Κατάρα, να μη χρονίσεις, να σε πιάσει πούντα και να πεθάνεις.
αντίθ: σπολάτη
Από Ανδρίτσαινα μεριά, δεν ξέρω γι' αλλού.
Που να μείνεις αχρόνιαγος και ξεπουντουλωμένος, παναθεμά σε!
Κατάρα, να μη χρονίσεις, να σε πιάσει πούντα και να πεθάνεις.
αντίθ: σπολάτη
Από Ανδρίτσαινα μεριά, δεν ξέρω γι' αλλού.
Που να μείνεις αχρόνιαγος και ξεπουντουλωμένος, παναθεμά σε!
Got a better definition? Add it!
Το εσωτερικό μέρος του γονάτου, το μαλακό.
Από Ανδρίτσαινα, αλλά λέγεται και αλλού. Δίνει κάποια χτυπήματα στον γούγλη.
- Α να χαθεί που φορά κοντή φούστα και φαίνεται η κλιτσινάρα της!
βλ. και πατάτα
Got a better definition? Add it!
Λενικό ή ελλενικό (χωράφι): Γόνιμο, μαξουλίδικο, βαλίδικο, ψωμερό, γεννηταρούδικο χωράφι.
Σε χρήση στην ύπαιθρο Χανίων και Ρεθύμνου.
[i]Προσοχή ετυμολογικά δεν προέρχεται από το ρώσικο Lenin!... αλλά σύμφωνα με το Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη από τη λέξη ελληνικό.[/i]
Ελλενικό χωράφι είναι και κάνει ό,τι κι ανε ντου βάλεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.
- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.
Got a better definition? Add it!
Ζάβαλης, -λη: Κακόμοιρος. Από το τούρκικο zavalli = ταλαίπος, καημένος.
Συνηθίζεται στη κλητική άναρθρα και λέγεται με αγαθή διάθεση. (Βλέπε Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη).
Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι σε καθημερινή χρήση στην Κίσσαμο κυρίως, αλλά όχι στον Αποκόρωνα,όπου, σύμφωνα με τη Μαρίκα Τζεράκη-Βλασσοπούλου (Η Τζαμπιώ στο μικρόφωνο, Χανιά 1978, Πρόλογος σελ.3), μπορεί να γίνει αιτία παρεξήγησης, καθώς νομίζει ο Αποκορωνιώτης ότι τον λες ζαβό, δηλαδή παλαβό.
Κάμε κι αλλιώς ανε μπορείς ζάβαλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γάγκλα ή γάγκλα, είναι η καμπύλη, η κύρτωση, η στροφή δρόμου. Το αρχαίο ουσιαστικό ζάγκλον που σημαίνει δρεπάνι, αναλύεται στο επιτατικό ζα- (όπως στο ζάπλουτος), στο θέμα αγκ, που σημαίνει κάμπτω (αγκ-ύλη, άγκ-υρα) και στο καταληκτικό επίθεμα -ον. Αλλά υπάρχει και μεταγενέστερος τύπος δάγκλον (πβ. το ησυχιανό «δάγκλον, δρέπανον» ). Από τους τύπους αυτούς, ζάγκλον και δάγκλον, παράγονται αντίστοιχα οι λέξεις ζάγκλα και δάγκλα, που σημαίνουν αυτή που είναι δρεπανοειδής.
Πβ. ότι το παλαιότερο όνομα της Μεσσίνης στη Σικελία ήταν Δάγκλη, ή Ζάγκλη, διότι, κατά Θουκυδίδη 96. 4,5), «δραπανοειδές το χωρίον εστί». Πβ. και το κρητικό ζάγλος, καθώς και το επώνυμο Δαγκλής, ιδίας παραγωγής. Συνών. κούρμπα.
Όλα τα παραπάνω είναι από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού ιδιώματος του καθηγητή Αντ. Ξανθινάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Τούτονα το κλαδί δε κάνει για κατσούνα, είναι ούλο γάγκλες.
βλ. και έκφραση «έχω γάγκλα», σε παρακάτω σχόλιο. Επίσης βλ. κορδέλες
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις ασθένειες και στις κακουχίες. Από το σκύλος και εντουρά (=αντοχή). Παρεμβάλλεται το ν για ευφωνία.
Στον Αποκόρωνα και στο Σέλινο. Από το Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.
Διάλε ντο κακό ντο πάθει, γιατί 'ναι σκυλονέντουρος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.
Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.
Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.
-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άρβαλος και αρβαλίδι: Στα Σφακιά έχει τη σημασία του θορύβου.
Ίσως από το μτγν. άρβηλο (από το δωρικό τύπο άρβαλος) που είναι το ξέστρο (ξυστρί) δερμάτων. Πβ. το κρητικό όνομα Αρβαλάκης. Η δημιουργία της λέξης προφανώς προήλθε από το θόρυβο που γίνεται με το ξύσιμο των δερμάτων.
Αυτά από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη.
Άμε να διώξεις τα κοπέλια γιατί κάνουνε μεγάλο άρβαλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ιταλογενής λέξη από το amore= έρωτας, σημαίνει την ερωμένη, την αγαπητικιά. Παλιά λέξη, την βρήκα στα Απομνημονεύματα του Ιωάννη Μακρυγιάννη να σημαίνει την παράνομη ερωμένη, την γκόμενα, ή παλλακή, ενώ ο Ηλίας Πετρόπουλος την δίνει στο Μπουρδέλο ως συνώνυμο της πουτάνας. Σήμερα σώζεται περισσότερο ως τοπικός ιδιωματισμός, την βρίσκουμε λ.χ. σε κερκυραϊκό λεξικό.
«Τον Δυσσέα τον έχω αντίζηλον, τον Αλέξη Νούτζο το-ίδιο, τον Παλάσκα δια το κέφι μου καλό είναι να χαθή, να κάμω την γυναίκα του μορόζα». Καθώς την έκαμε και την έχει ως την σήμερον μέσα-εις το σπίτι του σαν γυναίκα του. (Γράφει ο Μακρυγιάννης για τον Κωλέττη, δες).
Got a better definition? Add it!