Αυτός που αλλού πατάει και αλλού βρίσκεται. Ο ατσούμπαλος στο βάδισμα.
- Κοίτα την πώς πάει. Σαν απατουόπατας.
- Εμ, 1.50 δε μπορεί να πατήσει ούτε με παντούφλες, ήθελε και είκοσι πόντους τακούνι.
Αυτός που αλλού πατάει και αλλού βρίσκεται. Ο ατσούμπαλος στο βάδισμα.
- Κοίτα την πώς πάει. Σαν απατουόπατας.
- Εμ, 1.50 δε μπορεί να πατήσει ούτε με παντούφλες, ήθελε και είκοσι πόντους τακούνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γρήγορο τρέξιμο. Πολύ συνηθισμένη λέξη παλιότερα στη Πάτρα. Σχετικό ρήμα: πιλαλάω. Παράγωγο η κωλοπιλάλα, δηλ. το τρέξιμο με ζόρι και γενικότερα η βιασύνη.
Έκανα μιά πιλάλα για να προλάβω το λεωφορείο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παρασέρνω.
Πάτρα: Πανικός στου Τσολιά- Πήρε μπροσταριά 4 άτομα που βρίσκονταν σε καφετέρια πάνω στο πεζοδρόμιο (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Στα κερκυραϊκά, αλλά και στη Δυτική Πελοπόννησο λέγεται έτσι ο τενεκές, κυρίως αυτός που βάζουμε το ελαιόλαδο.
Άμα έρθεις από το χωριό φέρε μας και μια λάτα ελαιόλαδο.
Πάρε μου και ένα λατάκι κοκακόλα άμα περάσεις από το περίπτερο.
Got a better definition? Add it!
Τα κουτσομπολιά, τα επικίνδυνα και δολοφονικά, και συκοφαντικά, που προκαλούν προβλήματα. Λέγεται στην Καρδίτσα, αλλά και αλλού.
Κάθε μέρα βλέπει τις μεσημεριανατζούδες για να ακούσει τα τελευταία μαναφούκια.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που υπάρχει στην Κέρκυρα για τον υπνάκο, το nap που λένε οι Άγγλοι, κυρίως τον μεσημεριανό ύπνο. Λέγεται και μπιζιλότο και βγαίνει από το βενετσιάνικο pisoleto ή κατά άλλους από το ιταλικό pisolo ή pisolino.
Όσο κρατούσε το πανηγύρι, έριχναν κι ένα μπουζελότο κάτω από τον βαθύ ίσκιο μιας ελιάς.
Έτσι που πήρε το μπουζελότο του με τον κώλο τούρλα γέλαγε ο κόσμος μαζί του.
Got a better definition? Add it!
Γκάβαλο είναι τα περιττώματα των αλόγων και γαϊδουριών και μουλαριών. Όπως και η γκαβαλίνα ή καβαλίνα προέρχεται από το λατινικό caballinus (άλλοι τύποι: καβελίνα, καβαλντίνα, καβαλτίνα, γαβαλίνα). Το γκάβαλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ακαθαρσίες, όπως της μύτης.
Γκάβαλος είναι ο σκατάς, ο σκατάνθρωπος, ο κουράδας, ο ηλίθιος, ο βλάκας. Αυτή η σημασία υπάρχει στη Μεσσηνία, για αλλού δεν ξέρω. Και πολλά επώνυμα προέρχονται από αυτή τη ρίζα.
Με τέτοιο γκάβαλο που έμπλεξες, και λίγα έπαθες!
Got a better definition? Add it!
Ο μίζερος, ο μονόχνωτος, ο στριμμένος, που προφητεύει όλο κακά. Λέγεται στην Πελοπόννησο.
Είναι που είναι η κρίση, έχουμε και τον κακοΐσκιωτο τον ξάδερφό σου, μας έχει κάνει την καρδιά περιβόλι!
Got a better definition? Add it!
αλλά, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο:
Ωραίο παιδί ο Μαρτάκης, μπούκλος!
Got a better definition? Add it!
Το άγιωμαν: το σκούριασμα (κυπριακίζειν).
Άγιωσεν το ποήλατον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified