Further tags

Φράση της στρατιωτικής ορολογίας που υποδηλώνει την παράνομη έξοδο από το στρατόπεδο (σκασιαρχείο) ή την παράνομη παράταση αδείας. Αυτό συμβαίνει όταν η έξοδος ή η άδεια γίνεται αυθαίρετα, χωρίς δηλαδή την έγκριση των ιεραρχικά αρμόδιων προσώπων. Η λογική που διέπει το λήμμα σχετίζεται με το γεγονός πως η σημαία βρίσκεται ιεραρχικά πάνω από κάθε στρατιωτικό, οπότε θεωρητικά κάποιος φαντάρος θα μπορούσε να πάρει άδεια από τη σημαία.

Συζήτηση φαντάρων λίγο πριν την πρωινή αναφορά του λόχου:
- Ρε εσύ, ο Μανωλόπουλος έπρεπε να γυρίσει χθες το βράδυ από την άδεια κι από ό,τι μου είπε ο λοχίας υπηρεσίας του λόχου μας δεν ενημέρωσε ο μαλάκας το γραφείο που τσεκάρει τις άδειες κι έτσι ο λόχας ετοιμάζεται να τον δώσει αδικαιολογήτως απόντα, στην πρωινή αναφορά.
- Κατάλαβα... Ο Μανωλόπουλος είχε δεν είχε... πήρε άδεια απ' τη σημαία.

(από GATZMAN, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος που κάνουν οι παντός είδους πλαστικές παντόφλες, όταν ο χρήστης τους σέρνει τις φτέρνες του. Όπως είναι λογικό, το είδος ευδοκιμεί το καλοκαίρι και είναι ανεξάρτητο ηλικίας και φύλου, αν και οι άρρενες έχουν πλεονέκτημα λόγω μεγέθους πέλματος, αριθμού αντιπροσώπων και συνδυασμού ψευτομαγκιάς/βαρεμάρας (κάτι σαν το κρεμασμένο χέρι στο αυτοκίνητο ένα πράγμα).

Μυστήριο παραμένει η διαφορά του ήχου ανάμεσα στο δεξί και αριστερό πόδι, στην οποία οφείλεται και η διαφορά στα φωνήεντα της φράσης. Για τους άντρες, οι πληροφορίες που θέλουν τη διαφορά να οφείλεται στην τοποθέτηση των καλαμπαλικιων στην ανάλογη πλευρά άρα και μετατόπιση βάρους, αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής μελέτης.

Η ένταση, χροιά και διάρκεια του ήχου εξαρτάται τόσο από τον χρήστη όσο και από την παντόφλα. Για παράδειγμα, οι νεότερες και πιο μοδάτες σαγιονάρες (βλ. Flip-Flop), που είναι κατασκευασμένες από αφρώδη υλικά κάνουν σαφώς λιγότερο εφέ από τις κλασσικές, ημιάκαμπτες Μιτσούκο και ΝτεΦονσέκα. Εάν δε, η παντόφλα έχει στο πέλμα «κενά» τύπου βεντούζας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μαζέψει χαλικάκια τα οποία αυξάνουν το ηχητικό αποτέλεσμα, προς απόγνωση των παρευρισκομένων.
Αντίστοιχα, τα τσόκαρα και σαμπώ λόγω των υλικών κατασκευής τους, δεν μπορούν να παράγουν το φραστ-φρουστ και περιορίζονται σε υπόκωφους, στακάτους ήχους.

Όπως αναφέρθηκε το όλο εφέ εξαρτάται από τον χρήστη και την παντόφλα. Έτσι λοιπόν εκτός από τους ερασιτέχνες, καθημερινούς φραστ-φρουστέους, υπάρχει και ο απόλυτος εκπρόσωπος, λόγω του οποίου άλλωστε, δημιουργήθηκε και η φράση: ο παλιός.
Ο παλιός στρατιώτης λοιπόν και συγκεκριμένα, αυτός που θέλει κάτι μέρες να απολυθεί αλλά είναι ακόμη στο στρατόπεδο, συνδυάζει τα χαρακτηριστικά για το τελειότερο φραστ-φρουστ:
- απόλυτη βαρεμάρα (το πόδι δεν υψώνεται ποτέ πάνω από 20mm από το έδαφος)
- πλήρη αδιαφορία για τη δημόσια εμφάνισή του (απολύομαι ρε!)
- το απόλυτο όπλο, το οποίο παρέχει στον στάνταρ εξοπλισμό των μαχητών του ο Ελληνικός Στρατός: την καφέ-τσιρλί λαστιχένια παντόφλα, οι προδιαγραφές της οποίας, αποτελούν όπως αντιλαμβάνεστε ύψιστο στρατιωτικό μυστικό (κάτι σαν τεχνολογία Stealth).

Ψυχολογικές μελέτες στις τάξεις του ΕΣ μάλιστα, τείνουν στο συμπέρασμα ότι η αδιαφιλονίκητη αρχοντιά, επιβολή και αρχηγία του παλιού επί των νέων, οφείλεται σε μεγάλο μέρος στο απόλυτο φραστ-φρουστ.

Σε κάποιες περιπτώσεις, η φράση χρησιμοποιείται ως σύνθημα-παρασύνθημα μεταξύ δύο ατόμων, όπως το γνωστότερο: - «επ!» - «ωπ!».

- Ήμουνα στη σειρά για το τηλέφωνο χθες και σκάει ο Μάκης ο παλαίουρας με φανέλα, μαγιό και σαγιονάρα, φραστ-φρουστ κατευθείαν στην αρχή της ουράς... Ποιος να του μιλήσει που μετράει 4 και σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός υβριστικός χαρακτηρισμός για τον αστυνομικό.

Προέρχεται από τα τούρκικα και συγκεκριμένα από τη λέξη baskin =αιφνίδια έφοδος, ντου της αστυνομίας. Στην Ελλάδα, απαντάται στην αργκό των αστικών κέντρων σίγουρα από τον μεσοπόλεμο και φαίνεται να υπήρχε ακόμη πιο παλιά στα ιδιώματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Πέραν του *ο μπασκίνας *υπάρχει και το θηλυκό ***η μπασκίνα*** (Βλ. παράδειγμα 2) και το ουδέτερο ***το μπασκίνι***. Επίσης, τα περιληπτικά ουσιαστικά ***το μπασκιναριό***, ***η μπασκιναρία*** και το γαλλοπρεπές ***μπασκινερί*** (βλ. παράδειγμα 3)

  1. Από το athens.indymedia.org

... θα διενεργηθεί και πάλι ΕΔΕ και θα την πληρώσουν οι βασανιστές με 15 μέρες.ΟΥΣΤ και πάλι ΟΥΣΤ.Φανταστείτε τι θα κάναν στα παιδιά που κατηγορούνται για τα γκαζάκια...όχι επειδή εκεί δεν τράβηξε videaκι κανένας μαλακοκαύλης μπασκίνας να το δείχνει στους μπατσόχοιρους φίλους του όπως έχει δείξει και άλλα τόσα με γυμνές γκόμενες που τυγχάνουν δείγματα της αρρωστημένης τους φαντασιάς ...

  1. Η δεύτερη στροφή από το «Αν μ'αξιώσει ο Θεός» του Βαμβακάρη

Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου θ' ανάβει το τσιμπούκι
κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι
ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες
κι η Λίλιαν η Χάρβει θα διώχνει τις μπασκίνες

  1. Δίστιχο της προδικτατορικής περιόδου

Μπάς κι 'ναι δω, μπας κι' ναι κει
Γκρεκ Ροαγιάλ Μπασκινερί

Τούρκος Ζαφτιγιές στην Κρήτη από την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Διοίκησης - αγνώστου φωτογράφου (από xalikoutis, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κιμαδοειδή (γιουβαρλάκια, σουτζουκάκια, μπιφτέκια, κεφτέδες, κλπ) αμφιβόλου προέλευσης που σε στέλνουν τουαλέτα και όχι μόνο.

- Πω ρε μαλάκα. Με αυτές τις κρεατοβομβίδες που μας ταΐζουν στον στρατό, μας πάει κόψιμο κάθε τρεις και πέντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά περίπτωση:

  1. Ο νέος στρατιώτης, άρτι αφιχθείς στην Μονάδα κατά τις πρώτες του υπηρεσίες ως θαλαμοφύλακας (θαλαμόσκυλο).

  2. Υποτιμητικός τίτλος για στρατιώτη (νεότερης συνήθως σειράς), ο οποίος το παίζει «στρατηγός». Συνηθισμένη περίπτωση: νέος υποδεκανέας ο οποίος επιδεικνύει το τσατσόσημό του.

- Φιλαράκο για πρόσεχε γιατί είμαι υποδεκανέας...
- Ρε σειρές, κόψτε τον ψαρά τον ανθυποαρβυλοφύλακα που νομίζει ότι έγινε Α/ΓΕΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για στρατιώτη ο οποίος με ίδια μέσα (γλείψιμο) ή εξωτερική βοήθεια (βύσμα), βρίσκεται υπό την προστασία ενός ή περισσοτέρων αξιωματικών και χαίρει ασυλίας από τις αγγαρείες, τις δύσκολες ή βαριές δουλειές και τις υπηρεσίες. Αντιστοίχως παίρνει προτεραιότητα σε συχνότητα και διάρκεια αδειών και εξόδων.

Εναλλακτικά: τσατσόνι, αρχιτσάτσος.

- Σειρά, θα πάρεις άδεια;
- Μπα, ο αρχιτσάτσος ο Μήτσος έχει καβατζώσει εικοσαήμερη και μ' έχουν χώσει να κάνω τις υπηρεσίες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρέας το οποίο έχει διατηρηθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες στις αξιόμαχες καταψύξεις του Ελληνικού Στρατού. Ονομάζεται έτσι για δύο λόγους:

  1. η ημερομηνία κατάψυξής του, εκτιμάται από τους στρατιώτες ότι είναι γύρω στην περίοδο του πολέμου της Κορέας (άντε του Βιετνάμ)

  2. παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες των μαγείρων, χρειάζεσαι αλυσοπρίονο για να το κόψεις ακόμη και μετά από 6 ώρες στο φούρνο.

Σε θαλασσινά είδη (εκτός εξαιρέσεων), το αντίστοιχο φαγητό ονομάζεται Μόμπυ Ντικ, για προφανείς λόγους.

- Σειρά, έφαγες τον Γκοντζίλα το μεσημέρι;
- Άσ' τα φίλε, έβγαλα την ξιφολόγχη και πάλι δεν κατάφερα να το κόψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση για τους στρατιώτες των Διαβιβάσεων με ειδικότητα χειριστών τηλετύπου (telex), λόγω της συνήθειας τους να περνάνε τις διάτρητες, κίτρινες κορδέλες του τηλέτυπου στον λαιμό τους, μοιάζοντας έτσι με μοδίστρες που κρατάνε στο ίδιο σημείο τις μεζούρες.

Εναλλακτικά: Κορδελιάστρες.

Ρε σειρά, πήγα στο ΚΕΠΙΚ χτες να πάρω τηλέφωνο και μια μοδίστρα δεν με άφησε να μπω. Θα τον πήξω αύριο τον ψαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο

Στο στρατιωτικό συσσίτιο, το κοτόπουλο (πούστης) με ρύζι (κινέζος). Παρεμφερές με/του πούστης με γύφτο.

- Τι θα φάμε σήμερα;
- Ό,τι τρώμε τέτοια μέρα: πούστη με κινέζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πτέρυγες αλεξιπτωτιστού στις ειδικές δυνάμεις.

- Πότε έρχεται στη ΜΑΛ ο Σώτος;
- Σύντομα, την άλλη βδομάδα παίρνει την πουλάδα του.

Η πουλάδα που ράβουν στη στολή τους οι αλεξιπτωτιστές του στρατού ξηράς. (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified