Further tags

Το γρήγορο τρέξιμο. Πολύ συνηθισμένη λέξη παλιότερα στη Πάτρα. Σχετικό ρήμα: πιλαλάω. Παράγωγο η κωλοπιλάλα, δηλ. το τρέξιμο με ζόρι και γενικότερα η βιασύνη.

Έκανα μιά πιλάλα για να προλάβω το λεωφορείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρασέρνω.

Πάτρα: Πανικός στου Τσολιά- Πήρε μπροσταριά 4 άτομα που βρίσκονταν σε καφετέρια πάνω στο πεζοδρόμιο (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα κερκυραϊκά, αλλά και στη Δυτική Πελοπόννησο λέγεται έτσι ο τενεκές, κυρίως αυτός που βάζουμε το ελαιόλαδο.

  1. Άμα έρθεις από το χωριό φέρε μας και μια λάτα ελαιόλαδο.

  2. Πάρε μου και ένα λατάκι κοκακόλα άμα περάσεις από το περίπτερο.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα κουτσομπολιά, τα επικίνδυνα και δολοφονικά, και συκοφαντικά, που προκαλούν προβλήματα. Λέγεται στην Καρδίτσα, αλλά και αλλού.

Κάθε μέρα βλέπει τις μεσημεριανατζούδες για να ακούσει τα τελευταία μαναφούκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που υπάρχει στην Κέρκυρα για τον υπνάκο, το nap που λένε οι Άγγλοι, κυρίως τον μεσημεριανό ύπνο. Λέγεται και μπιζιλότο και βγαίνει από το βενετσιάνικο pisoleto ή κατά άλλους από το ιταλικό pisolo ή pisolino.

  1. Όσο κρατούσε το πανηγύρι, έριχναν κι ένα μπουζελότο κάτω από τον βαθύ ίσκιο μιας ελιάς.

  2. Έτσι που πήρε το μπουζελότο του με τον κώλο τούρλα γέλαγε ο κόσμος μαζί του.

Got a better definition? Add it!

Published

Γκάβαλο είναι τα περιττώματα των αλόγων και γαϊδουριών και μουλαριών. Όπως και η γκαβαλίνα ή καβαλίνα προέρχεται από το λατινικό caballinus (άλλοι τύποι: καβελίνα, καβαλντίνα, καβαλτίνα, γαβαλίνα). Το γκάβαλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ακαθαρσίες, όπως της μύτης.

Γκάβαλος είναι ο σκατάς, ο σκατάνθρωπος, ο κουράδας, ο ηλίθιος, ο βλάκας. Αυτή η σημασία υπάρχει στη Μεσσηνία, για αλλού δεν ξέρω. Και πολλά επώνυμα προέρχονται από αυτή τη ρίζα.

Με τέτοιο γκάβαλο που έμπλεξες, και λίγα έπαθες!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μίζερος, ο μονόχνωτος, ο στριμμένος, που προφητεύει όλο κακά. Λέγεται στην Πελοπόννησο.

Είναι που είναι η κρίση, έχουμε και τον κακοΐσκιωτο τον ξάδερφό σου, μας έχει κάνει την καρδιά περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ξύλινο παγούρι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

αλλά, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο:

  1. νεόκοπη έκφραση των νεαρών (από το μπούλης και κούκλος) για τον κούκλο άντρα που είναι όμως και λίγο μπούλης, είναι δηλ. θεός, μουνάρα, αλλά δεν έχει τόση αντρίλα (ακόμα ή ποτέ) και έχει πίσω-πίσω ένα μπουλέ χμου -που οκ, δεν μας χαλούλου.

Ωραίο παιδί ο Μαρτάκης, μπούκλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άγιωμαν: το σκούριασμα (κυπριακίζειν).

Άγιωσεν το ποήλατον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, ο παραμυθάς, εκ της λέξης πατσάρι που, στο ιδίωμα των Ιωαννίνων, σημαίνει ψέμα.

Βλ. και πατσαρδέ.

Πάσα (Δ.Π.): Craftsman.

  1. Το τι …πατσιάρια ρίχνουν, δεν περιγράφεται. Και οι αθεόφοβοι τα ίδια πατσιάρια τα λένε και μεταξύ τους. Ρε αυτοί αλληλοκοροϊδεύονται στην ψύχρα και κοιτάζονται στα μάτια σαν απολιθωμένα. Αν τους ακούσετε, σίγουρα θα ξεράσετε από τις …πλάτες. Ο πρώτος μπορεί να πει ότι χτύπησε …αγριογούρουνο στο φτερό, και ο δεύτερος ότι έσπασε το καμάκι του πάνω στην …αθερίνα. Γι’ αυτό προσέξτε τι θα πείτε και μακριά από τα ..πατσιάρια.

  2. [...] Φίλοι, πατσάρια λένε οι γιαννιώτες τα μεγάλα ψέμματα. Από εκεί προέρχεται και η λέξη πατσαριανός. Δηλαδή κάτι σαν ... gianniotis. Άντε και πάλι καλώς όρισες και καλόν χειμώνα πατσαριανέ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified