«Καρντάσης» και «καρντασάκι»:αδελφός, αδελφάκι απ' το τούρκικο kardash.
Χρησιμοποιείται στη Μακεδονία μεταξύ φίλων.
«Καρντάσης» και «καρντασάκι»:αδελφός, αδελφάκι απ' το τούρκικο kardash.
Χρησιμοποιείται στη Μακεδονία μεταξύ φίλων.
Δες και θεσσαλονικιώτικα.
Got a better definition? Add it!
Άχρηστος άγιος που δεν υπάρχει. Στη Θεσσαλονίκη πιστεύεται ότι καλύτερα να μην υπάρχει για το δικό του το καλό καθώς θεωρείται τσιράκι του Κόκκαλη και ερυθρόλευκος ιπτάμενος καραγκιόζης, και αν τον πετύχει κανείς θα του σπάσει το έλκηθρο γιατί έχει αθηναϊκές πινακίδες. Επιπλέον, η Θεσσαλονίκη έχει και Άι Δημήτρη που είναι και δικό μας παιδί, που είναι και ΠΑΟΚ.
-Ερυθρόλευκε άι Βασίλη, να πας στην Πάρνηθα με τους Αθηναίους τα πλουσιόπαιδα, που είναι το πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ. Τσιράκι του Κόκκαλη είσαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σωστό είναι: τι είναι φτούνα φτού... (αυτούνα αυτού κανονικά)...
αυτούνα / φτούνα = αυτά
αυτού / φτού = εκεί
Τι είναι φτούνα φτου που φόρεσες μωρή;
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που απαντάται κυρίως στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης για τον ολοστρόγγυλο, πεταχτό, σφιχτό γυναικείο κώλο.
- Μαλάκα 3 η ώρα! Τώρα! Τώρα!
- Πώπο μαλάκα φουσεκάκιτο μωροοοοοο!!!!
Got a better definition? Add it!
Η Μεσσήνη (πόλη του νομού Μεσσηνίας, Πελοποννήσου).
Αναφέρεται έτσι, κυρίως από τους ντόπιους και δη τους Καλαματιανούς. Η λέξη πιθανώς προκύπτει από το βούρκος + βουκόλος, επειδή παλαιότερα η πόλη είχε πολλά νερά (βούρκους) καθώς και κτηνοτροφικές μονάδες.
Βουρκόλοι, αναφέρονται και οι οπαδοί του Μεσσηνιακού, από αυτούς της Καλαμάτας -της πιο γνωστής ομάδος του νομού (υποτιμητικό σχόλιο, φυσικά).
- Θα πέσετε ρε, και τότε θα σας πετύχουμε και θα σας ρίξουμε 3 μπαλάκια για προθέρμανση, μόνο! (προς οπαδό της Καλαμάτας aka Μαύρη Θύελλα) - Αντ' από 'δω χάμω ρε Βουρκόλε.... Ανέβα κατηγορία και μετά έλα να μου μιλήσεις.
- Μαλάκα, έσκασε στο ΤΕΙ ένα πιπίνι, έμαθα είναι από τη Βουρκολία!
- Άντε ρε, καλή φάση...
Got a better definition? Add it!
Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.
Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).
...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;
...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)
Got a better definition? Add it!
Αυνανίζομαι, βαράω μαλακία, στην Πατρινή διάλεκτο (βλ. μινάρας)
Ρε, σταματήστε να μιναρίζετε και πάμε κάπου.
Got a better definition? Add it!
Ο Πατρινός γενικότερα, λίγο υποτιμητικά, αλλά χωρίς να υποδηλώνει την έννοια του μαλάκα (που είναι η σημασία του μινάρας).
- Πού πας το ΣΚ;
- Στην Πάτρα, να δω τους Μινάρες.
Got a better definition? Add it!
Στα βορειοελλαδίτικα, ο Αθηναίος. Προέρχεται από το χάμω δηλαδή κάτω.
-Μεθαύριο θα κατέβω Αθήνα.
-Πού μωρέ, στους χαμουτζήδες;
Got a better definition? Add it!