Further tags

Άτομο με χαμηλό ανάστημα, κυρίως ηθικό. Η πατρότητα της λέξης μάλλον ανήκει στον Νίκο Καζαντζάκη.

Ο «υπεράνθρωπος» είναι στο βάθος ένα δειλό ανθρωπάκι, ένα χαμαντράκι. Αυτό είναι συνήθως και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των «υπεράνθρωπων». Κι ευτυχώς! Διαφορετικά η γη θα γέμιζε με «Χίτλερ» ή τα φρενοκομεία με παλαβούς! (Γαλάτεια Καζαντζάκη)

Ως την τελευταία στιγμή, παρακαλώντας τον πατέρα της Aγαμέμνονα να μην τη σφάξει, λέει «καλύτερα κακή ζωή παρά ωραίος θάνατος». Mόνο όταν διαπιστώνει πως είναι αμετάκλητα καταδικασμένη, όταν βλέπει ανάλγητο τον ίδιο τον πατέρα της, όταν βλέπει τον Aχιλλέα, το μέλλοντα σύζυγό της, που της υπόσχεται ότι θα τη σώσει, να τα στρίβει και να φέρεται σαν χαμαντράκι, τότε δέχεται να πεθάνει. («H Iφιγένεια πεθαίνει από αηδία...», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21-07-02)

Ναι ρε μακάκα. Αν δεν έρθουμε στο Παγκρήτιο δεν μπορούμε να διαδηλώσουμε ή να την πούμε στα αφεντικά σου. Φοβάσαι ρε τσουτσέκα μη σε κάνουν νταντά οι προϊστάμενοί σου και βάζεις τους ασφαλίτες να μας... τρομοκρατούν μια πάρτη; Είσαι κωλόφαρδος ρε χαμαντράκι επειδή μας πέτυχες πάνω στο «άι σιχτίρι μας» και στην κούραση. Αλλά όλα τελειώνουν σύντομα και να δω μετά (αν πάρεις διαχειριστική παράταση και δε σου δώσουν το σουτ και σένα) πόσο μάγκας είσαι, κλανιάρη. (Από διαδικτυακό φλογοπόλεμο)

Δε βγάνω έξω κανένα - ίδια και χειρότερα είναι τα χαζοπούτανα που χορεύουν πάνω στα τραπέζια τις κοντυλιές σε ρυθμική αγωγή τσιφτετελιού στα κρητικοσκυλάδικα των Αθηνών και τα χαμαντράκια που παριστάνουν τους καπετάνιους με τις κούπες και το μεθύσι, ίδια (μα πιο επικίνδυνοι) οι πλαδαροί πρώην ρηγάδες φτιαγμένοι-μα-κοντά-στην-παράδοση μεσοκαιρήτες που μαζεύονται σε γελοιότητες τηλεοπτικού συναγελασμού και χαζοτραγουδούν ριζίτικα μέσα στο φώ κέφι του στούντιο. (Από διαδικτυακό παραλήρημα)

...το επαίσχυντο ξεπούλημα του ΟΤΕ είναι ένα μεγάλο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και εθνικό έγκλημα,που θα καταδιώκει στο διηνεκές τους θλιβερούς πρωτεργάτες και τα χαμαντράκια που το εμπνεύστηκαν και από την ιστορική κρίση τουλάχιστον δεν θα μείνει ατιμώρητο! (Από βλόγγο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσκεμμένα ανυπόστατος ισχυρισμός που στόχο έχει να παραπλανήσει. Σοφιστεία. Παπαριά που θολώνει τα νερά.

Πληθυντικός, οι κουγιές.

Ίσως προέρχεται από τα γαλλικά, couille = αρχίδι ή couillon = κρετίνος, γκραν μαλάκας. Εναλλακτικά, ίσως να προέρχεται από το όνομα γνωστού μεγαλοδικηγόρου με μετάθεση του τόνου.

  1. Εδώ πρόκειται για μία ξεκάθαρη δολοφονία που έχει εξοργίσει έναν ολόκληρο λαό. Να αφήσει ο Κούγιας τις κουγιές του στα τηλεπαράθυρα και το παιχνίδι με τα μίντια, γιατί εκτός του ότι τα βάζει με τη νοημοσύνη ενός ολόκληρου λαού, γίνεται αρωγός της κυβέρνησης και του κράτους για να συνεχιστεί εσαεί η αστυνομική βαρβαρότητα της ατιμωρησίας. (από Indymedia, 10/12/08)

  2. Για τις δηλώσεις του κυρίου Κούγια ότι δήθεν ήταν παρεξήγηση, πρέπει να πω ότι είναι ΚΟΥΓΙΕΣ Α ΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ!!! (Από το black-mail.blogspot.com)

Και του χρόνου! (από Vrastaman, 11/12/08)Ένα κι ένα αρχίδι. (από Hank, 09/02/09)(από Khan, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη, απεχθής γκόμενα. Ομοιάζει με το μπάζο, αλλά το «μπαζολιό» είναι πιο προσβλητικό ως ουδέτερο.

Βλέπε και μπάζο, μπαζόλα.

- Ρε συ, το είδες το μπαζολιό που πέρασε;
- Ναι ρε φίλε, σκέτη σαβούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων «μαλακία» και «βλακεία». Δεν σημαίνει τίποτα ξεχωριστό, απλώς χρησιμοποιείται χιουμοριστικά στη θέση κάποιας από τις δύο λέξεις.

- Γιώργο έχεις όρεξη να πάμε έξω για τζόγκινγκ;
- Τι μαβλακείες λες μωρέ, αφού ρίχνει μπόρα!

Βλ. και σχετικό λήμμα βλακαμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κομμάτι ξύλο.
  2. Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
  1. Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
  2. Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδιάφορος, ο σταρχιδιστής, αυτός που τους έχει όλους κλασμένους.

Μεγάλο κλαστήρι η Τόνια. Τρεις μέρες είναι που της έχω στείλει μήνυμα κι ακόμα να απαντήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτανιά κάποτε αποκαλούσαν το είδος συμπεριφοράς και διάθεσης που χαρακτηρίζει εκπροσώπους του αρχαιότερου επαγγέλματος (*)

Όμως η πουστιά δεν προϋποθέτει ομοφυλοφιλικές τάσεις. Το να είσαι δε Αθίγγανος δεν αποτελεί ούτε απαραίτητη αλλά ούτε ικανή συνθήκη για να κάνεις γυφτιές, αλλά ούτε και πρέπει να είναι κάποιος Ρομά για να βρομά!

Έτσι, και η πουτανιά εδώ και καιρό υπερέβη τα στενά όρια της πορνείας και πραγματοποίησε crossover στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό.

Με την παγκοσμιοποίηση άλλωστε, οι πόρνες -με την στενή έννοια της λέξης- είναι τα κατ' εξοχήν θύματα πουτανιάς: της τρίτης μεγαλύτερης παράνομης «βιομηχανίας» στον κόσμο, μετά το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων.

Η πουτανιά συνεπώς χρησιμοποιείται με ευρύτερο πνεύμα, περισσότερο clittéraire παρά cliteral:

- Το «η πουτανιά είναι στο αίμα της / του» δεν απηχεί το ήθος μάας πόρνης, αλλά στην μαεστρία του οιουδήποτε μπαγαπόντη να υλοποιεί ιδιοτελείς στόχους μέσω ανέντιμων, δολίων και υποβολιμαίων μεθόδων.

- Ο τίτλος «είσαι παλιά πουτάνα» σπάνια πλέον απονέμεται σε παλαίμαχες ιερόδουλες, αλλά περισσότερο σε πεπειραμένα, κωλοπετσωμένα και παμπόνηρα μπουμπούκια με πολλά χιλιόμετρα πουτινιάς στο κοντέρ τους.

Συμπέρασμα: Όλες οι φορείς πουτανιάς είναι παλιαδελφές, ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, θρησκεία και εθνικότητα!

Ωστόσο, για να μην ξεχνιόμαστε: Η γυναικεία πουτανιά παραμένει η βασίλισσα του είδους. Σε κάθε καμπή της ανθρώπινης ιστορίας, και για λόγους που δεν είναι της παρούσης, υπήρξε απείρως ευκολότερο για ένα Λίλιαν να αποκτά αγαθά και αξιώματα, εκμεταλλευόμενο τα θέλγητρα του ή και απλώς την μαλαγανιά του, πατώντας όμως πάντα στις μονίμως λιπμιντιάρικες διαθέσεις και ανασφάλειες ενός Περικλή, παρά το αντίθετο.

(*) *Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, η πορνεία είναι το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα. Το αρχαιότερο είναι εκείνο του κλέφτη.*

Γνωμικά για την πουτανιά:

- Η πουτανιά είναι γένους θηλυκού και ο κερατάς γένους αρσενικού!

- H φτώχεια θέλει καλοπέραση και η πουτανιά φτιασίδι!

- Το ράσο θέλει καλοπέραση και η πουτανιά φτιασίδι (επικαιροποιημένη βερσίον)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμούχα αποκαλείται τοσο το είδος κουρελιού που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση σωληνώσεων και άλλες βιομηχανικές χρήσεις, όσο και ο δακτύλιος στεγανοποίησης για κινητήρες. Εκ του ιταλικού cimosa (ούγια υφάσματος).

Σλανγκιστί, μωρή τσιμούχα αποκαλείται υποτιμητικά τόσο η άσχημη και συνήθως ξερακιανή γυναίκα (Βλ. πατσα(β)ούρα, λινάτσα) όσο και ο εν γένει σπασαρχίδης άνδρας.

- Τι θα μου πάρεις για δώρο μπουμπούκο μου;
- Μια φλάντζα.
- Γιατί, καλέ;;;
- Τι άλλο δηλαδή να σου πάρω μωρή τσιμούχα; Μπη στα διάλα από δω!

Για του λόγου το αληθές, καθαρίζει δονητές-- και; (από knasos, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Μηδενιστικός και αρκετά ισοπεδωτικός χαρακτηρισμός του γυναικείου φύλου.

Η έκφραση συνδυάζει κάποια υποθετικά χαρακτηριστικά που μοιράζονται οι γυναίκες με τα φίδια όπως το ότι είναι ύπουλες και σου την φέρνουν εκεί που δεν το περιμένεις, με το γεγονός ότι διαθέτουν βυζιά.

Συνήθως χρησημοποιείται σαν αναφώνημα οργής από κάποιον παθόντα, αλλά μπορεί να είναι και επιφώνημα συμπαράστασης από τους φίλους του.

Σίγουρα ένας σκληρός και άδικος όρος.

Ενικός (φίδι με βυζιά) δεν υπάρχει.

«Μα είναι δυνατόν ύστερα απ' όλα αυτά που έχω κάνει γι' αυτήν να με κερατώσει; Πουτάνες, φίδια με βυζιά, όλες τους!»

«Χαλάρωσε ρε συ, αφού ξέρεις ότι έτσι είναι οι γυναίκες, τι περίμενες; Φίδια με βυζιά...»

(από Groucho, 30/11/08)Σχετικό άσμα του τιτανοτεράστιου (;) λαϊκού αοιδού Παντελή Παντελίδη, που μεταφέρει αυτό ακριβώς το feeling (από ThomasTheBarbarian, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified