Further tags

Εκ του πολυτραγουδισμένου γαμοσλανγκοτέτοιου β' συστατικού -μούνα και του λαρδί, που σημαίνει «κομμάτι ζωικού λίπους, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό» (δες). Ετυμολογικώς το λαρδί αποτελεί αντιδάνειο: < μεσαιωνική ελληνική λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (ελληνιστική κοινή) λάρδος < λατινική lardum (=αλατισμένο/ παστωμένο κρέας) < αρχαία ελληνική λαρινός (=παχύς, λιπαρός).

Τη λέξη διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997) ως χρησιμοποιούμενη στην Άνδρο. Υποτίθεται ότι η ηρωίδα, η Μοσχούλα, ήταν σλανγκομούνα before it was cool και προσπαθούσε στα εφηβικά χρόνια της να κρυφακούει και να καταγράφει εν συνεχεία σλανγκιές, μεταξύ των οποίων και το λαρδομούνα.

Η σημασία της σλανγκιάς δεν μου είναι απολύτως σαφής. Αφενός φέρεται να σημαίνει μια γυναίκα που «έπιασε ξίγκι» στο μουνί της, λόγω πολυχρόνιας αγαμίας, -συνήθως επειδή ο άντρας της ήταν ναυτικός και έλειπε καιρό στα ξένα-, και που ωσεκτουτού είναι λιγωμένη για σεχ. Αφεδύο φαίνεται να συνδέεται γενικότερα με μια χοιρινή jouissance, να δηλώνει ζουμπουρλού με την καυλή έννοια ή λιπαρό και αφράτο μουνί. (Τα δύο βέβαια αλληλοσυμπληρώνονται). Ως γαμησιάτικο μπινελίκι χρησιμοποιείται και στη μοναδική του εμφάνιση στον γούγλη.

  1. Χίλιες σκούνες και μαούνες λιγωμένες λαρδομούνες (έκφραση που διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 101).

  2. Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί. (Ibid, σ. 24)

  3. Το πήρε κατάκαρδα που ο άντρας της, που θα ήταν τάχατες μαγκωμένος εσαεί στη φάκα της κιλότας της, δε θα γύριζε ποτέ, τζάμπα και ολόσωμο τάμα στη θαυματουργή εικόνα της Θεοσκέπαστης, ο άσωτος ένστολος σε στάση προσοχής, αραίωσε από μόνη της τις συγκεντρώσεις κι ένα απόγευμα ζήτησε συγγνώμη κι έκλεισε την πόρτα της, είχε χάσει οριστικά την ευρηματικότητά της σε ερωτόλογα και απαγορευμένα, σιωπηρά είχε παραδώσει τη σκυτάλη στη χήρα του Νικηφόρου που είχε κι αυτή περάσει προ πολλού το φράγμα των εκατό οκάδων, λαρδομούνα εκ γενετής μα με λιγότερο ταλέντο από της προκατόχου. (Ibid, σ. 130)

4. Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλές επικίνδυνες ράτσες. Επιγραμματικά θα αναφερθώ:
- στον τραγικό φορτηγατζή, ο οποίος έχει περισσότερο το νου το στο φραπέ που ισορροπεί πάνω στο τιμόνι, ενώ εστιάζει στο δρόμο μόνο και μόνο για να σφυρίξει σε οποιαδήποτε γυναίκα δει, θεωρώντας ότι κάθε γυναίκα αισθάνεται κολακευμένη και σίγουρα θα ανοίξει τη πόδια της για να τη γαμήσει ένας άπλυτος τύπος που οδηγεί φορτηγό αν της φωνάξει «μανούλι μου», «να ήμουν κιλότα με γλώσσα», «τι βυζόθρες είναι αυτές μανάρα μου», «κούνα την κωλάθρα σου λαρδομούνα μου» και άλλα εξίσου τρυφερά.

Στο 1.07 "το μουνί της Γεωργίας Βασιλειάδου πασαλειμμένο με λαρδί είναι άσχημο" ως ένα κλικ λιγότερο εμετικό από το απόλυτο ξερνάντερο. (από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψιψίνα, χαϊδευτικό για γυναίκα ναζιάρα-αγαπησιάρα, συχνά για το αίσθημα.

Τι κάνεις τσιτσίνα μου, πώς τα πέρασες σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «Ευγενειωτάκι» ή «Ευγενιωτάκι», που είναι υποκοριστικό του «Ευγενειώτης - Ευγενειώτισα» ή «Ευγενιώτης - Ευγενιώτισα» , που είναι ο/η κάτοικος της περιοχής-γειτονιάς «Ευγένεια» , στο Κερατσίνι. Η χρήση του υποκοριστικού υποδηλώνει χαρίεσσα διάθεση, συμπάθεια, οικειότητα ή στάση θετική και φιλική, λόγω της καταγωγής κάποιου από τη συγκεκριμένη περιοχή ή λόγω κοινής καταγωγής από τον ίδιο τόπο. Γενικώς αποφεύγεται να χρησιμοποιείται για ηλικιωμένους γιατί προκαλεί θυμηδία η ηλικία σε σχέση με το υποκοριστικό, εκτός κι αν λέγεται χιουμοριστικά ή σατιρικά. Μια άλλη χρήση της λέξης μπορεί να είναι για μικρά παιδιά ή εφήβους που κατοικούν στην Ευγένεια.

  1. - Τον ξέρεις αυτόν; - Ναι μωρέ, ευγενιωτάκι είναι κι αυτός, μένει στην πλατεία.

  2. Τα ευγενιωτάκια ραντεβού το Σάββατο στο πολιτιστικό κέντρο για το γλέντι μας.

  1. Είναι και τα δύο ευγενιωτάκια, άσχετο αν μένουν στα Μελίσσια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.

  1. Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!

  2. Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι εύκολη και γυρνάει με πολλούς άντρες.

  1. Ναι τη ξέρω, δεν κάνει για γάμο, είναι χωραφιάρα.

  2. Την είδα προχθές με τον νίκο και εχθές με τον παναγιώτη. Ε, μη δίνεις σημασία είναι χωραφιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμαχιάρης, ταμαχιάρα

Κάποιος που τρώει αλλά δεν παίρνει δύναμη, κάποιος που δεν αντέχει στη βαρειά δουλειά, κάποιος που δεν αποδίδει στη δουλειά, το ζώο που δεν είναι αποδοτικό σε γάλα.

Μην τον παίρνεις στη δουλειά, είναι ταμαχιάρης (δεν αποδίδει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουμπρέλα σημαίνει κάτι που κατασκευάστηκε λάθος, κάτι ασήμαντο, κάτι που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε χρησιμεύει σε κάτι.

Σημαίνει ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει κάτι σωστό.

  1. Τι είναι αυτός ρε, μεγάλος κουκουμπρέλας...

  2. Τι έφτιαξε πάλι; χαχα έφτιαξε μία κουκουμπρέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό ή παρατσκούκλι του Κώστα στα αρβανίτικα.

  1. Πού είσαι ρε κόκο, που χάθηκες;

  2. Έλα ρε κόκο και σε περιμένουμε ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπλυτος, συνήθως απεχθής άνθρωπος, που τις περισσότερες φορές τυχαίνει να είναι και παχύσαρκος και άσχημος...

- Ρε συ, πώς είναι έτσι αυτός...
- Ναι ρε! Ο Αλέξανδρος είναι ντόντος, βρωμάει από χιλιόμετρα μακριά.

Ντόντος ο εξαφανισθείς (από σφυρίζων, 09/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα αρβανίτικα.

Ενίοτε ως παρατσούκλι, συνθετικό σε μικρό όνομα, πχ. ο Κωτσιονταής.

  1. Για κοίτα ενα νταή.

  2. Μη περνιέσαι για νταής γιατί θα φας της χρονιάς σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified