Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουληκιάρικο και σκατόψυχο αθρώπα, εν ζωή ή αποδημήσαντα εις Γιαραμπήν.

- Τα είχανε άτοκα στην Τράπεζα της ελλάδας και τάδινε δάνεια (θαλασσοδάνεια) ο μακλάνιος Καραμανλής... (μπλογκ Μυγδαλιάς Αρκαδίας)

- μου τα'φαγε ο μακλάνιος κι αυτός κάμποσα λεφτά... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 105).

Εμπεριέχει το έτυμον κλάνω, δεν περιγράφω άλλο.

Ιδιωματική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας - πατρινή διάλεκτος.

Ουστ, ρε παλιομινάρα!

(από Khan, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).

Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).

Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).

Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): και αντούφιανο(ς) / αντουβιανέας κ.τ.λ. = Βλάκας, χαζός, ιδίως αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τί του λές, όσες φορές και να το πεις.

Δεν τα παίρνει τα γράμματα (γραμματική), ούτε τα νούμερα (αριθμητική), ούτε και χρώματα (ζωγραφική). Σε ουδέτερο ιδιαιτέρως υποτιμητικό.

-Την έλυσες την άσκηση Γιαννάκη;
-Εεεε... δεν την κατάλαβα δάσκαλε... -Μπίτι αντούβιανο είσαι ρε; Πέντε φορές στην εξήγησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανάλογο του μαλάκας στην πόλη του Πύργου.

Μην είσαι ντελίνας τώρα ρε φίλε....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ενδοπαλαμική πεοπαλινδρόμηση, η μαλακία στα Πατρινά. Εκ του διασήμου ρήματος μινάρω.
Κατά το κουτσουκέλα.

  1. πω πω βγάζω γούστα στο σπίτι με παρεάκι. λατρεμένες κουβέντες, μπηχτές και μιναρέλα (εδώ)

  2. μιναρισμα, μιναρέλα, μιναρω κλπ. Πατρινη λέξη που σημαίνει πολλα! Χαχα (εδώ)

  3. τεντουρα παρτυ σου λεει σημερα στη Πατρα...να το κανατε μιναρελα παρτυ θα του ταιριαζε περισσοτερο οσο να πεις!#ka8olou_humor (εδώ)

  4. Συνεχομενα Retweets aka η νεα μιναρελα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Πατρινή εκδοχή του γνωστού χαρακτηρισμού μαλάκας. Χρησιμοποιείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Τον είδες τον μινάρα πως μου χώθηκε πάνω στην προσπέραση; Χαλκομανία θα γινόμασταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Εκ του «αφηρημένος», αλλά, εν ευρεία έννοια βλάκας – παπάρας –άχρηστος και πάντα σε ουδέτερο (υποτιμητικό).

-Πήρες τηλέφωνο το Γιάννη να ‘ρθει;
-Ωχ! Το ξέχασα!
-Ω ρε! Mπίτι αφαιρεμένο είσαι ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified