Further tags

Σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου η κατάληξη της Γενικής Πληθυντικού -ων σχηματίζεται ως -ωνε. Από εκεί καθιερώθηκε στην σλανγκ, με την βοήθεια του Χάρρυ Κλυνν που προμόταρε τον ιδιωματισμό στον δίσκο «Μαλακά, πιο μαλακά» (αρχές '80ς).

Ταμείο Παρακαταθηκώνε και Δανείωνε.

Σύλλογος για τα Δικαιώματα των Ομοφυλοφίλωνε.

Ευρωπαϊκώνε προδιαγραφώνε.

(Παρακαλείσθε να προσθέσετε κι άλλα που υπέπεσαν στην αντίληψή σας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση, σαν να λέμε στα ελληνικά «τρόπος για να φωνάζεις κάποιον», τονιζόμενη όταν απευθύνεσαι:
  • Σε κάτι που ζυγίζει 1000 κιλά (ποσότητα του ενός τόνου), δυνητικά και έναν χοντρό άθρωπα. Π1.
  • Σε ένα ψάρι τόνο. Π2.
  • Σε έναν τόνοαπ' αυτούς που μπαίνουν στις λέξεις πάνω από φωνήεντα για να δείξουν ποια είναι η συλλαβή με την έμφαση. Π3.

    1. Αντωνυμία («τον») με αύξηση («-ε») ως γλωσσικός ιδιωματισμός (τον χάνει - τονε χάνει, ρώτησέ τον - ρώτησέ τονε). Σε αυτή την μορφή συναντάται συχνά:
  • Σε λαϊκές ρήσεις. Π4, 5.

  • Σε μαντινάδες κι άλλες στιχουργικές μορφές και άσματα. Π6.
  • Σε λογοτεχνικούς ιδιωματισμούς που απαγγέλλονται στα γήπεδα, αλλά ασφαλώς έχουν προεκτάσεις και στην καθομιλουμένη (μπινελίκι). Π7, 8.

Π1 - χοντρή:
Χοντρή από απέναντι αναφωνεί: Γιατί παρκάρετε παράνομα σκατόπαιδα, θα φωνάξω την αστυνομία!
Σκατόπαιδα: Ου ρε τόνε!!! Θα μας κλάσεις τα παπάρια θειά!!!

Π2 - ψάρι: Ψαράς κυνηγάει τόνους στο πέλαγο και αναφωνεί (στα ψαρίσια): - Έμπα στην κοιλίτσα μου καλέ μου τόνε.

Π3 - τόνος γραφής: Μες, κατά το μοντάρισμα, κρατάει το κεφάλι της απελπισμένη και αναφωνεί: - Αχ βρε τόνε, τόνε σε ποιο «πώς» είπε η iron να σε βάλω, στο ερωτηματικό ή στο αναφορικό, φακ!

Π4 - λαϊκή ρήση: «Καλώς τονε κι ας άργησε».

Π5 - λαϊκή ρήση: «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω».

Π6 - άσμα: Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στο ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε.

Π7 - μπινελίκι: «Θα τονε γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8 - γήπεδο: «Μην τον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μην του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τον, μάγκα τονε κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[σ.σ: Το λήμμα καταχωρημένο στα ποντιακά διότι έτσι ακούστηκε από τον γράφοντα.]

Η χαρούμενη φασαρία είναι η κατάσταση ενός γάμου, ενός αρραβώνα ή κάποιου άλλου ευχάριστου γεγονότος που, όταν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, δημιουργεί μια αναταραχή, μια αναμπουμπούλα, αλλά είναι χαρούμενο, παρ' όλες τις δυσκολίες, διότι έχει να κάνει με τις πιο αισιόδοξες στιγμές του ανθρώπου.

Για την φασαρία λοιπόν έχουμε:
- να γίνουν οι συνεννοήσεις με εκκλησίες, αυτοκίνητα, νυχτερινά κέντρα, ξενοδοχεία, μπομπονιέρες, νυφικά, φωτογράφους κλπ κλπ
- να γίνει η συνεννόηση με κουμπάρους
- να μαζευτούν οι συγγενείς
- να γνωριστούν άτομα που θα γίνουν συγγενείς
- να τηρηθούν χίλια-δυο έθιμα (εννοείται όχι μόνο από «υποχρέωση»)
- να ανταλλαγούν δώρα
- να ντυθεί ο γαμπρός και η νύφη ή, για άλλα συμβάντα, να ετοιμαστούν τέλος πάντων τα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστήσουν
- να γίνουν οι ακολουθίες, τα γλέντια και οι χοροί
- να προληφθούν τίποτα εντάσεις και παρεξηγήσεις
- να προσεχθούν από τους ψυχραιμότερους αυτοί που συγκινούνται («γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο δεν γίνεται»)

Για τα πρόσωπα που οργανώνουν και υφίστανται τα παραπάνω είναι σίγουρα μια τρομερά αγχώδης αναστάτωση (βλ. «όποιος δεν πάντρεψε κόρη και δεν έχτισε σπίτι δεν ξέρει τι θα πει ζωή»), που όμως, αν όλα πάνε καλά, αφήνει ευχάριστες αναμνήσεις, εξ ου και η έκφραση.

- Δέσκαλε, έλα ας πίνουμε έναν καφέν και τερούμε και το φλυτζάν!
- Έρχομαι κυρά-Ουρανία, νά 'σαι καλά!
- Α! Ντο ελέπω αδακά! Έναν χαρούμενον φασαρίαν!
- Δηλαδή;
- Τώρα σουμάδε ειν', παντριά εν', κατ' ελέπω, κατ' θα ίνετε αλλά κι ξέρω ντο θα έν' ατό. Μια φορά αγλήγορα θα σύρουμ' το χορόν!
- Χεχε, εσύ κάπου το πας, κάποια θέλεις να μου γνωρίσεις... Θα δούμε γιαγιά, μπορεί, ποιος ξέρει...
- Μ' ανασπαλείς να καλείς κι εμάς τη γεροντάδες!

[- Δάσκαλε, έλα να πιούμε ένα καφέ και να δούμε και το φλυτζάνι!
- Έρχομαι κυρά-Ουρανία, νά 'σαι καλά!
- Α! Τι βλέπω εδώ! Μια χαρούμενη φασαρία!
- Δηλαδή;
- Τώρα αρραβώνας [σημάδια] είναι, γάμος είναι, κάτι βλέπω, κάτι θα γίνει αλλά δεν ξέρω τι θα είναι αυτό. Πάντως, γρήγορα θα χορέψουμε!
- Χεχε, εσύ κάπου το πας, κάποια θέλεις να μου γνωρίσεις... Θα δούμε γιαγιά, μπορεί, ποιος ξέρει...
- Μη ξεχάσεις να καλέσεις κι εμάς τους γέροντες!]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαλέγω κάτι με μεγάλη λεπτομέρεια, δίνοντας τόση σημασία ωσάν να επέλεγα γαμπρό. Λέγεται στη Λάρισα.

- Το πιάνο μας, παρότι δεν είναι κάποια γνωστή μάρκα, το γαμπροδιάλεξε ο πατέρας σας. Έχει τον ήχο ενός kawai και το έπιπλο είναι εξαιρετικής ποιότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατημέλητος, ο σβαρνιάρης, αυτός που δεν δίνει σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση. Λαρισαϊκή λέξη.

Σημασία πρέπει να δώσουμε στην προφορά της λέξης: το σ με sh και το ι σχεδόν δεν ακούγεται, καθώς λέγεται ενοποιημένο με το α.

- Α, ρε σιάτρα! Βάλε παιδάκι μου τη φανέλα σου μέσα από το παντελόνι, να γίνεις άνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοράω τα καινούρια μου ρούχα με ανυπομονησία, αμέσως μόλις τα πάρω, χωρίς να κόψω καν την ετικέτα. Συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά που πήραν το δώρο της νονάς και λέγεται στη Λάρισα.

- Τη ρόκωσες την καινούρια σου μπλούζα ακόμα δεν την πήρες; Δεν πρόλαβα καν να στην πλύνω και να τη σιδερώσω βρε παιδάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλά... τα κοψίδια!

Στη λαρισαϊκή διάλεκτο.

- Θα πάμε Ραψάνη ρε για μπιτζιβίσια; Έχω πεθυμήσει παϊδάκια, κοκορέτσια, τας κεμπάπ και γαρδούμπες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Λάρισα, τσαγκαρσούλι είναι ένα αιχμηρό εργαλείο του τσαγκάρη με το οποίο ανοίγει τις τρύπες στα δέρματα για να περάσει την κλωστή που θα ραφτεί.

Συνεκδοχικά χρησιμοποιείται για να να δηλώσει τα μικρά εργαλεία ή γενικά τα μικροπράγματα.

- Φέρε μου δίπλα απ' τη ραπτομηχανή το κουτί με τα τσαγκαρσούλια, κόρη μου.
- Τί θες γιαγιά, να στο φέρω κατευθείαν να μην κουράζεσαι.
- Το ξηλωτήρι και τη δαχτυλήθρα παιδάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να κατευνάσω ένα αρνητικό συναίσθημα, το διασκεδάζω (ρήμα μεταβατικό), το ξεγελάω, γιατί αλλιώς δεν τη βγάζω. Κρητικός ιδιωματισμός.

«Τα βάσανά μου χαίρομαι, τις πίκρες μου γλεντίζω», κρητικό τραγούδι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται η φέτα (τυρί) και λέγεται πού αλλού; Στη Λάρ'σα!

- Θεία, τί να την κάνω 5 κιλά φέτα που μου έφερες; Θα μου χαλάσει.
- Βάλ' το στο γάρο κορτσούλι μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified