Further tags

Έπεται του ά ή του ά(ι)ντε (και), αλλά όχι του σάλτσα και αποτελεί κλασσικό συμπλήρωμα του πολυαγαπημένου και πολυφορεμένου, αλλά πάντοτε στη μόδα, μπινελικίου.

Άμα ήμουνα κάνας τζώνυς (ένα μπουκάλι τζώνυυυυυυυυυυυυυ / τη μοναξιά σκοτώνειιιιιιιιιιιιι / και γίνεσαι καλάααα / σε μερικά λεπτάαααα) θα άρχιζα τις ιστορίες για τον homo videns, τον homo sexual, τον κατακερματισμό της πραγματικότητας, τα θρύψαλα της οποίας είναι αδύνατον να ανασυντεθούν σε ένα ενιαίο όλον, και άλλα τέτοια, αλλά δεν θα πω ούτε λέξη.

Θα πω απλά ότι είναι κάτι σαν το άντε γαμήσου μαζί με το χάσου από τα μάτια μου, όχι απλώς άντε και γαμήσου, αλλά δεν θέλω να σε βλέπω.

Για κάποιο λόγο στους μη λευκαδίτες προκαλεί γέλιο, ίσως γιατί ο καθαρά οπτικός πολιτισμός αυτού του νησιού δεν έχει κερδίσει ακόμα την ενδοχώρα.

Γλιτώσατε την παραπομπή στο κάνε γιατί δεν παίζει κάτι ιδιαίτερο με την προφορά της φράσης.

- Τσιγαράκι κερνάς;
- Άντε γαμήσου παραπέρα ρε σίχαμα τρακαδόρε.

Τράβα ν\' αγαπηθείς! (από HODJAS, 03/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεωργίου ράιτινγκ. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν έχει ακουστεί ποτέ on air αλλά έχει γραφεί παμπόλλως στην πάλαι ποτέ κραταιά στήλη του Καφενείου των Φιλάθλων (στον πάλαι ποτέ κραταιό Φίλαθλο).

Η στήλη είχε ως αντικείμενο τα σχόλια αναγνωστών που μιλούσαν στο τηλέφωνο με τον αναλυτή (ξάδερφο της Κάκιας - όπως ισχυρίζεται ο ίδιος) ποδοσφαίρου Γιώργο Γεωργίου.

Το λήμμα έρχεται ως επιδοκιμαστική απάντηση σε εξυπνακίστικη ατάκα αναγνώστη.

- Ρε Γεωργίου, τώρα που ο Μπαζίνας άφησε μουστάκι, δεν αφήνεις και συ δόντια για αλλαγή;
- Τα νεφρά μου παλιόπουστα...

Η Νεφρετρίτη (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό. Το σπάσιμο των όρχεων.
Παράγωγο: Σπασαρχίδας.

-Μας μίλαγε δύο ώρες, τι σπασαρχιδισμός!
-Ναι ρε γαμωτο μου, μεγάλος σπασαρχίδας!

Βλ. και σπασαρχίδης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικεία προσφώνηση σε φίλο, γνωστό, συγγενή του οποίου το επίθετο προσεγγίζει ηχητικά, λ.χ. Κατσικογιάννης, Κατσικογιώργης κ.ο.κ.

- Νάτος... Πού 'σαι, ρε Κατσικογάμηηηηηηηηηηη!!
- Γειά σας, ήρθα και 'γω!

(Το παράδειγμα, όπως το βλέπετε, απαράλλαχτο έχει παιχτεί και στην πραγματικότητα στη Σκουφά)

Γιώργος Κατσικογιάννης (από allivegp, 31/01/10)Κατσικογαμημένος... (από kondr, 31/01/10)Κατσικοπόδαρος (από HODJAS, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των προφανών. Εννοείται αυτός που βρίσκει χαρά στο να κάνει μαλακίες, το έχει ανάγει σε άθλημα, αθλοπαιδιά, παιχνίδι, βάζει όλο του το μεράκι προκειμένου να πετύχει η μαλακία που έχει στο μυαλό να σου κάνει. Ο καθ'έξιν μαλάκας.

Η διαφορά του με τον μαλάκα είναι αυτή ακριβώς, η βαθιά συνειδητοποίηση ότι κάνει μεν μαλακία αλλά παρόλα αυτά αρνείται να την εγκαταλείψει καθοδηγούμενος από την ίδια του τη φύση που ικανοποιείται μόνο όταν ο ψωλοπαίχτης επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ.

Το θηλυκό ψωλοπαίχτρια χρησιμοποιείται καταχρηστικά, τόσο για ανατομικούς όσο και για φεμινιστικούς λόγους.

Κοίτα τον ψωλοπαίχτη, δε θα ησυχάσει αν δε σκοτώσει κάναν άνθρωπο... τώρα πάει να κάνει αναστροφή στην Αττική οδό...

(κατεβάζει παράθυρο και φωνάζει στον απερίσκεπτο οδηγό)

ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΔΕ ΦΤΙΑΧΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑΝΕ ΤΙΜΟΝΙ... ψωλοπαίχτη...

(το τελευταίο με σβήσιμο της έντασης της φωνής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μπροστά στην ευχαρίστησή του δε βάζει τίποτα άλλο. Κατά συνέπεια αυτός που δεν μπορείς να εμπιστευτείς, που δεν μπορείς να στηριχτείς πάνω του κτλ.

'Ερχεται και σαν συνοδευτικό του «πούστης» για να επιτείνει ακόμα περισσότερο τον ήδη προσβλητικό χαρακτηρισμό.

Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει θετική χρήση της λέξης ενώ παραλλάγές της όπως παλιοξεκωλιάρης, (το πάλιο-) ξεκώλι, (ο παλιο-) ξεκώλης επιδιώκουν το ίδιο ακριβώς εννοιολογικό αποτέλεσμα.

- Είναι πούστης ο Βρασίδας;
- Πούστης, ξεκωλιάρης...
- Δηλαδή, τον παίρνει..
- Ναι ρε, ξεκώλι...
- Δηλαδή, τον έχεις δει;
- Τι θε ρε, με τον Βρασίδα; Μπας κι είσαι και συ κάνα παλιοξεκώλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να πουλάς μαγκιά και να προσπαθείς να το παίξεις ζόρικος, άγριος και σκληρός, μασώντας τσίχλα ταυτόχρονα.

Η τσιχλομαγκιά χαρακτηρίζει κυρίως ορισμένες κατηγορίες γκόμενας (μπουρναζογκόμενες, λάικες κλπ), καθώς και από τακουνόμαγκες, τρέντουλες και λοιπούς θηλυπρεπείς.

- Ρε συ, έχει αγριέψει ο τυπάκος, θα έχουμε φασαρίες.
- Σιγά τα αίματα ρε με τον τσιχλόμαγκα, θα γράψει υστερία κανα δίλεπτο και μετά θα πάει στην τουαλέτα να κλάψει απ' τα νεύρα του.

(από Khan, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από Θεσσαλονικείς για να χαρακτηρίσουν περιπαικτικά τον Αθηναίο με καταγωγή βορείων προαστίων αλλά και της Γλυφάδας, Βούλας, Βουλιαγμένης, που είτε είναι, ή παρουσιάζεται, ως γόνος πλούσιας οικογενείας και προπαντός καλό παιδί.

Ετυμολογικά προκύπτει από τη συνήθεια των παραπάνω να ψωνίζουν πουκάμισα με κεντημένα τα αρχικά του ονοματεπώνυμου από το γνωστό ράφτη της Αθήνας Γιαννέτο.

Συνώνυμο με: λεμές, φλώρος

- Τι με λες τώρα, τι να μας πει ρε και ο γιαννέτος που ασχολείται όλη μέρα με τη διαφορά του κροκ μεσιέ από το κροκ μαντάμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • O επαγγελματίας αθλητής με αλήτικη συμπεριφορά, χωρίς την ελάχιστη αθλητική ηθική (είναι συνέχεια ντοπέ, παίζει αντιαθλητικά, χτυπάει τον αντίπαλο ύπουλα με απαγορευμένους τρόπους , παίζει θέατρο για να πάρει το μπενάλτι, δωροδοκείται ή παρασέρνει άλλους σε δωροδοκία κλπ). Οι όποιες διακρίσεις του έχουν όλες αποκτηθεί με δόλια μέσα. Είναι παράδειγμα προς αποφυγήν, χλεύη και αποδοκιμασία.
  • Νέος που ασχολείται ερασιτεχνικά με κάποιο άθλημα, αλλά είναι μακριά νυχτωμένος από οποιοδήποτε αθλητικό ιδεώδες και χρησιμοποιεί τη σωματική διάπλαση που έχει, ή σκοπεύει να αποκτήσει, προκειμένου να κάνει διάφορες καφρίλες, να πουλήσει τσαμπουκάδες, να το παίξει σκληρός κι εκφοβιστικός και να κάνει διάφορες αλητείες εν γένει.

Συνώνυμα: Aθληταριό, αθλητήριος, αθληταρία.

- Παιχτρόνι ο ....., ε; - Ουου! Τρεις ξάπλωσε χθες, χώρια το γκολ με το χέρι. Μέγας αθλητάμπουρας...

- Αν θες να ξέεερεις,, [μάσημα τσιχλας] ο Γιώργος μου δεν είναι επιθετικός, απλά έχει πολύ τεστοστερόνη επειδή είναι αθλητής και τον προκαλούν επειδή τον ζηλεύουν, γι αυτό πλακώνεται.
- Ο Γιώργος σου δεν είναι αθλητής, είναι αθλητάμπουρας και τσόγλανος, γι αυτό πλακώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την πολύ συχνή της χρήση η φράση «πουτάνας γιός» καθιερώθηκε τόσο πολύ στην γλώσσα μας που πλέον μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μία, ενιαία και αδιαίρετη λέξη. Κάτι σαν την Αγία Τριάδα. Συχνότατη η χρήση της λέξης αυτής στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες και όπου βασιλεύει η κλασσική ελληνική καφρίλα.

Κλίση του ουσιαστικού

Ενικός Αριθμός

Ο πουτανασγιός
του πουτανασγιού
τον πουτανασγιό
πουτανασγιέ

Πληθυντικός Αριθμός

Οι πουτανασγιοί
των πουτανασγιών
τους πουτανασγιούς
πουτανασγιοί

  1. - Τι έδωσε ρε ο πουτανασγιός; ΠΕΝΑΛΤΥ;
    - Όχι ρε. Θέατρο
    - Α. Δεν είναι και τόσο πουτανασγιός τότε. ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ!!

  2. - Μία ώρα περιμένω για μια κωλοϋπογραφή ρε αρχίδια, πουτανασγιοί!
    - Σας παρακαλώ κύριε, ηρεμήστε
    - Σκάσε μωρή πουτανασκόρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified