Χαζή γκόμενα / γυναίκα... Συνήθως άσχημη και κακοβαλμένη... Αυτό που όλο λέει σάλια.
Α μωρή σαλάιδω από δω...
Χαζή γκόμενα / γυναίκα... Συνήθως άσχημη και κακοβαλμένη... Αυτό που όλο λέει σάλια.
Α μωρή σαλάιδω από δω...
Got a better definition? Add it!
Συνήθης αναγραμματισμός και αντικατάσταση του «πούστης». Τοπικός ιδιωματισμός με την ίδια σημασία.
Ετυμ. 1: «Πού ίσταται;» δηλαδή πού στέκεται;
Ετυμ. 2: «Πού στη;» δηλαδή που στήνεται;
Από το ίστημι και από το στω προκύπτει: πούιστημι = πουστώ, όπως ο ωκεανογράφος - πειρατής. Όχι ο μεγάλος, ο άλλος με τα κωλοβυθόμετρα.
Επομένως, πούστης = πούιστς.
«Γμ τ μπαλιοπούιστ!»
«Ο πούιστς μ πρόδωσςς!»
«Άλλ' λούγκρ κι άλλ' πούιστς»
Got a better definition? Add it!
Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».
Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.
Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.
- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...
(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)
... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...
βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.
Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.
- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.
Got a better definition? Add it!
Ο μουνόδουλος.
Ο τύπος που του τρέχουν τα σάλια για μουνιά και, τελικά, ή πηδάει μπάζα ή μένει καληνυχτάκιας. Κάπως τραγική φιγούρα που δεν του αξίζει απονομή σπεκ.
Πιό γενικά, μπορεί να χρησιμοποιθεί σαν βρισιά και για κάποιον που δεν περιγράφεται από τον παραπάνω ορισμό.
Άντε ρε με τον μουνοσαλιάρη τον Τάκη! Δύο χρόνια είναι με το μπαζάκι... Την έχεις δει; Λες και την έχεις βάλει στην τοστιέρα! Μπρος πίσω σανίδα! Και είναι και ψωνισμένη... Απορώ τι της βρήκε...
- Παιδιά πρέπει να φύγω, έχω να κάνω μια δουλειά...
- Άσ'τα αυτά ρε μουνοσαλιάρη! Πάλι την Λίλιαν θα δεις...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση αγανακτισμένης προσπάθειας αποπομπής ανεπιθύμητου τύπου, στην προστακτική.
Αρβανίτικης καταβολής.
Σημαίνει, «άντε φύγε από δώ», «α πάγαινε!» και «άει προχώρα». Άλλη συνώνυμη φράση το «άντε χάσου από μπροστά μου!».
Το ψαγμένο της υπόθεσης είναι ότι σχετίζεται με την «πορεία» και μοιάζει πολύ με αρχαιοελληνική προστακτική του νεότερου «άντε πορεύσου!».
Ακούγεται σε λατρεμένα χωριά της Βοιωτίας (Κυριάκι και πέρα), της Κορινθίας (Σοφικό και πάνω) κι αλλαχού.
Διάλογος:
-«Mάνα μου, η μπίθα σου! Θες να κίχου-κίχου;»
-«Άει πόρου, σαχλέ!»
Η προστακτική στην αργκό: -έκα, -ω, άι πόρου, άμε, έμπαινε, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!
Βαρύτατη κρητικιά κατάρα ταυτόσημη με το να σε βρει θανατικό και να ρημώσει το γένος και το σπίτι σου, βλ. The fall of the house of Usher.
Απαντάται και ως «συκιά να βγάλει το σπίτι σου».
- Παναθεμάσε, και να τα φας σε χημειοθεραπεία τα νοίκια...
- Μπα που μουριές να βγούνε στο σπίτι σου, ναι!
- ...
- ...
- ...
- Έλα ρε συ, τί λέγαμε πριν με διακόψουν;
Got a better definition? Add it!
Ο ορισμός του φαλλοκράτη. Σύνδρομο κατωτερότητας λόγω μικροφαλλίας που εκφράζεται με απρόκλητο μισογυνισμό και ανεξήγητη προκατάληψη κατά των γυναικών.
- Πούτσο και ξύλο! Στις καριόλες φρένο! Να μου τη βγει ρε η Φωτεινούλα; Σκοτεινούλα θα την κάνω τη Φωτεινούλα...
(Τυπικό παραλήρημα μικροφαλλοκράτη).
Got a better definition? Add it!
Από την πολύ συχνή της χρήση η φράση «πουτάνας γιός» καθιερώθηκε τόσο πολύ στην γλώσσα μας που πλέον μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μία, ενιαία και αδιαίρετη λέξη. Κάτι σαν την Αγία Τριάδα. Συχνότατη η χρήση της λέξης αυτής στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες και όπου βασιλεύει η κλασσική ελληνική καφρίλα.
Κλίση του ουσιαστικού
Ενικός Αριθμός
Ο πουτανασγιός
του πουτανασγιού
τον πουτανασγιό
πουτανασγιέ
Πληθυντικός Αριθμός
Οι πουτανασγιοί
των πουτανασγιών
τους πουτανασγιούς
πουτανασγιοί
- Τι έδωσε ρε ο πουτανασγιός; ΠΕΝΑΛΤΥ;
- Όχι ρε. Θέατρο
- Α. Δεν είναι και τόσο πουτανασγιός τότε. ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ!!
- Μία ώρα περιμένω για μια κωλοϋπογραφή ρε αρχίδια, πουτανασγιοί!
- Σας παρακαλώ κύριε, ηρεμήστε
- Σκάσε μωρή πουτανασκόρη.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμα: Aθληταριό, αθλητήριος, αθληταρία.
- Παιχτρόνι ο ....., ε; - Ουου! Τρεις ξάπλωσε χθες, χώρια το γκολ με το χέρι. Μέγας αθλητάμπουρας...
- Αν θες να ξέεερεις,, [μάσημα τσιχλας] ο Γιώργος μου δεν είναι επιθετικός, απλά έχει πολύ τεστοστερόνη επειδή είναι αθλητής και τον προκαλούν επειδή τον ζηλεύουν, γι αυτό πλακώνεται.
- Ο Γιώργος σου δεν είναι αθλητής, είναι αθλητάμπουρας και τσόγλανος, γι αυτό πλακώνεται.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified