Ο άπλυτος, συνήθως απεχθής άνθρωπος, που τις περισσότερες φορές τυχαίνει να είναι και παχύσαρκος και άσχημος...
- Ρε συ, πώς είναι έτσι αυτός...
- Ναι ρε! Ο Αλέξανδρος είναι ντόντος, βρωμάει από χιλιόμετρα μακριά.
Ο άπλυτος, συνήθως απεχθής άνθρωπος, που τις περισσότερες φορές τυχαίνει να είναι και παχύσαρκος και άσχημος...
- Ρε συ, πώς είναι έτσι αυτός...
- Ναι ρε! Ο Αλέξανδρος είναι ντόντος, βρωμάει από χιλιόμετρα μακριά.
Got a better definition? Add it!
Το φορτίο που φορτώνεται άνθρωπος συνήθως.
Εζαλώθηκα τα ξύλα στη πλάτη και πήρα το δρόμο για το σπίτι.
- Πόσες ζαλιές έχεις φέρει μέχρι τώρα; - Έφερα 3 ζαλιές ξύλα.
Got a better definition? Add it!
Κάνω βόλτες.
Πού γκεζέραγες ρε και δεν ήρθες στο σπίτι για φαΐ;
Έχεις πυρετό; Ποιος ξέρει που γκεζέραγες και κρύωσες!
Got a better definition? Add it!
H βουή είναι το βουητό σε γένος θηλυκό.
Μεταφορικά, είναι κάποιο άσχημο νέο.
Άμα δεν κάνεις ό,τι σου λέω, θα σου έρθει η βουή (= θα φας ξύλο)
- Τα έμαθες τα νέα;
- Τα έμαθα, μου ήρθε η βουή (ήρθαν άσχημα νέα).
Got a better definition? Add it!
Χουγιάζω σημαίνει ότι αποδοκιμάζω κάποιον για κάτι που κάνει, φωνάζω σε κάποιον για κάτι που έκανε.
- Πού είσαι ρε θεία, σε περιμένουμε τόση ώρα. Μη με χουγιάζουτε ρε παιδιά, κάτι μου έτυχε και άργησα.
- Όλο με χουγιάζουν εκείνα τα παιδιά. - Μην τη χουγιάζουτε γιατί άμα τη χάσετε τότε θα καταλάβετε πόσο σας λείπει.
Got a better definition? Add it!
Μούρτσα = νωρίς το πρωί.
Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.
Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.
Got a better definition? Add it!
Ο λεβέντης στα αρβανίτικα.
Ενίοτε ως παρατσούκλι, συνθετικό σε μικρό όνομα, πχ. ο Κωτσιονταής.
Για κοίτα ενα νταή.
Μη περνιέσαι για νταής γιατί θα φας της χρονιάς σου.
Got a better definition? Add it!
Μια στρογγυλή (ωοειδής) πέτρα, συχνά βότσαλο, που την έβαζαν στα κοτέτσια, για να συνηθίσουν οι κότες στο κλώσημα, χωρίς να σπάσουν το κανονικό αυγό, ή όταν τους το είχαν πάρει.
Συνεκδοχικά κάτι μικρό στρογγυλό και σκληρό (δηλ. ό,τι έχει τις ιδιότητες του πρόσβολου).
Πιθανώς ίδια ρίζα ή και έννοια με το πρέσβελο.
Στο Animal Planet έδειξε ένα φίδι που μπήκε στο κοτέτσι κι έφαγε το πρόσβολο.
Σφιγγόμουν μιάν ώρα κι έβγαλα ένα πρόσβολο.
Σαν πρόσβολα μου γινήκαν απ' το κρύο.
Got a better definition? Add it!
Η βρωμιά (αρβανίτικα).
Σχετικό το επίθετο σκαρτσίλης: βρωμιάρης.
Για δες το σακκάκι του, έχει δυο δάχτυλα σκάρτσα επάνω.
Got a better definition? Add it!