Further tags

Νάουσα Ημαθίας. Ντοπιολαλιά που σημαίνει ρεύομαι. Πιθανόν ηχομιμητικό από τον ήχο (γκρουγκ) που κάνει ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Το ρήμα έχει και μέση φωνή, εμφανιζόμενο ως «ρουγκαλνιέμαι», ενώ παράγωγα ουσιαστικά είναι τα
α. ρουγκάλνισμα, πληθυντικός ρουγκαλνίσματα ή / και
β. ρουγκαλνιά (κλίνεται όπως η κλανιά)

- Κοκακόλα παράγγειλες;
- Έσκασα στο φαΐ, και την πήρα να ρουγκαλνίσω λίγο, να ξαλαφρώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά Μακεδονίας που σημαίνει ότι στην ομιλία ξεφεύγουν σάλια απ' τους σιελογόνους αδένες του ομιλούντος.

- Καλημέρα παιδιά!
- Αρά, τι πρατσκαλνάς και μας μούλιασες πρωί πρωί, παλιοσαλιαμούτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικό ρητό, το οποίο λέγεται όταν φτάσει κάποιος στην απόλυτη βαρεμάρα, έτσι ώστε να εύχεται να ήταν βράδυ για να πάει για ύπνο (να «θέσει» που λέμε στην Κρήτη).

- Άντε και πάμε και για 6ο φραπέ ρε φιλαράκι. Μετά;;;
- Δεν ξέρω ρε συ. Πω ρε πούστη, να 'ταν αργά να θέσουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη Δ. Κρήτη, ρήμα που χρησιμοποιείται με σαφώς προσβλητική πρόθεση ενάντια στο υποκείμενο της ενέργειάς του: αυτός που παραστεκουλίζει, σύμφωνα με το γλωσσάρι του Αντώνη Ξανθινάκη, «στέκεται κοντά σε μέρος με εκλεκτά φαγητά επιζητώντας να του δώσουν μέρος απ' αυτά».

Σήμερα σε Χανιά και Ρέθυμνο η λέξη έχει πάρει ευρύτερη σημασία, και παραστεκουλίζει εκείνος που προσκολλάται σε ανθρώπους, κοινωνικούς χώρους κλπ προκειμένου να επωφεληθεί (χωρίς απαραίτητα να κάνει εκδουλεύσεις, απλά υπενθυμίζοντας την παρουσία του ή κάνοντας κολλητηλίκια). Μολονότι το ρήμα ενέχει το στοιχείο του παρασιτισμού, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός που παραστεκουλίζει μπορεί να το κάνει και με την ανοχή ή την παθητική ενθάρρυνση των άλλων, γεγονός που σημαίνει ότι σ' όποιο κύκλο θωρείς πολλούς να παραστεκουλίζουνε, ίσια σκατά 'ναι και το κέντρο και η περιφέρεια.

Από το παρα-στέκω + την κατάληξη -ουλίζω, που αδυνατίζει την ισχύ και ευτελίζει τη σημασία του ρήματος (βλ. βήχω-βηχουλίζω κλπ) –αυτόν που παραστεκουλίζει δεν είναι να τον υπολογίζεις και σοβαρά για συν-παρά-σταση.

Το ρήμα έχει κι άλλες, παρεμφερείς στο βάθος, σημασίες, όπως κωλυσιεργώ ή διστάζω να προσεγγίσω, να συμμετάσχω σε κάτι, να κάνω αισθητή την παρουσία μου κλπ. Αυτός που παραστεκουλίζει στερείται τόσο ικανοτήτων, όσο και παρρησίας, οπότε γενικά είναι ο διστακτικός σε σημείο παρεξηγήσεως (αυτός που μάλλον κάτι επιζητεί με τη δράση-αδράνεια, παρουσία-απουσία του).

Σπανιότερα το ρήμα δεν έχει τόσο αρνητική έννοια, και σημαίνει τη διακριτική παρουσία, που δεν ενοχλεί ή παρασιτεί, αλλά και που δεν έχει και ουσία.

— Δε μου λέεις μρε Σπύρο, τη Μπάσα Σάστα ποιος την έφερε για συναυλία;
— Ο αντιδήμαρχος πολιτισμού, ο Στελής ο τρακτεράς...
— Ίντα λέει, αντιδήμαρχος πολιτισμού ο Στελής ίντα πολιτισμό μωρέ κατέει το έχνος... — Πολιτισμό; Ε, κακομοίρη, αυτός επαραστεκούλιζε στο γραφείο του Γιαννομαρκάκη εδά και δέκα χρόνια, και τον έβαλε στο ψηφοδέλτιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαΐτα αποκαλείται η πράξη του να βάζει κάποιος το δάχτυλο στον κώλο κάποιου (στον δικό του δεν πιάνεται ως σαΐτα). Το κωλοδάχτυλο εν ολίγοις. Η ρίζες της λέξης βρίσκονται στα παιδικά παιγνίδια του χωριού. Ο χαμένος του παιγνιδιού έτρωγε σαΐτα. Ενίοτε υπήρχαν παιδάκια τα οποία έχαναν επίτηδες...!
Συνήθως βέβαια το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι φάγαμε πίκρα.

  1. - Έτσι που λες Βρασίδα, η Αφροξυλάνθη με χώρισε γιατί δε την ικανοποιούσα σεξουαλικώς.
    - ...Σκέτη σαΐτα δηλαδή...

  2. - Τον λογαριασμό παρακαλώ!
    - Ορίστε.
    - ΑΜΑΝ! Τι σαΐτα είναι αυτή;;; 6 ευρώ για ένα Red Bull;!
    - Εγώ τι να κάνω κύριε μου; Απλή σερβιτόρα είμαι λολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «αύριο κλαίνε». Αναφέρεται στην προνοητικότητα. Κάτι σαν στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα. Δηλαδή, σήμερα κάνεις κάτι χωρίς να το σκεφτείς, και αύριο θα κλαις. Το «κλού» είναι από το «κλαίνε». Χρησιμοποιείται στην περιοχή Κάμπος της Χίου, αλλά γενικά χρησιμοποιείται σε όλο το νησί.

- Ο μπαρμπα-μήτσος άφησε την βάρκα του δεμένη στ 'ανοιχτά; Δεν μας είδε όλους ότι τις πήγαμε τις βάρκες μας στο λιμανάκι;
- Όταν τον δεις, πες του: αύριο κλού... μπάρμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Το ρεύμα αέρα μέσα στα στενά σοκάκια.

Πάμε να φύγουμε από εδώ, σοκακιάζει και θα κρυώσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση από ποντιακά σε ελλαδικά: ο βαρύψωλος γαμάει μια φορά.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος σου φέρεται μπαμπέσικα και προσπαθεί να στην ξαναφορέσει. Αντίστοιχο με το ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.

- Ρε τον μπαγάσα μου ξαναζήτησε δανεικά αλλά ακόμη να μου δώσει αυτά που χρωστάει από πρόπερσι
- Του έδωσες;
- Όχι βέβαια, ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελλαδικά του Ποντιακού: «έστνε π’ έστνε έμορφος, έρθες και όντας έβρε».

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μέγεθος της ασχήμιας ενός ανθρώπου σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ασχήμια βέβαια προϋπάρχουσα που γιγαντώθηκε όμως για κάποιον λόγο. H χρήση της εν λόγω φράσης εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα σεξουαλικής συνευρέσεως των δύο μερών και προκαλεί άμεση πτώση ηθικού του χαρακτηριζομένου προσώπου

- Καλά Κώστα, σε είδες καμία αλλαγή πάνω μου (σ.ς. πάει γυρεύοντας…)
- Αλλαγή;
- Δε βλέπεις διαφορά στα μαλλιά μου; Κουρεύτηκα!
- Α, ναι, τώρα που το λες!
- Λοιπόν, πώς σου φαίνομαι; (σ.ς. εξακολουθεί να πηγαίνει γυρεύοντας)
- Τι να σου πω, ήσουν που ήσουν όμορφη, ήρθες κ’ όταν έβρεχε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified