυροβόλησε με αποτέλεσμα να τραυματίσει θανάσιμα τον 15χρονο στα Εξάρχεια, τόσο από την εκπαίδευσή τους όσο από τον τρόπο που ενήργησαν στο τραγικό συμβάν. (Από το Έθνος, 08/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified