Λέξη με εξαιρετική επίδοση στις παράλληλες, συνεκδοχικές ή και ολωσδιόλου άσχετες σημασίες. Μια λέξη μπαλαντέρ (αν και στην τράπουλα ο παπάς είναι άλλο φύλλο!)

  1. Ο ρήγας, αυτό το είπαμε. Αλλά όχι λόγω επιβλητικότητας, λόγω γενειάδας. Κανονικά η εικόνα δείχνει ένα βασιλιά, εξ ου και το Κ (king), αλλά οι Έλληνες τον είδαν παπά.

  2. Το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ν' ο παπάς», που, αν και παίζεται με τραπουλόχαρτα, δεν είναι χαρτοπαίγνιο.

Εγκυκλ.: Ο παπατζής τη στήνει σ' ένα πεζοδρόμιο, μ' ένα ελαφρό διπλωτό τραπεζάκι (για να μπορεί να το μαζέψει στα γρήγορα και να γίνει μπουχός μόλις παραστεί χρεία). Πάνω στο τραπεζάκι έχει τρία φύλλα, από τα οποία ένα είναι παπάς (ρήγας). Τα δείχνει ανοιχτά στον παίχτη, εκείνος στοιχηματίζει κάποιο ποσό, μετά ο παπατζής τα κλείνει και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα φέρνει βόλτες στο τραπέζι ανακατεύοντάς τα, επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδή «εδώ παπάς, εκεί παπάς, εδώ παπάς, εκεί παπάς...», μέχρι που κάποια στιγμή τα ακινητοποιεί και λέει «πού είν' ο παπάς;». Ο παίχτης δείχνει ποιο χαρτί νομίζει ότι είναι ο παπάς, ο παπατζής ανοίγει τα χαρτιά, ο παίχτης έχει κάνει λάθος, χάνει τα φράγκα του και πάει στη δουλειά του.

Το παιχνίδι αυτό έχει κηρυχθεί παράνομο από πολύ παλιά. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις τον παπατζή (εκτός αν σ' αφήσει να κερδίσεις μικροποσά στην αρχή για να σε δελεάσει να ποντάρεις περισσότερα). Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι βαλτοί κράχτες, τα λεγόμενα λαμόγια (αυτό εσήμαινε αρχικά η λέξη). Ωστόσο, το παιχνίδι παραμένει επικίνδυνο, εξ άλλων, παράπλευρων λόγων: όπου τη στήσει ένας παπατζής, θα συγκεντρωθεί ένα έστω και περιορισμένο πλήθος περίεργων, που θα συνωθούνται για να δουν τους άλλους να χάνουν τα λεφτά τους και να νιώσουν την κρυφή χαρά ότι οι ίδιοι ήξεραν πού είναι ο παπάς, και μέσα σ' αυτό το στριμωξίδι δρουν άνετα οι πορτοφολάδες, που συνήθως είναι συνέταιροι με τον παπατζή.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και με τρία μικρά αδιαφανή ποτηράκια ή δαχτυλήθρες, γυρισμένα απίστομα, που το ένα κρύβει από κάτω ένα στραγάλι ή μια μπιλίτσα.

  1. Κλωναράκι χασισιάς σε εντελώς ακατέργαστη μορφή, με τα φύλλα και τα ανθάκια. Τα ανθάκια της κάνναβης έχουν κάτι μυτούλες που σχηματίζουν θυσάνους (εξ ου και η ονομασία φούντα), που με λίγη φαντασία θυμίζουν γένια, όθεν και η λέξη (βλ. και παπαδέρα).

  2. Η πρώτη χάντρα του κομπολογιού. Είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, και από την τρύπα της (μόνο αυτής) περνάνε και οι δύο άκρες του κορδονιού. Λέγεται και τσαμπουκάς. (Πηγή: Vrastaman).

  3. Το φίλτρο εισερχόμενου αέρος στη μηχανή του αυτοκινήτου, όπως με πληροφορεί ο Αυτοκτονημένος (ευχαριστώ!).

  4. Επίτευγμα μεγάλης δεξιοτεχνίας στη μουσική εκτέλεση, στη φράση «παίζω παπάδες». (Βλ. και παπάδες).

  5. Φρ. τρώω παπάδες: δεν έχω τι να φάω, περνάω φτώχειες.

  6. Φρ. βρέχει παπάδες: βρέχει πολύ δυνατά, βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλέκλες, βρέχει με το τουλούμι. (Πηγή: Hank).

  1. Φουλ του άσσου με παπάδες.

  2. Στον παπά τα κονομούσα
    και σε σένα τ' ακουμπούσα,
    γιατί σ' είχα στην καρδιά μου,
    τέλεια νοικοκυρά μου.

Έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες
κι έτρωγες τα τάληρά μου
μ' άλλονε, νοικοκυρά μου.

(Ευ. Παπάζογλου, «Παπατζής»)

  1. -Μα πόση ώρα κάνεις να το στρίψεις;
    -Θέλει τρίψιμο, είναι σε παπάδες.

  2. Όχι ρε γαμώτο! Μου 'σπασε το κορδόνι του κομπολογιού, σκόρπισαν οι χάντρες, κι ενώ τις μάζεψα όλες, δε βρίσκω τον παπά! Κρίμα στο κομπολόι!

  3. [Δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα, ας φτιάξει κανείς ένα καλό παράδειγμα.]

  4. Ο μπασίστας δεν πρέπει να παίζει παπάδες. Εμένα μ' αρέσει να είναι λιτός και σταθερός, να στηρίζει τα άλλα όργανα. Θέλει μαγκιά να ξέρεις να παίζεις λίγα.

  5. Μου 'πανε μην μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες,
    μα έτσι και δε δούλευα θα τρώγαμε παπάδες,
    έπιασα λοιπόν δουλειά σε μαγαζί.

(Γ. Γιοκαρίνης, «Νοσταλγός του Rock'n'roll»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάρκα μεγάλης αξίας στο καζίνο.

Προτού επικρατήσουν οι αμερικάνικες μάρκες, υπήρχαν οι ευρωπαϊκές (τουλάστιχον στην Ευρώπη). Οι αμερικάνικες μάρκες έχουν όλες το ίδιο μέγεθος, και απλά αλλάζει το χρώμα και το αναγραφέν ποσό. Οι ευρωπαϊκές μάρκες αντιθέτως, είχαν και έχουν (πουλιούνται ακόμα) διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με την αξία (γράφουν και το ποσό). Όσο πιο μεγάλης αξίας η μάρκα, τόσο και πιο μεγάλη σε μέγεθος. Η μεγαλύτερης αξίας μάρκα που κυκλοφορούσε στο καζίνο αποκαλούνταν και κόκαλοκόκκαλο), γιατί ήταν και μεγάλη (συνήθως παραλληλόγραμμη, και σε μέγεθος ενός πακέτου Dunhill).

- Πώς τα πήγες σήμερα, Μιχαλάκη;
- Πάνε να μου φάνε και το τελευταίο κόκαλο από τα κερδισμένα. Χέστα....

(από electron, 27/08/09)(από patsis, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του αγγλικού hedging, που στην χρηματιστηριακή ορολογία αφορά την ασφάλιση ενός στοιχείου, κεφαλαίου και γενικά χρηματοοικονομικού εργαλείου έναντι ενός πιθανού μελλοντικού κινδύνου (υποτίμηση, υποαπόδοση κλπ.).

Η επίσημη ονομασία του χετζαρίσματος στην οικονομική ορολογία είναι αντιστάθμιση κινδύνου και λειτουργεί με την πραγματοποίηση μίας αντίθετης θέσης πωλήσεως στα παράγωγα. Με αυτό τον τρόπο, ακόμη και αν υποχωρήσει η αγορά και ο επενδυτής σημειώσει απώλειες από τις μετοχές που έχει αγοράσει, έχει παρ'όλ'αυτά κέρδος από τη συναλλαγή του στα παράγωγα, οπότε και η συνολική ζημιά του είναι μικρότερη.

Το παράγωγο ρήμα του χετζαρίσματος είναι χετζάρω, ενώ τα ασφαλισμένα κεφάλαια / στοιχεία / εργαλεία αναφέρονται ως χετζαρισμένα. Αντίθετα, αυτά που δεν έχουν ασφαλιστεί έναντι μελλοντικού κινδύνου αναφέρονται ως αχετζάριστα.

Ασίστ: Βράσταμαν

  1. εν ξέρω ποιός είναι ο πρωταρχικός σου σκοπός όταν βάζεις λεφτά στην αγορά , ο δικός μου είναι ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΩ. ΔΕΝ είναι να κερδίσω. Αυτό που μου προσφέρει η ασφάλιση (χετζαρισμα)στην χειρότερη περίπτωση είναι αυτό που λες «Μειώνει στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον τα κέρδη.» Σκασίλα μου εφόσον κερδίζω!!!! άκου τι λες λοιπόν : παίρνω ένα ρίσκο ΠΡΟΣ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ και δεν χετζάρω γιατί αυτό θα μου μειώσει τα κέρδη . Και καλά να σου βγεί, αν δεν σου βγει (κορόνα γράμματα είναι έτσι κι αλλιώς) τί γίνετε;; παίρνεις το stop loss και καταγράφεις ζημιές γιατί δεν ήσουν διατεθειμένος να δώσεις ενα ποσοστό απο τα πιθανά μελλοντικά σου κέρδη... το χετζάρισμα (που μειώνει τα κέρδη , μιλάμε για ΚΕΡΔΗ και όχι ζημιές) είναι ο ΜΟΝΟΣ τρόπος να έχεις κέρδη ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ Η ΑΓΟΡΑ

ο δικός σου πρωταρχικός στόχος ποιός είναι;; να ΜΗΝ ΧΑΣΕΙς ; ή να ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ; (Δώθε)

  1. Πολιτική της τράπεζας είναι η μη δημοσιοποίηση της θέσης του χαρτοφυλακίου της, αλλά στην προκειμένη περίπτωση οι θέσεις αυτές είχαν ανακοινωθεί επισήμως από συνεντεύξεις και δελτία Τύπου, αναφέρεται στην ανακοίνωση.

«Συνεπώς, επιβεβαιώνουμε ότι στο χρονικό διάστημα Ιουλίου ; Σεπτεμβρίου 2009 η Τράπεζα προέβη σε αγορά CDS, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων πουλήθηκε τον Νοέμβριο του 2009 και ένα υπόλοιπο περί τα 20% της συνολικής θέσης ρευστοποιήθηκε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας Διοίκησης», τονίζεται από τη διοίκηση, προσθέτοντας παράλληλα ότι «είναι πάγια πρακτική να μη σχολιάζουμε τις επιλογές χαρτοφυλακίου των προηγούμενων διοικήσεων ούτε όσον αφορά το επενδυτικό τους σκέλος, ούτε όσον αφορά το ηθικό τους σκέλος».

Η ανακοίνωση καταλήγει ότι «στόχος της σημερινής Διοίκησης είναι να χρησιμοποιούμε τη σχέση ισχύος που έχουμε σε κεφάλαια και ρευστότητα για την ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας και δεν επιδιώκουμε να επενδύουμε σε σύνθετα και κερδοσκοπικά χρηματοοικονομικά προϊόντα».

-γιατί να μη χετζάρει τη θέσι του άμα είχε αγοράσει ελληνικά ομόλογα; δεν καταλαβαίνω ποιό είναι το πρόβλημα; (Κείθε)

  1. EFG EUROBANK - ΧΕΤΖΑΡΙΣΜΕΝΑ ΟΦΕΛΗ; Σύμφωνα με τη διοίκηση της τράπεζας, η συγχώνευση διά απορροφήσεως θα αποφέρει επιπρόσθετα οφέλη της τάξης των 50 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 30 εκατ. ευρώ προέρχονται από τη μείωση της φορολογίας που προβλέπει ο περσινός νόμος περί συγχωνεύσεων και τα 20 εκατ. ευρώ από το γεγονός ότι η τιμή που γίνεται η συγχώνευση είναι χαμηλότερη εκείνης που δίνει η καθαρή θέση των δύο εταιρειών. (...) Τι γίνεται όμως για το χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της συγχώνευσης; Μια (μερική) λύση θα ήταν να προστατευθεί (hedging) από το ενδεχόμενο πτώσης των τιμών των μετοχών, πουλώντας συμβόλαια (ΣΜΕ) και αγοράζοντας δικαιώματα προαίρεσης πώλησης (put options) στην αγορά των παραγώγων. Λέτε λοιπόν αυτό το «χετζάρισμα» να οδηγήσει σε αύξηση των συναλλαγών στα παράγωγα, όπως ήδη κάποιοι χρηματιστές λένε ότι συμβαίνει; Ιδωμεν.(Παρακάτω)

  2. Συνυπολογίζει κυμαινόμενα και μη-κυμαινόμενα assets (αχετζάριστα τα πρώτα, liquid/non-liquid σε ενα καλάθι)- και καταλήγει: 30% ΑΕΠ τα ρευστά διαθέσιμα

Σήμερα 20%, αύριο 40% και μεθαύριο μπορεί 5% μπορεί 55%.

Σήμερα διάβαζα την 6η αναθεώρηση του ΔΝΤ γιά τις μεθόδους υπολογισμού του IIP, που κατ' επέκταση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και οίκαδε (Παραπέρα)

(από Mr. Cadmus, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μανάβικα λέμε τα «καταστήματα» στα οποία έχει τα γνωστά και μη εξαιρετέα φρουτάκια (slot machines). Για να μην γίνει το λήμμα σεντόνι, η ιστορία τους εδώ.

Ο λόγος μάλλον προφανής αλλά για την ιστορία ας πω πως τα περισσότερα σύμβολα που υπάρχουν στους κουλοχέρηδες είναι συνήθως κεράσια, λεμόνια κτλ. Ο ιδιοκτήτης του ευαγούς ιδρύματος ονομάζεται πώς αλλιώς; Μανάβης.

Χρησιμοποιείται επίσης και όρος μαναβική αλλά δεν είμαι σίγουρος για το τι ακριβώς χαρακτηρίζει.

  1. Θέλεις ν'ανοίξεις μανάβικο;(δηλ. μαγαζί με φρουτάκια;). εδώ

  2. Οι δημοσιογράφοι πίεσαν τον κ. Γεωργακόπουλο θυμίζοντας του την περίοδο που τα φρουτάκια ήταν ελεύθερα αλλά αυτός δεσμεύτηκε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα επιτραπούν και πάλι τα τυχερά παιχνίδια…Θα ήταν ντροπή να ξαναγίνει η Ελλάδα ένα «Μανάβικο» από το ΠΑΣΟΚ. Να θυμίσω ότι στελέχη της σημερινής κυβέρνησης ήταν που πρώτα είχαν αντιδράσει σε σχέδια επαναφοράς τον κουλοχέρηδων . εδώ

  3. Στο φως το ελληνικό «μανάβικο». «Δεμένα τα χέρια μας με τα μηχανάκια ... Μικρές περιουσίες χάνονται εδώ και χρόνια στα «φρουτάκια» που μπορεί να βρει κανείς ... εδώ

(από euripidisk, 08/06/10)(από euripidisk, 08/06/10)(από euripidisk, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κλαόσικά ξύλινα ποδοσφαιράκια όπου οκτώ μεταλλικές ράβδοι (σαν σούβλες) συνδέουν τους παίχτες-πιόνια των δύο ομάδων (τέσσερις για κάθε ομάδα) και, με μια χειρολαβή στην άκρη τους, ο παίχτης μπορεί να τις μετακινήσει και να τις περιστρέψει για να εμποδίσει ή να χτυπήσει το μπαλάκι.

Η ονομασία προφανώς έχει δοθεί από το γεγονός ότι τα ποδοσφαιράκια αυτά υπάρχουν συνήθως σε χώρους μαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια (ουφάδικα-μπλιμπλίκια) κι ορισμένες φορές και μπιλιάρδα.

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το subuteo, αλλά τον ενθουσιασμό που σου δίνει το μπλιμπλίκι δεν τον βρίσκεις αλλού.

(από notheitis, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ζάρια στο μπαρμπούτι.

Φέρ' τα κόκαλα ν' αρχίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γεμάτο ζάρι, λέγεται και καραγκιοζάκι.

  1. ... έχω μια μεγάλη ρέντα κι όλοι οι μάγκες απορούν
    και στη τσόχα καραγκιόζη
    ψάχνουν άδικα να βρουν...

(στίχος από το λαϊκό άσμα «Μεσ' στον πράσινο το μύλο»
του Μπάμπη Μαρκάκη).

(από iwn, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified