Further tags

Ρετρό σλανγκ εποχής. Το χρησιμοποιούσαν οι ευπατρίδες του μεσοπολέμου αντί για «στ' αρχίδια μου» ―καθώς αρχίδιον, σλανγκιστί, θα μπορούσε να αποτελεί υποκοριστικό του αρχή.

Φευ όμως, το προσφιλές αρχίδι στην πραγματικότητα ετυμολογείται εκ του ορχίδιον, το οποίο είναι υποκοριστικό του όρχις.

- ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ: Τοιούτον άρθρον δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις! Εξίσταμαι!
- ΙΩΝ: Ε, ξύσ' τα μου! Όσα λες τα αναγράφω εις τα υποκοριστικά της αρχής μου!

Επίσης, βλ. μπλογκ διαταραγμένου αγριοχρίστιανου Μαρξ & Σπένσερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που εμμέσως πλην σαφώς παραπέμπει σε μαλάκα! / μαλάκω!

Το εκστομίζεις όποτε βρεθείς αντιμέτωπος με κάποιο γελοίο υποκείμενο που προβαίνει σε θρασύτατη μαλακία ή πουστιά, όπως π.χ. να σφηνωθεί πρώτος στην ουρά κάποιοας δημόσιας υπηρεσίας, να παρκάρει την Cayenne του μπροστά από ράμπα αναπήρων, κοκ. Ενός κραξίματος μύρια έπονται, αλλά το αυτί του ωραίου σπάνια ιδρώνει: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας...

- Λάουρα έμαθες τι έκανε ο Βαγγέλας; Πήγε και κάρφωσε το Pierre στην αστυνομία, και τον απελάσουν ήδη στην Cote d’Ivoire!
- Ωραίος ο παίκτης, Λίλιαν! Ήθελε τον Πέρι όλο για τον εαυτό του η παλιο-λινάτσα !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ψεύτης, αλλά στο πιο κυριλέ / αρχαιοπρεπές, προσφέρει κύρος στον λόγο μας και δείχνει ότι έχουμε επίπεδο.

Το λήμμα είχε χρησιμοποιηθεί στην προδικτατορική Βουλή από τον βουλευτή της Αριστεράς Ηλία Ηλιού.

- Σεις ήρξατε πρώτος χειρών αδίκων...
- Μα τι λέτε, είσθε ένας συκοφάντης, ένας ...ένας ψεύστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρωχημένη λέξη «χτικιό» είναι η γνωστή φυματίωση. Η λέξη χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι αρχές του '60, όταν η ασθένεια θέριζε. Γνωστό συνώνυμο ήταν το «φθισικό». Μεταφορικά το χτικιό είναι η ταλαιπωρία, η κούραση. Χτικιάρης συνεπώς είναι ο ταλαιπωρημένος και αδυνατισμένος, ωσάν να έχει χτικιό, δηλ. ο φυματικός.

  1. Κείμενο από το διαδίκτυο:

Τότε ήταν η εποχή που πήγαινε μόνος του στο γήπεδο. Είχε γραφτεί και σε σύνδεσμο. Όχι όποιον και όποιον. Cockneys με το όνομα που στεγάζονταν τότε στην Μενάνδρου με αρχηγό τον Στέφανο. Έναν άνθρωπο με παλάμες κουπιά. Ψηλός και γεροδεμένος. Αντίθετα με τον κολλητό του τον Μπλάκυ που ήταν χτικιάρης και κοντός με σάπια δόντια από τα «σιρόπια». Και μια φαγωμένη μύτη από «σκύλο» κατά τα λεγόμενά του.

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

Παλικάρια το έκοψα εδώ και τρία χρόνια και βρήκα την υγειά μου.Σηκωνόμουν το πρωί κι έφτυνα σα χτικιάρης. Η μεγάλη βελτίωση ήταν στην όσφρησή μου πρώτα δεν ξεχώριζα τις διάφορες μυρωδιές τόσο άνετα όπως κάνω τώρα. Έχω πάρει μια χαρά που δε λέγεται.

Βλ. και σχετικό λήμμα χτικιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και τα καντήλια, είναι οι βρισιές, κατάρες που ξεστομίζει κάποιος και πιάνει τα θεία στο στόμα του.

Συνηθισμένη τακτική του νεοέλληνα που βρίζει για τον παραμικρό (ασήμαντο) λόγο.

Χτες κόντεψα να τρακάρω με έναν ηλίθιο που μου πετάχτηκε από STOP και επειδή του κόρναρα να προσέχει, άνοιξε το παράθυρο και με άρχισε στις χριστοπαναγίες, ο άχρηστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται και με το ρήμα «κατεβάζω», όπως ακριβώς και οι χριστοπαναγίες. Εξ αιτίας του γεγονότος ότι όλες οι θεμελιώδεις έννοιες του είδους έχουν αναλυθεί εδώ και μάλιστα εξονυχιστικότατα, ας επικεντρωθούμε στις δευτερεύουσες αναζητήσεις.

  1. Το παρολίγον χριστοκάντηλο:

Γαμώ τον Χριστό...φορο Κολόμβο, κατά περιπτώσεις συνεχιζόμενο με το «που ανακάλυψε την Αμερική», ιδίως όταν θέλουμε να σπάσουμε την τηλεόραση μετά από το Zito i ellas του Ομπάμια. Αξιοσημείωτη η απόλυτη ομοιότητα με την ιταλική φράση «porco cristo...foro colombo» με ίδιο ακριβώς τονισμό. Λοιποί ελιγμοί του ιδίου στυλ: γαμώ την Παναχαϊκή μου (ή και γαμώ την Παναχαϊκή Πατρών για τους παλαιότερους), γαμώ την πανακόλα, γαμώ την πανα...γείωση (ακουστικός ελιγμός).

Εκ των λατέρνατιβ εκδοχών έχουμε:

  1. Οι άγιοι

Οι άγιοι, εκτός από της ημερολογιακές / εορτολογικές τους χρήσεις, μνημονεύονται προ κάθε είδους ατυχίας. Το γεγονός της απόδοσης ευθυνών στο ανώτερο θείο προ κάποιας μερφοκατάστασης είναι ευθέως συνδεόμενο με τους αρχαίοι ημών και τα ρέστα, και τους ολύμπιους με τα ανθρώπινα πάθη, τις έριδες και τις εμπάθειες. Και εδώ όμως, επειδή οι σύγχρονοι φωτοστεφανωμένοι και εξ ορισμού αλάνθαστοι χαναναίοι έποικοι του Ολύμπου, πολλές φορές εκτός από σέβας και φόβο, εμπνέουν και δείμο, ο κατεβάζων το αγιοκάντηλο ελίσσεται, προ των πυλών της κολάσεως. Κυρίως με την χρήση των φλώρικων δυτικών σχισματικών αγίων. Γαμώ τον Άγιο Βερνάρδο / Φερδινανδο κλπ.

  1. Το μουνί και το ρυμουλκούμενο φορτίο του

Ως γνωστόν, αν στη ζωή πάρεις μηδέν, θα φταίει μια γυναίκα. Και επειδή το κακό παράδειγμα το έδωσε η Εύα, δεν θα μπορούσε να μην έχει την τιμητική της. Εκτός από το καυλαντάδικο και ελαφρώς άσχετο «Εύα, Εύα, στην πούτσα μου ανέβα», που βεβαίως αναφέρεται στον διάχυτο αμαρτωλό και απαγορευμένο ερωτισμό του ονόματος (που, για κάποιο λόγο, ουκ ολίγες φορές συνδυάζεται και με εξίσου κολάσιμο πακέτο σώμα-φάτσα-φωνή), η κυρία αυτή αποτελεί τον δέκτη του εκνευρισμού όλων των (νεο)ταλαιπωρημένων. Εδώ η Εύα δεν επιδέχεται ελιγμών καθώς δεν είναι εκδικητική ούτε τιμωρός, ούτε γενικώς μπορεί να ρίξει φωτιά να μας κάψει, ό,τι μαλακία μπορούσε να κάνει την έκανε στο μακρινό παρελθόν. Για λόγους σπασίματος της μονοτονίας όμως, η Εύα μπορεί να αντικατασταθεί με διάφορες άλλες κατεξοχήν κόρες στρατηγού και χαμηλοβλεπούσες, που ενέχουν όμως κάποιες καλά κεκαλυμμένες χάρες. Ενδεικτικά: γαμώ το μουνί της Ευανθίας / της Ευτέρπης / της Καλλιρρόης.

(γουγλοκάντηλα...)

  1. Με εχει πιασει το πνευμα των χριστογεννων γι'αυτο θελω να ζητησω μια συγγνωμη για τα χριστοκαντηλα που σου εσουρα την αλλη φορα. Αλλα μου ειχες σπασει τα νευρα αδερφακι μου.....

  2. ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΠΩΣ ΚΑΝΩ quote ΓΑΜΩ ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΤΗΣ ΕΥΤΕΡΠΗΣ !!

  3. ''Γαμιέται ο Δίας.....και το μουνί της Ευανθίας''

  4. Γαμω τον αγιο Οθωνα μου,γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος, ο γέρος, ο μπάρμπας, αυτός με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο στο σαπούνι, ο υπερήλικας, γενικά όποιος είναι σε πολύ άσχημη φυσική κατάσταση.

- Κοίτα το χούφταλο με το πιπίνι. Αυτός ρε φίλε είναι με το ένα πόδι στον τάφο...
- Έτσι είναι φίλε μου, βλέπεις τι κάνει το χρήμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified