Έκφραση που φανερώνει νεύρα, τσατίλα, θυμό και οργή, αλλά με έναν κάπως πιο σουρεάλ τρόπο από τις υπόλοιπες εκφράσεις.
- Γιατί δεν πιάνει το κινητό γαμώ τα βυζιά της πεταλούδας!;!;!
Έκφραση που φανερώνει νεύρα, τσατίλα, θυμό και οργή, αλλά με έναν κάπως πιο σουρεάλ τρόπο από τις υπόλοιπες εκφράσεις.
- Γιατί δεν πιάνει το κινητό γαμώ τα βυζιά της πεταλούδας!;!;!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ευτελής. Η αγράμματη, κακοφτιαγμένη και κακοντυμένη γυναίκα με άσχημους τρόπους.
Πάω εγώ με τέτοιες κασόμπρες;
Got a better definition? Add it!
Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.
Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιείται αντί για το «γαμώ το σταυρό μου». Γενικά εμείς οι Έλληνες έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία να μπινελικώνουμε με τα Θεία, αλλά μερικές φορές για να μην πάμε στην κόλαση χρησιμοποιούμε παρεμφερείς φράσεις όπως:
Γαμώ το σταυρίδη μου (αντί για γαμώ τον σταυρό μου)
Γαμώ την πανακόλα/παναχαϊκή μου (αντί για γαμώ την παναγία μου)
Γαμώ τον χριστόφορό μου (αντί για το γαμώ τον χριστό μου, αν και μερικοί το χρησιμοποιούνε αντί για το γαμώ τους Αμερικάνους τους καριόληδες).
Φέρε το γαμοκατσάβιδο, γαμώ τον σταυρίδη μου ρε Τάσο.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός γυναίκας. Ποικίλλει βάρους ύψους και ηλικίας, είναι πάντα όμως αγενής, σπάει τα νεύρα, είναι μονίμως ξινισμένη και δεν γελάει ποτέ. Αυτή η γυναίκα μοιάζει πολύ με την Κατίνα,
την κουτσομπόλα δηλαδή. Μόνο που ενώ το όπλο της εν λόγω κατίνας είναι το να διατυμπανίζει λεπτομέρειες από τη ζωή των άλλων επειδή αυτή δεν έχει, η κότα αντιθέτως έχει δική της ζωή και έχει κάνει χειρότερα σκάνδαλα από αυτά που περιφρονά, στο κεφάλι της όμως αυτή έχει δίκιο και κανείς άλλος.
Αυτή η συμπεριφορά της γυναίκας-κότας συναντάται σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής και έχει πάντα αποτέλεσμα να θέλουμε να της δώσουμε να φάει σκατά ενώ εμείς θα χαιρόμαστε και θα γελάμε απίστευτα όταν αυτό γίνει, το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτό δεν γίνεται ποτέ κι έτσι η κότα συνεχίζει το χαβά της.
μία γυναίκα παραβιάζει εκούσια το στοπ και βρίζει αυτόν που παραλίγο να χτυπήσει λέγοντας «δεν βλέπεις ηλίθιε, σού 'ρχομαι από δεξιά!!» και ο αυτόπτης μάρτυρας: «τι κότα είσαι εσύ μωρή...»
ή
στο τηλέφωνο:
- Παρακαλώ;
- Μαρία;
- Δεν είμαι η Μαρία, η Λία είμαι..
- Ποια είσαι εσύ πάλι; Δώσε μου τη Μαρία ΤΩΡΑ.
- Μαρίααα, σε ζητάει μία κότα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σαν + μούτζα σημαίνει επίσης και ανάποδο γαμώτο, δηλαδή άνθρωπος απεριποίητος, ακαλαίσθητος, που είναι γενικά άσχημη εικόνα για τα μάτια, σαν να βγήκε από ανέκδοτο. Όταν τον δεις αυτομάτως παίρνεις μία έκφραση λύπης και αηδίας, που σου σηκώνεται το μισό χείλι και μικραίνουν τα μάτια σου.
Σαν μούτζα πχ. είναι μία γυναίκα που έχει λιώσει στο σολάριουμ και φοράει άσπρο κονσίλερ, ή ένας τύπος που φορά μπλουζάκι κολλητό και διαγράφεται από μέσα το δάσος του αμαζονίου από τις τρίχες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ετυμολογικά, αυτός που σπάει την παρθενιά μίας κοπέλας ή τα αρχίδια ενός τυπά...
Με μεταφορική έννοια, ο κουραστικός τύπος που, με αυτά που λέει ή με τις παπαριές που κάνει, εκνευρίζει τους άλλους σε βαθμό κατά γράμμα σπασίματος...
Συνώνυμο: σπασαρχίδης, o
- Ρε συ αυτός ο Μιχάλης τι σπάστης που είναι ρε τύπε όλο παπαριές το παλικάρι!!
- Όχι μόνο σπάστης, σπασαρχίδης επιστήμονας είναι ο βλάκας!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δαχτυλοδείξουμε λεκτικά την ανικανότητα ή την ασχετοσύνη κάποιου σε ένα τομέα, ενώ αυτός πιστεύει ότι τα πάει τέλεια, καταπληκτικά.
Η σύνταξη αποτελείται απο το ρήμα κλάνω σε χρόνο αόριστο + μία ιδιότητα ανθρώπινη και έπειτα το ρήμα βγαίνω εξίσου στον αόριστο και την δεικτική αντωνυμία-βέλος προς τον δεχόμενο την προσβολή.
Η λογική της φράσης είναι η εξής: Αυτό που κάποιος κλάνει, είναι κάτι λίγο, μηδαμινό, που δεν μπορεί να αποκτήσει καμία δύναμη. Δεν έχουμε ακούσει δηλαδή για αέρια που ηλεκτροδοτούν, κινούν, φωτίζουν (χωρίς βοήθεια αναπτήρα εννοώ), κλπ. Οπότε, παρομοιάζοντας κάποιον με την κλανιά κάποιου θέλουμε να δείξουμε ότι δεν του φτάνει ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι, δεν είναι ίσοι τελοσπάντων.
Τώρα το γεγονός ότι ο άλλος είναι γέννημα της κλανιάς κάποιου, θέλει να δείξει ότι κάπου θέλει να του μοιάζει κι όλο προσπαθεί μα δεν τα καταφέρενει.
Αν λοιπόν για παράδειγμα κάποιος αρχίσει να ασχολείται με μηχανές αλλά δεν ξέρει την τύφλα του κι εκεί που δεν είχε οδηγήσει ούτε ποδήλατο σκάει παραπαίοντας πάνω σε μία ΤDM παίζοντάς το γαμιάς, τότε ταιριάζει η σύνταξη: «κάτσε ρε φίλε, που έκλασαν οι μηχανόβιοι και βγήκες εσύ να πούμε».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υβριστική έκφραση προς άτομο που θεωρείς εγκληματικά άσχημο.
- Τί κοιτά ρε μάπα;!... Τη γκόμενά μου ρε χαλβαδιάζεις;
- Ό'ι ρε φιλαράκ', 'ντάξ' να 'ούμε, δέν... άραξε....
- Τί άραξε ρε φρίκουλο, ζώον, άντε κοιτάξου στον καθρέφτη να πούμε, που 'σαι σα μουνί κλαμένο και μου θες και καμάκια, γελοίε... Που αν είχα τη φάτσα σου για κώλο μου θα ντρεπόμουν να χέσω ρε!... Κουασιμόδε!... Άιντε πίσω στο τσίρκο σου, ουστ!...
Got a better definition? Add it!
Παραθεριστής νησιών της άγονης γραμμής και άλλων εναλλακτικών προορισμών, στους οποίους συνήθως καταφθάνουν με μοναδικές αποσκευές τα κάτωθι: χιλιοτριμμένος υπνόσακος, δεύτερο μαγιώ, πράσινο σαπούνι (να πιάνει και με θαλασσινό νερό), ένα μπουκάλι νερό, μισό κιλό «μαύρο» και τριάμισι ευρώ.
Στα εν λόγω μέρη προσπαθεί να παραθερίσει για τουλάστιχον τρεις εβδομάδες, αναζητώντας μέρος να κοιμηθεί και χαρτάκια για να στρίψει. Στις άνωθεν αναζητήσεις προστίθενται οι διαρκείς, αγωνιώδεις προσπάθειες να κάνει τράκα φαγητό, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε γειτονικά, παρά θιν' αλός μποστάνια, απ' όπου κλέβει (διόρθωση: απαλλοτριώνει) ντομάτες, πιπεριές και άλλα ζαρζαβατικά, τα οποία καταναλώνει επί τόπου με βουλιμία και χωρίς την προσθήκη λαδιού. Στην συνήθεια αυτή οφείλει και την ονομασία του. Το είδος επιβιώνει εδώ και δεκαετίες στα Αγαίικα οικοσύστήματα. Φυσικοί θηρευτές του είναι τα τοπικά σώματα ασφαλείας, οι ντόπιοι αγρότες και οι κατινατζήδες που πουλάνε την κόκα-κόλα 2.5 ευρώ.
Εσχάτως η «αλαδωσιά» έχει γίνει της μόδας ανάμεσα στους κύκλους των εντεχνindie, με αποτέλεσμα το είδος να έχει υποστεί αναπόφευκτο εκφυλισμό λόγω της εισδοχής στον οικολογικό θώκο δήθεν αλάδωτων, οι οποίοι πίνουν, στρίβουν, κοιμούνται στην παραλία, αλλά τα βράδια πίνουν μοχίτο και τρώνε αστακομακαροναδες σε «ανεξερεύνητες» και «αμόλυντες» γωνιές του νησιού. Οι τελευταίοι αποτελούν την βασικότερη απειλή για το είδος των αλάδωτων.
- Ήμαστε προχτές στο πανηγύρι στις Ράχες, σηκώνομαι να ρίξω μια στροφή και μέχρι να γυρίσω στο τραπέζι, άφαντο το κατσικάκι. Του την είχαν πέσει κάτι αλάδωτοι.
- Ρε συ, πάμε Γιαλισκάρι για μπάνιο αύριο;
- Ούτε να το σκέφτεσαι, έχουν πιάσει όλες τις σκιές οι αλάδωτοι και θα μας φάει ο ήλιος.
- Γνώρισα ένα παιδί χτες, απίστευτο!
- Ποια ρε; Την αλάδωτη με το ταγάρι;
- Ναι μωρέ! Και καλά αλάδωτη! Αυτή ρε συ, με κέρασε ποτό και πλήρωσε με πιστωτική κάρτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified