Further tags

Μιαρά στην Κρήτη είναι τα ανωφελή ζωύφια, το ζούδια, κατεξοχήν τα έντομα, αλλά και γενικά τα μικρά ζώα μέχρι το μέγεθος και της νυφίτσας (κρητικές ονομασίες για τα συναφή ζώα: ζουρίδα, καλογιαννού) στις πιο διασταλτικές χρήσεις του όρου (ο άρκαλος λ.χ. είναι υπερβολικά μεγάλος για μιαρό, ο σκαντζόχοιρος -ή κατσόχοιρος- όμως όχι). Εξαιρούνται σαλιγκάρια, πουλιά, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, περιλαμβάνονται τα μικρά φίδια, οι σαύρες και τα αμφίβια (αν συνεχίσω την κατηγοριοποίηση θα θυμίσει μάλλον το Celestial Emporium of Benevolent Knowledge).

Ειδική περίπτωση το σαμιαμίδι ή σαμάμιθας, το οποίο αν και μιαρό (όπως αναφέρει και ο Χότζας) είναι επωφελές σε παραλίμνιες, παραποτάμιες και ελώδεις περιοχές (ως πιτσιρικάς σε επίσκεψη σε χωριό κοντά στη λίμνη του Κουρνά είχα εντυπωσιαστεί από την άνεση με την οποία οι ντόπιοι αντιμετώπιζαν τη σαμαμιθοπαρέλαση στο ταβάνι του σπιτιού).

Μεταφορικώς μιαρό είναι το προπετές νιάνιαρο, το μαλακιστήρι, το σκατό, το βλαμμένο παιδάκι...

Σπανίως ο μπασμένος ενήλικας, η μισοριξιά, η γρουσουζά ή μαγαρισά όπως λένε στην Κρήτη - όπου και πάλι το μικρό μέγεθος αποδίδεται μέσα από την έννοια της βρωμιάς, της μιαρότητας, της ύπαρξης που δεν υφίσταται παρά μόνο ως σπίλος προς κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο, που μπορεί να είναι και η οικουμένη όλη, για την οποία ο μπασμένος πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ανώφελος, σε αντίθεση με το υψηλο- και μεγαλόσωμο άνθρωπο, για τον οποίο ο όγκος του και μόνο τον καθιστά χρηστό, μέχρι αποδείξεως τουναντίου («κρίμα στο μπόι σου» και λοιπά).

Από το αρχαίο «μιαρός»: ο σωματικά, θρησκευτικά, ηθικά μολυσμένος, βδελυρός, ακάθαρτος, απόβλητος, άσχημος.

  1. - Να' θώ κι εγώ, να' θώ κι εγώ;...
    - Ίντα φωνιάζεις μωρέ τροζό, γαμώ τον Τίμιό σου γαμώ... ανε μας ακούσεις ο θείος θα μας-ε κλείσει μέσα... - Εγώ θα το πω....
    - Μιαρό, αν-ε μ-πεις πράμα στο λόγο μου θα σε μισερώσω....

  2. - Ίντα μιαρό 'ναι μωρέ κείνος ο Χριστόφορος.... είμαι άτιμος α-δεν είναι η θυγατερα μου βαρύτερη...
    - Καλό κοπέλι και μερακλής μα δεν του βοηθά καθόλου το μπόι ντου του κακομοίρη...
    - Αυτός πρέπει να χει μεγάλο κόμπλεξι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως χουλιγκανισμός αναφέρεται η ανάρμοστη και βίαιη συμπεριφορά οπαδών αθλητικών ομάδων που οδηγεί στη διατάραξη της τάξης.

Εκ του «hooliganism» που χρησιμοποιείται από το 1890 για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά συμμοριών των δρόμων του Λονδίνου.

Να αρχίσει ο πόλεμος
να γίνετε χαμός πόσο μ' αρέσει ο χουλιγκανισμός
και ο μπάτσος να σε κυνηγάει σα τρελός
αυτό ρε μάγκα είναι αθλητισμός..
(Άσμα φιλάθλων)

Διεθνοποιήθηκε τον 20ο αιώνα ως σοβιετική ορολογία για τους αντιφρονούντες του καθεστώτος (khuligan).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπινελίκι αυτό και οι παραλλαγές του (μωρή ξεσκισμένη, παλιοξεσκισμένη, κ.α.) αποτελούν πολύ βαριές προσβόλες.

Συνήθως απονέμεται σε:

Εκ του αρχ. σχίζω.

Αποσιστωμένη, εις την μαρτυριάρικην Τζύπρον.

  1. - Και μετά η Απελευθέρωση. Βλέπουμε τη λευτεριά «πανώρια κόρη» που την κατάντησαν ξεσκισμένη πόρνη να σέρνεται τα επόμενα χρόνια στους δρόμους της Αθήνας, διεκδικούμενη από πλήθος νταβατζήδες και εργολάβους. Η ανασυγκρότηση της νέας Ελλάδας... (από εδώ)
  1. - Η ξεσκισμένη η Canon δε δίνει τα specs για να φτιαχτούν drivers για τον εκτυπωτή μου (μόνο μαύρο και υπό προϋποθέσεις μπορώ να τυπώσω)... (από εδώ)

Ο γιατρός με το μαγικό νυστέρι (από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που αυνανίζεται εγκεφαλικά, αυτός που λέει ασυναρτησίες.

Πρόκειται (συνήθως) για κομματικούς οπαδούς όπως αυτούς της ΝΔ, ΠΑΣΟΚ...

Θα ήταν τιμή μου να ζητήσει το περίπτερό μου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Πρόταση blogger για να δείξει την εμπιστοσύνη του στον κουρασμένο πρωθυπουργό, από την οποία προκύπτει ότι ο περιπτεράς είναι τσουτσουνοβιόλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιστοποίηση ως πούστης, το πέρασμα από τον μπλε κόσμο στον ολίγον ροζέ ή στον κόσμο της «πουστιάς».

Όταν η έκφραση λέγεται από στρέϊτ, υπονοεί α)τη στιγμή συνειδητοποίησης για έναν άνδρα, ότι η μπάρμπι είναι το σωστό δώρο που πρέπει να του είχε φέρει ο Αγ. Βασίλης, και όχι μια μπετονιέρα.
β) την έκπληξη όταν κάποιος που θεωρούσες ντεκλαρέ, το γυρνάει και σου τη φέρνει, και τελικά καταλαβαίνεις ότι επρόκειτο περί οχιάς, και δη διμούτσουνης.
Στην παρούσα περίπτωση, η ολοκληρωμένη έκφραση είναι «πουστοποίηση του ανδρός».

Όταν ο όρος χρησιμοποιείται από «τρίζοντες την όπισθεν», γίνεται στην προσπάθεια τους να χρυσώσουν το χάπι. Κάνοντας την ανάγκη αρετή, προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν αποτελούν μειονότητα, αλλά ανήκουν στην πλειοψηφία. Δηλαδή βγάζουν το σύνολο των ανδρών πούστηδες, αισθανόμενοι εκείνοι πρωτοπόροι και ωραία με τον εαυτό τους!!!

- Ρε το σκουλήκι ο Λάκης, δεν το περίμενα με τίποτα ότι θα μου την έφερνε πισώπλατα. - Απίστευτο.
- Να το παίζει φίλος τόσα χρόνια, να τρώμε και να πίνουμε, να τον βοηθήσω να σταθεί επαγγελματικά, κι αυτός να ξηγιέται έτσι ρε μαλάκα. Να με θάβει πίσω από την πλάτη μου. - Ήταν βαρύ αυτό που έκανε. Σεβάσου ρε μαλάκα την δύσκολη στιγμή που περνάει ο φίλος σου. Μόνο βγαίνεις και κάνεις βούκινο, ότι ο φίλος σου είναι κοντά στη χρεωκοπία, και μην του πηγαίνετε δουλειές, γιατί θα σας τη φέρει...
- Μιλάμε για την πλήρη πουστοποίηση του ανδρός. Του τη φυλάω όμως. Θα το βρει αυτό που έκανε

- Καλός ο Παπαδέας στο θέατρο χθες.
- (φίλος gay) Ας μην κάθιζε σε δυο τρεις γριές του χώρου και θα σού 'λεγα εγώ....
- Κάτσε ρε Τασούλη. Δεν έχεις αφήσει και κάποιον ήσυχο! Πουστοποίηση της ανθρωπότητας έχεις κάνει! Νταξ, ο καθένας με τον πόνο του.

- Ο Μάκης είναι πούστης ρε; Και δεν του φαινότανε!
- Και παλιός. Νομίζω ότι η πουστοποίηση του έλαβε χώρα στο σχολείο. Ήταν ζευγαράκι από τότε με ένα συμμαθητή του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρούγκανος αποκαλείται ο απολίτιστος ,αυτός που δεν έχει «τρόπους».

Αυτός ο τύπος ακόμα και από το τρόπο που μασάει καταλαβαίνει κανείς ότι είναι αρούγκανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηρίσει νεαρά θηλυκά άτομα (μεταξύ 12 και 15 ετών όπου η ορμόνη πάει σύννεφο, τα οποία φέρουν χαρακτηριστικά (ντύσιμο, βάψιμο, συμπεριφορά προς το αντίθετο φύλο) ιερόδουλης ή τσούλας (πιο απλά).

- Μαλάκα το είδες το πιτσιρίκι; Όλα έξω τα είχε...!
- Χέσε μέσα... πολύ πορνέτο η μικρή!

βλ. και λολίτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικό τσιτάτο της παραδοσιακής αριστεράς. Για maximum ισχύ, συμπληρώνεται με την χαριστική βολή «...που θυμίζει άλλες εποχές» (βλ παρ. 1).

Έχασε κομμάτι της πολιτικής του βαρύτητας μετά την κατάρρευση των δημοκρατικών χωρών στα τέλη των 80ς και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως ως ξύλινη γλώσσα μουσειακών ανθρώπων από όλο το πολιτικό φάσμα (βλ παρ. 2), ή από αστειάτορες σε παντελώς απολιτικά πλαίσια (βλ παρ. 3).

1.
- Αυτές οι αντιδημοκρατικές επιλογές που είναι σε εξέλιξη φουσκώνουν τα πανιά του αυταρχισμού, ενόψει της κατάθεσης του «τρομονόμου». Αναβιώνουν άλλες εποχές, καταδικασμένες στη συνείδηση του λαού μας, με στόχο να χτυπηθεί η συλλογική δράση.
(Ρίζος)

2.
- ...ο Εκπρόσωπος Τύπου του Μακαριωτάτου, Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου, έκανε την εξής δήλωση στα Μ.Μ.Ε. : «ο Δημόσιος διασυρμός Εκκλησιαστικών και άλλων προσώπων με σκοπό την ηθική τους εξόντωση και την απαξίωση των Θεσμών συνιστά ολοκληρωτική τακτική και θυμίζει εποχές καταδικασμένες στη συνείδηση του λαού.
(Ιερά Σύνοδος)

3.
- Τι πάει να πει φραποαπαγόρευση και μαλακίες!;! Αυτά είναι καταδικασμένα στην συνείδηση του λαού!!!
(ιδιωτική συζήτηση σλάνγκων)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα του πουλιού με τα τεράστια μάτια, το επίπεδο-πλακουτσωτό πρόσωπο και τον ανύπαρκτο λαιμό, χρησιμοποιείται ως χλευαστικός-περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου.

Συνήθως αναφέρεται σε θηλυκά άτομα, οπότε το γραμματικό γένος του ονόματος και του προσδιορισμού, συμπίπτουν.

- Μπα, τι βλέπουν τα όμορφα ματάκια μας; Έσκασε μύτη στο πάρτι κι η Μαρία η κουκουβάγια; Αχαχαχα...

Δεν αποκλείεται ωστόσο και αρσενικά να τύχουν αυτού του ευγενούς χαρακτηρισμού, αν πληρούν βεβαίως τις προϋποθέσεις.

Κουκουβάγια λοιπόν (ή βαγιακούκου κατά έναν σχολικό ποδανισμό της εποχής του γράφοντος) είναι:

  1. Αυτός που φοράει γυαλιά με υπερμεγέθη, αντιαισθητικό, εντελώς ντεμοντέ κοκάλινο σκελετό. Πρόκειται για τις λεγόμενες γυαλούμπες, σύμβολο απόλυτης και αμετανότητης φλωροσύνης. Eίναι τα γυαλιά που φοράει π.χ. και η συντηράκλα θεία μας, όταν απολαμβάνει το καθημερινό απογευματιάτικο σήριαλ της. Σχετικό και το χουντικό γυαλί.

Παρένθεση. Το κοκάλινο γυαλί (στη μοδάτη βεβαίως εκδοχή του) έκανε τη θριαμβευτική του επανεμφάνιση στα 00's, μαζί με το κουλτουρέ, νεο-φλώρικο στιλάκι.

Καταχρηστικά, ο όρος θα χρησιμοποιηθεί με κακία για οποιονδήποτε διοπτροφόρο (από κοινού με τα εξίσου φαρμακερά γυαλαμπούκας ή γυαλάκιας), ακόμη κι αν αυτός έχει επιλέξει τα πλέον μίνιμαλ και καλαίσθητα γυαλιά, π.χ. εκείνα που δεν έχουν καθόλου σκελετό.

  1. Εξαιρετικά άσχημη γκόμενα (αλλά και αγοράκι όπως είπαμε) ιδίως αν έχει πολύ χοντρό λαιμό που ενώνεται με το σώμα (το άκρως αντίθετο του λαιμού-κύκνου δλδ) ή πλακουτσωτό κουκουβαγίστικο πρόσωπο. Αν φοράει και γυαλούμπες, τόσο το καλύτερο. Αν δε, είναι και φυτούκλα / σπάσμα (βλ. και εδώ) τόσο το καλυτερότερο. Η νοηματική ακρίβεια προσεγγίζει το τέλειο....

Συγκεφαλαιώνοντας, η ιδεώδης κουκουβάγια διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  • τεράστια παλιομοδίτικα γυαλιά
  • παχυσαρκία
  • πλακουτσωτό στρογγυλό πρόσωπο με σχεδόν ανύπαρκτη μύτη
  • χοντρό λαιμό που ενώνεται με το σώμα (μονομπλόκ), ήτοι μη-λαιμός.
  • φοβερή ακαμψία στο σβέρκο. Για να γυρίσει να δει πλάγια, πρέπει να γυρίσει ολόκληρο το κορμί. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει στις πραγματικές κουκουβάγιες, οι οποίες δίνουν μόνο μια έντονη εντύπωση ακαμψίας.
  • σπασικλοσύνη
  1. Κλασική κουκουβάγια ήταν η Μαρία η Άσχημη του γνωστού σήριαλ. Η έκφραση είχε ακουστεί πολλές φορές. Φορούσε πατομπούκαλα, ήταν σαύρα, ήταν και σοφή.

  2. Κουκουβάγια είναι κι ο -συμπαθέστατος κατά τα άλλα- Μίμης Ανδρουλάκης: γυαλούμπες, ξερόλας, άσχημος (λέμε τώρα, περί ορέξεως ζαμπονοτυρόπιτα) καθώς κι αυτή η χαρακτηριστική ακαμψία στο σβέρκο, και καλούα από χτυπήματα μπάτσων επί Δικτακτορίας (sic).

  3. - Nα σου πω ρε μαλάκα, ψήνεις κατάσταση με την Αναστασία; Γιατί κάτι έχει πάρει ο μάτης μου τελευταίως...
    - Ε... να μωρέ... δεν ξέρω, θα δείξει.
    - Έλεορ ρε αδερφάκι μου, σε ήξερα για μουνοείλωτα, αλλά αυτό παραπάει. Με το που σου κούνησε λίγο την ουρά της η κουκουβάγια, έλιωσες σαν καταΐφι από το Κοσμικόν!!

Οταν το ΚΚΕ θα αναλάβει τη διακυβέρνηση θα αλλάξει την υπάρχουσα κουκουβαγια με άλλη (από GATZMAN, 27/09/09)360-degree field of view (από tryager, 27/09/09)Βαγια Βοιωτίας. Λαλεί ο κούκος στα Βάγια; (Κούκου+Βαγια) (από GATZMAN, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αρχαίο επίθετο μωρός (χαζός, ανόητος), το οποίο χρησιμοποιόταν στην κλητική πτώση (μωρέ) ως μειωτική ή επιτιμητική προσφώνηση, δημιουργήθηκαν οι τύποι : ωρέ, ρε και μπρε, βρε.

Το ρε χρησιμοποιείται ως φιλική ή υβριστική προσφώνηση ή ως εμφατικό (π.χ. ρε, τι πάθαμε!).

Νομίζω η πιο διαδεδομένη προσφώνηση, κυρίως ανάμεσα στους νέους είναι η: ρε μαλάκα... (είτε ως φιλικός χαιρετισμός είτε ως κατσάδιασμα, εξαρτάται από τη χροιά της φωνής).

Να σημειωθεί η λεπτή διαφορά στη χρήση του ρε από το βρε: Το βρε εκφράζει πιο μειλίχια συναισθηματική φόρτιση από το ρε (βλέπε παραδείγματα 1, 4). Τα ωρέ και μπρε είναι απαρχαιωμένα, τα συναντάμε κυρίως στην παράδοσή μας (δημοτικά τραγούδια, μυθιστορήματα κτλ.). Το μωρέ, βεβαίως, χρησιμοποιείται ακόμα ως προσφώνηση αλλά και ως εμφατικό (μωρ' εσύ) και γενικά για έκφραση απορίας, θαυμασμού, διαμαρτυρίας κτλ (βλέπε ελαμωρές). Το μωρέ χρησιμοποιείται αδιακρίτως φύλου, σε αντίθεση με το μωρή που είναι μόνο γυναικείο υβριστικό.

Ασίστ: ο χαρακίρης

  1. Μη στεναχωριέσαι ρε, εγώ θα σε βοηθήσω. (φιλική προσφώνηση)

  2. Σήκω, ρε, γάιδαρε, ... (υβριστική-περιπαικτική προσφώνηση)

  3. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο

  4. Βρε μπαγάσα περνάς καλά εκεί πάνω ...(στίχοι Ν. Άσιμος)

  5. Μωρέ λες; (έκφραση έκπληξης)

  6. «Τι Ψυχή Θα Παραδώσεις Μωρή;» (όνομα σίριαλ)

  7. (ανέκδοτο) Δυο τσοπάνηδες συζητούν βόσκοντας τα πρόβατα τους.
    Μήτσος: Βρε τι μου θυμίζει αυτός εκεί ο βράχος.
    Κίτσος: Τι βρε Μήτσο;
    Μήτσος: Εκεί έκανα για πρώτη φορά έρωτα με το Μαριώ μου.
    Κίτσος: Σοβαρά ωρέ;
    -Μήτσος: Σοβαρότατα, ήταν και η μάνα της μπροστά!
    Κίτσος: Και καλά η μάνα της, τι είπε;
    Μήτσος: Μπεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified