Further tags

Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.

Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:

  1. Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν, και
  2. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία, όπως έγραφαν οι αχρείοι ημών πρόγονοι.

Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.

Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.

1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»

2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!

Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.

Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!

Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».

Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.

  1. - ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).

  2. - Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).

  3. - Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).

  4. - Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).

Αντρέας η original φτερού (από Vrastaman, 30/10/08)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέπλυμα, η πολύ άχαρη γκόμενα, η χλωρίνη, η ξενέρωτη.

Λέγεται για γυναίκες οι οποίες σου δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν υπόσταση, τόσο άχρωμες και άοσμες είναι, σαν το ρούχο που έχει ξεβάψει από τα πολλά πλυσίματα χωρίς όμως να έχει την γοητεία του «used». Η ξεπλένω συνήθως μοιάζει με ανολοκλήρωτο έμβρυο, δηλαδή κάτι λείπει από τα χαρακτηριστικά της -δεν διαθέτει, πχ, ούτε καν την παιδική και ανώριμη εμφάνιση της λολίτας. Είναι φυσική ξανθιά, ξερακιανή, πουλόμορφη, με ίσιο συνήθως λιγδιασμένο μαλλί που έχει σκοτεινιάσει κάπως με την πάροδο των χρόνων, άβαφη, με καλό δέρμα (που λάμπει κάπως, όπως το έχουν οι καλόγριες), άτριχη, μυρίζει αγνότητα γιατί καμία κατάχρηση δεν έχει περάσει από πάνω της ή από μέσα της.

Δεν είναι όμως μόνο θέμα εμφάνισης αλλά και προσωπικότητας. Η ξεπλένω είναι αυτή που δεν θα σου σφίξει ποτέ το χέρι αλλά θα το αφήσει να πέσει ιδρωμένο μέσα στο δικό σου όταν χαιρετηθείτε, η φωνή της περνά απαρατήρητη, το βλέμμα της είναι άδειο, η ζωή της αδιάφορη στους πάντες. Απλώς υπάρχει και όλοι απορούν γιατί, καθώς και τί μπορεί να νιώθει αυτή από τη ζωή.

Βέβαια, επειδή πολύ συχνά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, η ξεπλένω μπορεί να αποδειχθεί μέγα βίτσιο στο γαμήσι, να είναι, πχ ουρολάγνα (για να μη μιλήσουμε πάλι για σκατά), να θέλει πολύ ξύλο, να προκαλεί, τέλος πάντων με αναπάντεχο τρόπο τον παρτενέρ της, αν ποτέ βρεθεί κανας τέτοιος στο κρεβάτι της. Αλλά μπα, δε νομίζω ούτε κι αυτό να ισχύει.

Η αλήθεια είναι ότι ο όρος ταιριάζει κατά τη γνώμη μου περισσότερο σε γυναίκες άνω των σαράντα, στην ηλικία δηλαδή κατά την οποία έχει πια φανεί για τα καλά η προσωπικότητα στο πρόσωπο. Αν λοιπόν τότε δεν διακρίνουμε τίποτα μα τίποτα στη φάτσα μιας γυναίκας, έχουμε να κάνουμε με ξεπλένω χίλια τα εκατό.

Συχνά απαντώνται κάτι τέτοιες στα ΒΠ ή σε θρησκευτικά περιβάλλοντα, αλλά και στην ΚΝΕ βεβαίως βεβαίως, στην βουλή (δεν θα τις πω, δεν θα τις πω), στο διπλωματικό σώμα, ανάμεσα στις αεροσυνοδούς, στα ταμεία των σουπερμάρκετ, άμα ψάξετε καλά θα βρείτε και αλλού.

Η λέξη, μέχρι τα τώρα, δεν έχει πληθυντικό.

Την πουτσίσαμε, μεγάλε... Ψηφίσανε για πλάκα οι μαλάκες την Αλίκη για πρόεδρο της τάξης και τώρα αυτή την ξεπλένω θα την έχουμε στην καμπούρα μας για μια ολόκληρη χρονιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομα με πατέρα αγνώστου ταυτότητος και λοιπών στοιχείων. Συνώνυμο της λέξης μπάσταρδος. Η λέξη προέρχεται από το μουλάρι, το οποίο ως γνωστόν αποτελεί διασταύρωση όνου και ίππου, και δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Συχνάκις συναντάται και ως μούλος.

Ήρθε χθες η αδελφή μου με το μούλικο τον γιο της, για να μου πούνε ότι η μάνα μου θα γράψει το σπίτι σ' αυτούς, αφού τους ανήκει δικαιωματικά. Ο μούλος μου είπε επίσης ότι αυτοί φροντίζουν τη γιαγιά περισσότερο από εμένα, γιατί την αγαπάνε. Άκου τι άνθρωποι υπάρχουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς ως σαλτιμπάγκος ορίζεται ο μεσαιωνικός υπαίθριος γελωτοποιός, συνήθως άσχημος και αξιολύπητος τη εμφανίσει, συνήθως τελεί υπό τας εντολάς κάποιου προύχοντος και καθήκον του είναι η διασκέδασις των συνδαιτυμόνων. Σήμερον, σαλτιμπάγκος είναι ο γελοίος τη εμφανίσει ή/και λόγω συμπεριφοράς.

(Εν ώρα αχαλίνωτης διασκεδάσεως εν χοροοινοπνευματοποτείον, κοινώς club)

Κλέων: - Ουάου λέγω! Η χορευτική φιγούρα εις την οποία προβαίνω καταπλήσσει και διασκεδάζει τους πάντες!
Τίμων: - Μα προκαλείς σε όλους γέλωτα εμπαιγμού και ειρωνείας! Διατί χορεύεις αφού δεν γιγνώσκεις χορόν; Σαλτιμπάγκος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για παιδάκια κυρίως, τα οποία λειτουργούν απερίσκεπτα και ανώριμα... Λειτουργεί περισσότερο σαν χαϊδευτικό, παρά σαν ύβρις όταν χαρακτηρίζεται κάποιος έτσι.

- Όποτε παίζω σκάκι με το αδερφάκι μου, παίζει επιπόλαια, και το παιχνίδι το τελειώνω σε 4 γύρους...
- Το βαζάνι, μικρό είναι... Θα μάθει σιγά σιγά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όπως το γκαβός ή βλάκας, αλλά συνήθως για να αποδώσει χειρότερη κατάσταση του νοητικού επιπέδου του ατόμου για το οποίο προορίζεται απ' ό,τι τα παραπάνω.

Τρεις φορές στο 'πα ρε γκαβίλια ότι έπρεπε να στρίψεις αριστερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα.
Η εντελώς τελειωμένη γκόμενα, η πολύ χοντρή ή εύκολη.
Εναλλακτικό της λέξης μαλάκας μεταξύ φίλων.

  1. -Ρε συ, τη γαμάνε άντρες αυτή;
    -Πώς να τη γαμήσουνε ρε; Αφού είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

  2. (εναλλακτικό)
    -Πού είσαι μωρή πατοκαφρόλα (και καλά «πού είσαι ρε μαλάκα;»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που και τον παίρνει και μιλάει κι από πάνω.

Με τη λέξη, ο ομιλητής εκφράζει την αγανάκτησή του για το γεγονός πως ο συνομιλητής του δεν φτάνει που είναι ομοφυλόφιλος, έχει και θράσος.

- Άσε ρε θρασύπουστα...ζητάς και τα ρέστα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified