Further tags

Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...

- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του κάγκουρα -βλέπε λήμμα- που παρεπιδημεί στην Κρήτη. Χαρακτηριστικά:οδηγεί μηχανάκι, συνήθως παπί βελτιωμένο (κωλοφτιαγμένο) χωρίς εξάτμιση -ή με πυροσωλήνα-, χωρίς καθρέφτες και κράνος. Έχει λάστιχα πολύ μικρά στον πίσω τροχό για να τρέχει πιο γρήγορα, νικελωμένο πλαίσιο και δισκόφρενα μπρος-πίσω. Έχει προσβλητική / υποτιμητική σημασία, ιδίως στη φράση «φύγετ' από δω κωλόσβουροι!»
Ηλικία: από 12 έως 20 max

Στάση οδήγησης: σε παπί, με το δεξί μόνο, το αριστερό χέρι παράλληλα, κολλημένο στο σώμα.

Τρόπος οδήγησης: πάντα μαζί με άλλα τρία τέσσερα μηχανάκια, κάνουν σφήνες, σούζες, κόντρες μεταξύ τους και με οτιδήποτε άλλο όχημα είναι εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, δεν σταματούν για κανέναν λόγο (πχ. πεζός, γέρος κλπ), προσπερνούν από δεξιά, «γράφουν» στην άσφαλτο με φρεναρίσματα.

Σκοπός ύπαρξης: κανένας συγκεκριμένος, να κάνουν φασαρία με γκαζιές και εξατμίσεις, κατά προτίμηση βραδινές ώρες και μέσα σε στενούς δρόμους, και να ενοχλήσουν τους μεγαλύτερους.
Είναι εύθικτοι στις παρατηρήσεις και βάζουν καυγά αν είναι σε αναλογία 5 σβούροι προς 1 και πάνω.

υποκοριστικό: σβουράκι, το, σβουράκια, τα
συνώνυμο: κωλόσβουρος
η κοπέλα τους, που κάθεται πολλές φορές πίσω στη σέλλα: σβουρογκόμενα

- Σε αυτό το μαγαζί δε λέει να κάτσει κανείς έξω γιατί περνάνε συνέχεια κωλόσβουροι και κάνουν φασαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του βλάκα στη Ρόδο, στην τοπική διάλεκτο.

Ρε συ ο Τσαμπίκος πολύ χλωρός, όλο βλακείες κάνει...

%

Βλ. και Τσαμπικία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.

— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που άκουσα από την γιαγιά μου και μεταφράζεται ως αυτός που κουνάει τον κώλο του δεξιά και αριστερά, σαν καμπάνα, όταν περπατάει.

Για τηράτε τον μουρλοθοδωρή τον καμπανόκωλο, πως τον πάει τον κώλο του πέρα δώθε ο άτιμος. Ου στου διούλου...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βρισιά από τη Δ.Κρήτη. Το κερατάς εδώ δεν έχει την έννοια του ρούντολφ, αλλά του καθάρματος, του παλιάνθρωπου κλπ.

Αυτό που είναι το περίεργο φυσικά είναι αυτό το «μπίνι» (το γράφω με την πιο απλή ορθογραφία) το οποίο δεν έχω ακούσει σε καμία άλλη περίπτωση, να συνοδεύει κανένα άλλο όνομα. Προφανώς είναι επιτατικό, και αναρωτιέμαι αν μπορεί το ντιπ που στην Κρήτη λέγεται «ντίπι» να έχει παραφθαρεί τόσο.

Αν κανείς γνωρίζει, εικάζει...

- Θα τονε δέσεις μωρέ συ το σκύλο, γ-ή θα μου κυνηγά τσι θυγατέρες να τσι δαγκάσει κιαμιάν ώρα...;
- Στ' αρχίδια μου οι κόρες σου...
- Μωρέ μπίνι κερατά, έβγα όξω να δεις ποιος έχει αρχίδια και ποιος δεν έχει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Ροδίτες τους εσωτερικούς μετανάστες από την Σύμη οι οποίοι φαίνεται ότι, λόγω της έλειψης νερού στο άνυδρο νησί τους, δεν έπλεναν τα μούτρα τους και κυκλοφορούσαν με τις τσίμπλες στα μάτια.

- Αϊ πλύσου, ρε τσιμπλιάρη Συμιακέ... μην κάνεις οικονομία στο νερό... στη Ρόδο είσαι, όχι στο ξερονήσι σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιγότερο γνωστή μετάλλαξη του μαλακιστηριού.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του:

  • Προκαλεί συχνότερα γέλωτα,
  • Χρησιμοποιείται και από άτομα μέσης ηλικίας,
  • Κάνει ομοιοκαταληξία με τις λέξεις μύδι, στρείδι, αρχίδι και απίδι,
  • Ταιριάζει άψογα σε παιδιά μικρής ηλικίας αλλά και σε γέροντες.
  1. - Μάνα πεινάω.
    - Περίμενε και σε λίγο θα φάμε βρε μαλακίδι!

  2. (Απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος διέπραξε κάποια ανόητη και ασυγχώρητη ζημιά, π.χ. έχυσε τον φραπέ του.)
    - Τι έκανες εκεί ρε μαλακίδι ανιστόρητο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.

- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified