Further tags

Το πασπαρτού επιφώνημα των Ελλήνων. Ο τονισμός παίζει σημαντικό ρόλο (βλ. παραδείγματα).

  1. Όόόόπααα, φτάνει, γέμισε!

  2. Οπάάά, να και ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ !!!!!

  3. Όπα, είπα, λέω!

  4. Όπα, μας την έπεσαν, σύρμα!

(από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιάστικο επιφώνημα δήλωσης της (προφανούς, συνήθως) παρουσίας τίνος σε κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων.

Έχει σχεδόν πάντα ναζιάρικη χροιά και χρησιμοποιείται και ολίγον φορ τεχ λουλζ.

Πιθανώς να προκύπτει από την μπεμπεκίστικη σλανγκ και συγκεκριμένα από το δημοφιλές διαδραστικό παιχνίδι χαζομπαμπάδων / χαζομαμάδων που καλύπτουν το πρόσωπο με τις παλάμες τους και ξαφνικά τις ανοίγουν μπροστά στο σκασμένο τους, αναφωνώντας το εν λόγω επιφώνημα.

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το άτσα!

- Τσα!
- Ασταδιάλα ρε, με κοψοχόλιασες...

τσα! (από Jonas, 08/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το βλάχικο «τζάτσι» που σημαίνει δέκα (10).

Ο μύθος λέει ότι όταν οι βλάχοι φτιάχνανε τη γλώσσα τους και ειδικά την αρίθμηση (1: ούνου, 2: ντόι, 3: τρέι... 9: νουάουα), δεν μπορούσαν να σκεφτούνε κάτι για να βαφτίσουνε το δέκα. Τότε ένας γάιδαρος πέρασε και πάτησε μια δυνατή κλανιά (ΖΑΤΣ!) και έτσι βγάλανε το δέκα τζάτσι!

Σήμερα λόγω ακριβώς της ομοιότητας με τον ήχο της κλανιάς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «τάπωμα» λεκτικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή ή στο τέλος περιπαικτικών προτάσεων.

Συνηθίζεται πιο πολύ στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία πλην Βόλου, όπως επίσης και στα ορεινά του νομού Γρεβενών.

1: Πειραγμένοι πενηντάρηδες (ένας ΠΑΣΟΚ και ένας ΝΔ) παρακολουθούν το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.

(ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ): -Δε θα μας μιλήσετε εσείς για διαφάνεια κ. Καραμανλή!
Πασόκος στο ΝΔ φίλο του: ΖΑΤΣ! Του την είπε τώρα, την πάτησε ο δικός σας!

2: - …και του πάτησε ένα μπουκέτο ρε φίλε... ΖΑΤΣ! Παρ' τον κάτω.

Δες και ζαρτ, κλάσιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού σε εξιστορούμενη μαγκιά του άλλου.

Και του λέω «Νώντα μου», ρίχνοντας μια ροχάλα μεγέθους κατοστάρικου στο πάτωμα, «φτού σου ρε και κολύμπα» και μου απαντάει ο μάγκας φτύνοντας με στην μάπα «φτου-σου και σε πιτσιλάω». Άτσααα!!! ρε μεγάλε τι με λες;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τσιπτετελικόν επιφώνημα τουρκικής προέλευσης (şinanay). Ακούγεται στο άσμα:

    Σήκω χόρεψε κουκλί μου,
    να σε δω να σε χαρώ
    τσιφτετέλι τούρκικο
    σινανάι γιαβρούμ σινανάι να.

    Άλλοι το εκφέρουν ως «νινανάι», αλλά το ορίτζιναλ είναι το πρώτο.

    Παρόμοια επιφωνήματα: μεγεμελέ, λάι λάι λάι, νάι νάι νάι, νε τσαρέ, ε γκιουλέ ολσούν, για χαμπίμπι, για λελέλι.

  2. Το κουνιστό οριεντάλ τραγούδι ή ο αντίστοιχος χορός.

  3. Το κέφι που προκαλείται από τέτοια τραγούδια ή χορούς.

Άμα αρχίσει το σινανάι, άντε να τους μαζέψεις ύστερα.

Τώρα και στην Κίνα. (από Galadriel, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρασιάτικη έκφραση -σήμερα σπανιότατη- εν είδει αρνητικού επιφωνήματος, με την έννοια «αδύνατον!», «δεν γίνεται!», «με τίποτα!». Από το τουρκικό olmaz (= δεν γίνεται).

Σημ. Το λήμμα «ολμάς» υπάρχει (παραδόξως) και στο ελληνογερμανικό / γερμανοελληνικό λεξικό των εκδόσεων Langenscheidt.

- Θα 'ρθείς το βράδυ να πιούμε κανα κρασάκι;
- Ολμάς! Έχω πει στη Μαρίκα πως θα πάω σπίτι της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυναμική φράση, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως από τα μέλη του σαρωτικού κινήματος - οργάνωσης: «Αλπικαλιστική Διεθνής». Το «Αλ Χουτζούμ» είναι επιθετική φράση που δίνει δύναμη σε αυτόν που την εκστομίζει, συνήθως δυνατά και επικά, ώστε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αλπικαλιστικού περιεχομένου. Πέραν αυτού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί - μεταξύ των μυημένων - και σαν χαιρετισμός / αποδοκιμασία / επιδοκιμασία / αποδοχή / παρότρυνση κ.λπ. αναλόγως με τον τρόπο εκφοράς.

Ο όρος προέρχεται από τα αραβικά και σημαίνει «Η Επίθεση». Η χρήση του όμως ανάγεται στο ηλεκτρονικό παίγνιο Age Of Empires II, όπου την έκφραση αυτή φωνάζουν οι θρυλικοί μαμελούκοι, όταν επί των καμηλών τους επιτίθενται για να συντρίψουν τον εχθρό.

Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι γίνονται κοινωνοί του όρου και μέσω της δράσης της προαναφερθείσας «Αλπικαλιστικής Διεθνούς». Έρευνες της Ανωτάτης Αλπικαλιστικής Ακαδημίας έχουν δείξει ότι η φράση είναι αρεστή ως ιδιαίτερα εύηχη και χρήσιμη στην αλπικαλιστική συνεννόηση.

Το ασκέρι των μαμελούκων είναι μαζεμένο ένα χιλιόμετρο μακρυά από τα τείχη της μικρής πολιτείας και ξεκουράζεται. Το πρωτοπαλίκαρο πηγαίνει κοντά στον αρχηγό και ρωτάει:
-Μπότε μπρε αρχηγέ θα κάνουμε το ντου; Όλοι είναι έτοιμοι...
Ο Αρχηγός, καταπίνει την τελευταία μπουκιά από το σάντουιτς με παστουρμά, καβαλάει την καμήλα του και κραδαίνοντας το κυρτό σπαθί του…
-Αλ Χουτζούμ, κραυγάζει και το ασκέρι ορμά να λεηλατήσει την άτυχη πόλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα «ξεμπράβο» το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πάρουμε πίσω τα εύσημα που είχαμε αποδώσει σε κάποιον που ενώ αρχικά έκανε κάτι καλό, στην πορεία συνέχισε με πατάτες και ανέτρεψε τις προσδοκίες μας.

Το λήμμα δημιουργεί μια αίσθηση ψυχρολουσίας / σκωτσέζικου ντους σε αυτόν που το δέχεται και μας αυτοανακηρύσσει και ακομπλεξάριστους / αντικεμενικούς / μη δογματικούς κριτές που ξέρουμε να λέμε το «μπράβο» όταν κάποιος το αξίζει, αλλά παράλληλα και να τον καταχεριάζουμε όταν τα κάνει νι καπέλο.

Συνώνυμο: είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης/

Μετά το «Μπράβο» στον Γ.Α.Π. για τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ελλάδα την 25η Μαρτίου, του οφείλουμε ένα μεγάλο «Ξεμπράβο» για την ανάμειξη του ΔίΝεΤου τον Απρίλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα της Κρητικής διαλέκτου. Μπορεί να δηλώνει αγανάκτηση και κούραση (αντίστοιχα με το «ουφ!», αλλά όχι με την έννοια της ανακούφισης) ή ευχάριστη έκπληξη, σαν να λέμε «όρε μάνα μου!»

  1. Όφου πολύ δουλειά στο αμπέλι σήμερα... Απ' το πρωί είμαι στο πόδι κι ακόμα δεν έχω τελειώσει...

  2. (Από διαφήμιση της Q - δείτε παρακάτω) Όφου τι θα γίνει με τέτοιο μπόνους! Επανάσταση!

(από elias-jelay, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified