Μέρος του γεννητικού αντρικού οργάνου. Οι άνθρωποι που φέρουν ένα αρχίδι λέγονται μονόρχεις (ή τζούφιοι).
Το αρχίδι εμφανίζεται επίσης σε δέκα μορφές:
- ως βρώσεως σημαντικό
- ως ορεκτικό
- ως κλάσεως σημαντικό
- ως δηλωτικό ποιότητας: α. επαινετικό β. υποτιμητικό
- ως εξάσκηση του ξυστό
- ως δηλωτικό δυσαρέσκειας
- ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός
- ως δηλωτικό θάρρους
- ως δικηγορική υπόθεση- ως απάντηση
 
- Φάε ένα αρχίδι.
  
  - Τσίμπα ένα αρχίδι.
- Κλάσε μου τ' αρχίδια.
 4α. Διευθυντής μ' αρχίδια.
 4β. Αρχίδια διευθυντής.
- Ξύσε μου τ' αρχίδι.
- Πήραμε τ' αρχίδια μας.
- Για κοίτα το αρχίδι.
- Ο τύπος έχει αρχίδια.
- Αρχίδια υπόθεση είναι αυτή.
 
- - Πήρες τη δουλειά; - Αρχίδια...
