Τόσο αδερφή που δεν πάει άλλο.
- Κοίτα που μας έγινε γκέι και ο Τάκης!
- Γκέι;;; Χα! Αυτός είναι μια καράπουστα του κερατά!
Τόσο αδερφή που δεν πάει άλλο.
- Κοίτα που μας έγινε γκέι και ο Τάκης!
- Γκέι;;; Χα! Αυτός είναι μια καράπουστα του κερατά!
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.
-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...
Got a better definition? Add it!
Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.
- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...
Got a better definition? Add it!
βλ. και χριστιανοσλάνγκ
Got a better definition? Add it!
Ο νεαρός πούστης (πούστης + παιδαρέλι).
Κοίτα κούνημα το πουσταρέλι. Ε, ρε και να σε έβλεπε η μάνα σου.
Got a better definition? Add it!
Βλέπε καραλέσβιο, το.
- Κοίτα τη λεσβόγκα μουστάκι που έχει.
- Εμ βέβαια, στο αίμα της κυλάει πιο πολύ τεστοστερόνη από τους δυο μας μαζί....
Σχετικά: λεσβολιδοσκοπώ, λεσβία από κούνια, αρσενικιά, τζιβιτζιλού, τριβίδι, μπιφτεκού
Got a better definition? Add it!
Ο νεαρός πούστης. Ή ο μεσήλικας πούστης που συνεχίζει να νεανίζει προς άγραν πελατείας.
Ο κοινός πούστης που για αυτόν οι άλλοι έχουν το πρόβλημα και όχι ο ίδιος. Άνθρωπος που δεν εξηγείται αντρίκια.
Κοίτα πόσα πουστρώνια μαζεύτηκαν μεσημεριάτικα στο Κολωνάκι.
Πρόσεχέ τον νέο είναι μεγάλο πουστρώνι... θα σε δώσει στον προϊστάμενο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθετο: αλήτης + πούστης. Δηλαδή, πούστης (αδελφή, πισωγλέντης, ντιγκιντάγκας, κουνίστρα, η τρύπα της ακολασίας κλπ) που φέρεται σαν αλήτης (χαμίνι, ζήτουλας, χεράκιας κλπ).
- Πολύ αλητόπουστας ο ξυπόλυτος. Δεν τον μαζεύουνε να ξεβρωμίσει η πλατεία;
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.
Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.
- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.
Got a better definition? Add it!
Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.
Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified