Κατάσταση η άτομο αυτιστικής συμπεριφοράς.Συνωνυμα: κουκουρουκου νιντζα, ανάποδο παλαμακι, ουγκ τζι, ναναι πότη ότι .
Ασε μανιτο σε λέω αταου ατα αγκαθα ο τύπος , μου δείχνε καμία ώρα πως στρετσαρει γλώσσα να γλύψει τον αγκώνα του.
Κατάσταση η άτομο αυτιστικής συμπεριφοράς.Συνωνυμα: κουκουρουκου νιντζα, ανάποδο παλαμακι, ουγκ τζι, ναναι πότη ότι .
Ασε μανιτο σε λέω αταου ατα αγκαθα ο τύπος , μου δείχνε καμία ώρα πως στρετσαρει γλώσσα να γλύψει τον αγκώνα του.
Got a better definition? Add it!
Συμμαζεύω, οργανώνω, σχηματίζω μία υπόθεση.
-Θα φορμάρει την δικογραφία και θα προχωρήσει σε δίκη.
Got a better definition? Add it!
Στην καθαρεύουσα γλώσσα, η γνωστή και αποστομωτική λαϊκή ρήση άλογο κλάνει!.
Και οι δυο εκφράσεις συνοδεύονται με επιδεικτική ελαφρά στροφή του κεφαλιού αριστερά η δεξιά, ενώ προαιρετική θεωρείται η συγχρονισμένη γνωστή απαξιωτική κυκλοτερής κίνηση της παλάμης...
Νομίζω ότι κάθε παράδειγμα περιττεύει...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση για να δηλώσει ότι αυτά που ειπώθηκαν ήταν αρλούμπες ή και ανακριβή. Περιέχει και μια δόση ειρωνείας προς αυτόν που έκανε τη δήλωση.
Έχει ειπωθεί και σε γερμανιστί «άρεν, μάρεν, κουκουνάρεν».
Άμεσα παράγωγα είναι τα εξής:
κουκουνάρια, κουκουνάρεν, κουκουβάουνες (για μεγαλύτερη έμφαση) ή και πολύ απλά κούκου (για να δηλώσει μια άρνηση).
- Άκουσα οτι ο Ολυμπιακός θα πάρει τον Ρονάλντο.
- Άρες, μάρες, κουκουνάρες.
- Ο Γιάννης θα πάρει Porsche, το έμαθες;
- Χαχαχαχα, κουκουβάουνεν ρε, αυτός δεν έχει δεκάρα!
- Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψήνακης;
- Κούκου, έχω διάβασμα.
Σχετικά: τρία πουλάκια κάθονται, ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά!
Got a better definition? Add it!
Κάθομαι κάπου με σκοπό να χαλαρώσω, αράζω.
- Τι στρογγυλοκάθησες στον καναπέ πάλι; Σήκω, μας περιμένει δουλειά!
Got a better definition? Add it!
Ο ιταλικός και διεθνής όρος για την επιτηδευμένη ατημέλεια. Είναι «το να κάνεις τα δύσκολα να φαίνονται εύκολα», ένα είδος αυτο-ειρωνείας στο εμφανισιακό σου στυλ. Κλασική σπρετσατούρα ας πούμε είναι να έχεις λίγο λυμένη την γραβάτα, και το ρολόι πάνω απ' το μανίκι του πουκαμίσου.
Στα '60ς ο Τζιάνι Ανιέλι εισήγαγε την σπρετσατούρα στο ιταλικό λάιφ-στάιλ, εμπνέοντας τον Τσερούτι και πολλούς άλλους. Ήθελε να δείξει ότι σαν μπίζνεσμαν δεν είχε χρόνο να αφιερώσει στο στυλ του, ενώ στην πραγματικότητα το στυλ του ήταν αποτέλεσμα εξαιρετικά προσεγμένου σχεδιασμού από ειδικούς στυλίστ.
Δες και κυβερνοσπρετσατούρα.
Got a better definition? Add it!
Λέξη ιταλικής προελεύσεως, που προέρχεται από τα λατινικά, και πολύ απλά σημαίνει «εκατομμύριο».
Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την απροσδιόριστη ποσότητα, το αμέτρητο πλήθος ανθρώπων ή εντόμων.
Απόσπασμα από αναγνωστικό του δημοτικού, δεκαετίας '80:
«Μαζευτήκανε μιλιούνια, στο περβόλι τα ζουζούνια...».
Πω πω φίλε, δεν ξαναπάω για μπάνιο στις Κουκουναριές: πληρώνεις χρυσή την ομπρέλα και μιλιούνια ο κόσμος...
Εντυπωσιάστηκα από το Πεκίνο: τεράστια πόλη και μιλιούνια τα Κινεζόνια, να τρέχουν πέρα δώθε... Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο!
Got a better definition? Add it!
Ειρωνική έκφραση προς άτομο που έχει άκρες στην εκάστοτε «εξουσία» ή την εύνοια της «εξουσίας», π.χ. αν έχει πουλήσει κάποια εκδούλευση.
1) (Από την ταινία «Της Κακομοίρας», ο Ζήκος διαπληκτίζεται με την κυρα-Δέσποινα)
- (κΔ) Βρε, πρέπει να ξέρεις ότι όταν λείπει ο κυρ-Παντελής εσύ είσαι υπεύθυνος εδώ μέσα, το ξέρεις;
- (Ζ) Και σένα τι σε νοιάζει μπορώ να μάθω;
- (κΔ) Με νοιάζει και με κόφτει, και για το μαγαζί και για τον κυρ-Παντελή, και πρόσεξε καλά κακομοίρη μου, γιατί έτσι και κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι, σε αρπάζει ο κυρ-Παντελής απ΄ το γιακά και σε στέλνει πίσω στο κατσικοχώρι σου!
- (Ζ) Βέβαια, θα με στείλει οπωσδήποτε διότι εσύ τώρα, βλέπεις, έχεις και τα μέσα…
- (κΔ) Μέσα;
- (Ζ) Είσαι άνθρωπος της κυβερνήσεως!
- (κΔ) Ποιας κυβερνήσεως βρε;
- (Ζ) Κατόρθωσες και τελείωσες το συνοικέσιο του αίσχους, βλέπεις, γι΄ αυτό!
2)- Ρε σειρές, ποιος έχει έξοδο σήμερα για να πάμε για μπίρες; Είμαι καθαρός απόψε.
- Πάλι καθαρός Τσατσόπουλε; Εμ, τώρα πια βλέπεις είσαι άνθρωπος της κυβερνήσεως…
- Τις λες ρε;
- Εγώ τι λέω, αφού από τότε που του κάνεις τα κομπιουτερίστικα του Υπόδικα βγαίνεις κάθε τρεις μέρες καθαρός και εμείς μια φορά την εβδομάδα κι αν…
Got a better definition? Add it!
Γιώργος Καρατζαφέρης διά χειρός Μητσικώστα. Το «μυρώνομαι απ' τη χάρη σου» θα δήλωνε την θέληση ταμένου χριστιανού πολιτικού να μυρωθεί από λαϊκό άγιο, για να κατέλθει επιτυχώς σε προσεχείς εκλογές. Με την αντιστροφή σε «μου» εννοείται η ναρκισσιστική αυταρέσκεια του λαοσπρόβλητου ηγέτη, καθώς κοιτά στα μάτια τον λαό του, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, μέσω της κάμερας του ιδιωτικού του σταθμού. Δηλαδή κάτι σαν «τι είπα ρε ο πούστης» κ.ο.κ.
- Σσσσσσ, καλά τι λήμμα ανέβασα σήμερα! Μυρώνομαι απ' τη χάρη μου!
Got a better definition? Add it!
Χρονική περίοδος ακαθόριστης διάρκειας που τη χρησιμοποιούμε όταν εξιστορούμε τις εμπειρίες ή φάσεις της ζωής μας. Και καλά δηλαδή, το κάναμε κι αυτό, το ζήσαμε και το άλλο, το γευτήκαμε και το δείνα, όλα σε ανέμελους, χαλαρούς, και κουλ ρυθμούς, γιατί είμαστε λαρτζ τύποι και δεν μας πειράζει να μείνουμε ξέμπαρκοι (κάνα φεγγάρι) στο Νησί του Ροβινσώνα, χωρίς να παίζει ρόλο για πόσο ακριβώς.
Παίζει πολύ όταν αναφερόμαστε σε σχέσεις και εργασιακή εμπειρία.
Πριν τα φτιάξω με την Κρίστυ, τα είχα με τη Λάουρα για ένα φεγγάρι.
Πέρασα κι εγώ ένα φεγγάρι από την 33 ΤΑΞΥΠ.
Σωστό νεκροταφείο αθλητών ο Θρύλος προ του Μπάγεβιτς! Μέχρι και ο Ρασίντ Γεκινί είχε παίξει στο Θρύλο για ένα φεγγάρι, αλλά σωστή μπάλα δεν είδαμε.
Βλ. και τέρμινο
Got a better definition? Add it!