Further tags

Μαμαδομαλακία που ακούνε τα παιδάκια όταν πάνε να κάνουν ή να πιάσουν ή να φάνε κάτι βλαβερό ή σιχαμερό ή βρώμικο. Από το φτού + κακά...

Κατ' επέκτασιν: το οτιδήποτε είναι προς αποφυγή ή προς ξόρκισμα.

  1. - Πω ρε πστ!, ντερλίκωσα για τα καλά, με βλέπω να με πηγαίνουν τέσσερις απόψε στο κρεβάτι μου...
    - Φτούκακα! Τι λες παιδάκι μου τώρα!!! Για ρομαντικό δείπνο με έβγαλες και μου λες τέτοια πράγματα;;;

  2. - Ωραίος τύπος ο Αντρέας, νο;
    - Ο Αντρέας; Μακριά!!! Φτούκακα!!! Το άτομο είναι βουτηγμένο στα σκατά ρε, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη που φτιάχτηκε και ανδρώθηκε στα ρεμπετάδικα, στα ουζερί και γενικότερα σε μέρη όπου μπουζούκια, βιολιά και πολλών ειδών κρουστά έδιναν μια μουσική χροιά στους δρόμους της Αθήνας, μερικά χρόνια μετά τη κατοχή, οπότε και οι ανατολίτικοι ρυθμοί εισέβαλαν με βία στο μουσικό προσκήνιο.

Μες στης πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά
Αραπάκια το φυλάνε, στον Αλή Πασά το πάνε
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Διατάζει τη φρουρά του, να το φέρουνε μπροστά του
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Έτσι την περνάνε όλοι οι πασάδες στο ντουνιά
με χορό και με τραγούδι, μ’ αγκαλιές και με φιλιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Στην Περσία το χασίσι το πουλάν με την οκά
Στην Αθήνα δεν το βρίσκεις, ούτε και για μυρουδιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο στη Θεσσαλονίκη και μία-δύο γενιές πριν, το γκαγκάν, (άπαξ αυτή τη φορά) σημαίνει κάτι ωραίο και πετυχημένο. Όπως το τζιτζί.

Πρέπει να είναι προϊόν της γενιάς των γουέστερν, αλλά σαν τον μπρούκλη, στην αρχή ήτανε ο πλούσιος ελληνοαμερικάνος, ντυμένος στην πένα, με αμάξι, που τον ζηλεύανε όλοι, ενώ μετά έγινε ο κιτσάτος, κραυγαλέος τύπος που κάνει τον καμπόσο.

  1. - Περνάμε ζωή γκαγκάν

  2. - Σου έφτιαξα το αμάξι και στο έκανα γκαγκάν!

(από joe909, 08/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικλανιά κακής ποιότητας συνήθως (καουμπόικη, αστυνομική, δράσης τύπου Speed, κττ), η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία δράσης που περιέχει.

Hχομιμητικό επιφώνημα που μάλλον προέρχεται από την κλαγγή των πετάλων τού εν καλπασμώ αλόγου, σε συνδυασμό με τον ρυθμό των φριχτών αυτών μουσικών που συνοδεύουν παρόμοιες ταινίες (και οι οποίες έχουν γίνει φετίχ των δελτίων ειδήσεων).

- Τι λέει αυτή η ταινία;
- Πολύ γκαγκάν γκαγκάν την κόβω, δεν βλέπουμε καμιά άλλη λέω γω; Έχω όρεξη για λίγη κουλτούρα απόψε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω της ασαφούς, διττής σημασίας της, η μονοσύλλαβη αυτή λέξη αποβαίνει σε κρας τεστ που προδίδει την αλλοδαπή προέλευση υποψηφίων μπαργούμαν, ενώ η ορθή χρήση της αποτελεί την κορωνίδα της σωστής εκμάθησης των Ελληνικών από έναν αλλοδαπό.

Επί της ουσίας, προέρχεται από το αρχαίο επιφώνημα [βá] (μπά; το ξέρατε;) και δηλώνει έκπληξη, απορία.

Ωστόσο, κι εδώ το παιχνίδι σκληραίνει, το λήμμα χρησιμοποιείται ειρωνικά και ως αποφατικό μόριο.

Για να μη προσθέσω και μια τρίτη σημασία, όπου το λήμμα δεν σημαίνει τίποτε και απλά μπορεί να παραλειφθεί.

  1. (ως επιφώνημα απορίας)
    - Ρε μαλ, ο Λιακό έβγαλε νέο βιβλίο, «Τα μυστικά όπλα των Ανουνάκι», του Σάιμον Πούστερμαν
    - Μπα; Μία εκπομπή έχασα κι ανέβασε καινούριο πακέτο;

  2. (ως αποφατικό μόριο)
    - Απόψε γαμάμε, έρχεσαι;
    - Τί παίζει ρε μαλακομπούκωμα; - Θα βγω μπλάιντ με δυο τύπισσες που έβγαλα χθες στο savourogamis.gr
    - Kαι το όνομα αυτών;
    - Δέσπω και Χάιδω
    - Μπα, δώσε άκυρο. Μπαζοκατάσταση μου μυρίζει.

  3. (ως τίποτε)
    - Μπα που να σου τζάσει το παγκλό και να σουροματίσεις γούρλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητική λέξη από τον ήχο του γέλιου. Είναι επιφώνημα και εκφράζει μειωτική, επιτιμητική, ειρωνική, περιπαικτική, γενικά αρνητική στάση του ομιλητή έναντι αυτού προς τον οποίο απευθύνει τον λόγο. Επέτεινε την χρήση του ο Μάρκος Σεφερλής.

Αχαχούχα! Πώς είναι έτσι ντυμένη σαν τσόλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «όχι» στα γύφτικα. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και με την κανονική του αγγλική σημασία. Επίσης έχει κι άλλη μια σημασία, του επιφωνήματος «ωχ», στα γύφτικα πάντα.

  1. οκ πάλι... βαρέθηκα αυτό το παιχνίδι
  2. οκ ρε ... σε 5 στο καφέ..
  3. οκ παναγία μου... θα σκοτωθούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα αηδίας που εκφράζεται είτε για φαΐ είτε για σαβουρογκόμενα/-ο.

Τύλιγε τα σουβλάκια και έσταζε ο ιδρώτας πάνω στο κρεμμύδι, μπλιαχ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και «άλα της».

Δείχνει ενθουσιασμό ή επιδοκιμασία.

Κατάγεται από την στρατιωτική ιαχή «Αλλάχ!» των γενιτσάρων (πηγή: Ηλίας Πετρόπουλος, «Παροιμίες του υποκόσμου»).

Ακούγεται συχνά σε ρεμπέτικα, λαϊκά άσματα σαν μέρος των στίχων ή και εμβόλιμα, από τον / την αοιδό για να «γίνει» κέφι. Και οι ακροατές το χρησιμοποιούν επίσης, επιδοκιμάζοντας, είτε τους καλλιτέχνες, είτε αυτούς / αυτές που, έχοντας μερακλώσει, γουστάρουν, χορεύουν, τραγουδούν μαζί και τα «σπάνε» γενικώς.

Στην καθομιλουμένη, το «άλα» - «άλα της» έχει παρόμοια ως άνω ερμηνεία (παρ.1), μπορεί όμως να αποκτήσει και ειρωνική χροιά που αφορά συνήθως στην εμφάνιση (παρ.2).

  1. Άλα, γεια σου ρε Λίλιαν με τα ωραία σου!
  2. Άλα της ζαντικά το Ibiza.

(από pavleas, 09/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Γεωργίου.

(Από το καφενείο των φιλάθλων, 24 Φεβρουαρίου 2008)

-Εσύ τώρα τι μου λες. Ότι παίζει μπάλα η ΑΕΚ, με τον πάτερ Νικόλα (σ.ς. Κωστένογλου) και με το Μορεέτο, που τα τρώει σα λουκουμάδες; Ήμαρτον ρε συ!!!

(από Khan, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified