Further tags

Η κοπέλα τελειωμένη (και των δύο φύλων) που γαμιέται με όλους και τα πίνει όλα, χάπια, ουίσκια και κόκα κόλα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βαριά βρισιά-προσβόλα, αλλά ενίοτε πανηγυρίζεται σε καυλο-ιστοριούλες ή παστικούς διαλόγους όπου πρέπει να εξαρθεί η ολοκληρωτική αυτοπαράδοση του ερωμένου /-ης.

  1. Καθολου οξυμωρο, ειναι ζωη αυτη να σε χρησιμοποιουν τοσα ατομα σα χυσοκανατα; Οπως ειπα και πιο πριν, γαμησι, φαι, υπνος, αυτη ειναι η ζωη τους.
    μπράβο ;)
    αισθάνονται όμως όμορφα μέσα στην αθλιότητά τους! (Εδώ).

  2. α ναι τον θυμαμαι αυτον...αλλος ενας ηθοποιος «εναλλακτικος εραστης» για «σκεπτομενες» γκομενες που πακετο με τον μουζουρακη προσπαθουσε να πασαρει το λαμπρακοκαναλο πριν κατι χρονια...κανει ταιριαστο ζευγαρι με την χυσοκανατα του κομματικου σωληνα που παντρευτηκε.... (Εδώ).

  3. 23 χρονος, άτριχος, ψάχνει άγριο και σκληρό επιβήτορα για να με κάνει χυσοκανατα του !!!!
    Πάνω απ όλα όμως ψάχνω για αισθήματα !!! (Εδώ).

(από Khan, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που οι γονείς του το έχουν κάνει σε μεγάλη ηλικία, και για αυτό θεωρείται ότι επειδή το σπέρμα δεν είχε δύναμη, έχει βγει λειψό και με ειδικά προβλήματα. Η έκφραση χρησιμοποιείτο παλιά ως βρισιά, αλλά είναι επίκαιρη και στις μέρες μας, όπου γεροντομάνες και γεροντοπατεράδες πιεσμένοι από οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, αλλά και από πρότυπα, τ. Sex & the City, αργούν υπερβολικά να τεκνοποιήσουν.

  1. Ενιοτε συμβαινει και το δευτερο...και τοτες εχουμε φαινομενο του τυπου να ρωτανε το παιδακι των 10 χρονων που το συνοδευει ο 60 αρης μπαμπας του «Γιωργακη,τον αγαπας τον παππου σου;»
    Ο σοφος μας λαος εχει μια φτιαξει μια λεξη γιαυτην την περιπτωση γεροντοπιασμα που πα να πει το παιδι που ο γονεις του το συνελαβαν (επιασαν) σε μεγαλη ηλικια... (Ποιότητα σπέρματος και ηλικία).

  2. Τρίτος, ο Πατασμός, ο λυράρης. Αυτός ήταν ένας λειψανάβατος και νεραϊδογλειμμένος, εννιά γιους είχε κάμει ο κύρης του, κι αυτός ήταν ο στερνός, γεροντόπιασμα. Δεν είχε πια ο σπόρος δύναμη, και τον έβγαλε λειψό. (Νίκου Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, Αθήνα 2010, σ. 233).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρ' Τον Πούλο.

Ιδιαίτερα προσφιλές αρκτικόλεξο, ειδικά στα σχολεία της δεκαετίας του '70, όταν ήθελε να πει κανείς βρωμοκουβέντες, αλλά οι ποινές (αποβολές κλπ) ήταν μεγάλες και ο φόβος εμφανής. Η «διαρροή» των αρχικών δεν τεκμηρίωνε έγκλημα στο στο συμβούλιο καθηγητών, αλλά και στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων.

Η προφορά του περιελάμβανε ένα-ένα τα γράμματα ξεχωριστά: Πι, Ταφ, Πι. Υπήρχε και ενισχυμένη εκδοχή Π.Τ.Π.Κ.Φ. (Παρ' τον Πούλο και Φύγε).

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι συνήθως συνοδεύεται με την προσφώνηση «μαλάκα», θέλοντας να τονίσει την διαχειριστική ικανότητα του αποδέκτη του Πούλου επί του συγκεκριμένου θέματος συζήτησης.

  1. - Της την έπεσα της Βασούλας, αλλά δεν μου έκατσε...
    - Ρε μαλάκα, έκανες αυτά που σου είπα ή φάνηκες ζήτουλας;
    - Μου φάνηκε πολύ χοντρό ρε φίλε να το κάνω έτσι.
    - Ε... Π.Τ.Π. τώρα μαλάκα!

  2. - Πω ρε φίλε... Δεν πρόλαβα να δηλώσω συμμετοχή στο σεμινάριο και έληξε η προθεσμία!
    - Ας πρόσεχες μαλάκα... Π.Τ.Π. τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, ποτέ των ποτών δεν θα υπεπίπτα σε σεχ με το συγκεκριμένο ατομάκι. Γιατί είναι μπάζο τ. «να μασάς σκατά και να φτύνεις» ή/και μαλακισμένο ή/και δεν γουστάρω να παίξω ρώσικη ρουλέτα μη τσιμπήσω κάνα σκουλαμέντο ή τίποτε καργιόλια.

Χρησιμοποιείται από όλα τα φύλα.

Εναλλακτικά: ούτε με ξένο (μ)πούτσο.

- Λίλιαν, είσαι μια αραχνοΰφαντη πικροθαλασσιά του πάθους που με στέλνει με ένα βλέμμα στο ανθοπωλείο να αγοράσω τριαντάφυλλα...
- Ούτε με χίλιες καπότες, ΜΧΣ!

- (...) μα εγώ δεν μιλάω για αυτόν που είναι μίλια μακριά, αλλά για αυτόν που στα λιμέρια μας μικρόβια κουβαλά, που οι συναναστροφές του είναι μολυσματικές και ούτε με χίλιες καπότες δεν γλιτώνεις απ’ αυτές...
(χιπχοπάκι, εδώ)

0.27 (από Vrastaman, 04/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικα λόγια, κούφια. Λόγια του χειρογλύκανου.

Εκ του βιβλικού Αυνάν, ο οποίος όταν συνευρίσκετο σεξουαλικά με τη γυναίκα του εκλιπόντος αδελφού του εξέχεεν επί της γης.

- Πάμε ρε στην ομιλία, να ακούσουμε τις νέες ιδέες του πανμμέγιστου, θα μας σώσουνε λένε, θα βγούμε από το τέλμα λεει!
- Άσε ρε μη σου πω τίποτα για τη θειά σου τη χορεύτρια...ποιος μιλάει, ο Αυνάν:
- Α...κατάλαβα, αυνανολογίες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Πιτσαπέρδουλο είναι ένα κολεόπτερο (θυμίζει μορμότζιλα των χαμερπίων) με ένα πολύ περίεργο μηχανισμό στην κίνηση του(πέταγμα). Ενώ πετάει, ρουφάει ποσότητες αέρα που εγκλωβίζει σε ένα ασκό που έχει ανάμεσα στο κυρίως σώμα του (θωρακικό τμήμα) και στην κάτω μεβρανοειδή κατάληξη του υπολοίπου σώματος του, τον οποίο αέρα εξαπολύει με ένα μακρόσυρτο και υπόκωφο (κλανέοντα) θόρυβο. Η κίνηση του (πέταγμα του πιτσαπέρδουλα) είναι σαν ένα μπαλόνι που αφήνεις να ξεφουσκώσει.

Αυτό το περίεργο πλάσμα αρέσκεται (παθητική φωνή) στην πίτσα, και ο,τι έχει παρόμοια γεύση, και τα συστατικά αυτής. Αν τρως πίτσα στο μπαλκόνι, πρόσεξε το, κάνει βουτιά και τρώει ένα κομμάτι, σαν τερμίτης, κατόπιν αρχίζει (να πέρδεται ασύστολα) κάνοντας κύκλους γύρω από τα κεφάλια των παρευρισκομένων εν τω μπαλκόνιον ταύτω.

Πιτσαπέρδουλο: φανταστικό έντομο (κολεόπτερο)το οποίο τρώγων τη πίτσα πέρδεται.

Από ξεκατίνιασμα σε φόρουμ:

Ρε πιτσαπέρδουλα, αν ανοίξω κουβέντα με ένα στρείδι για την ανθρώπινη εξέλιξη, θα μου παραθέσει πολύ καλύτερα επιχειρήματα από σένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μη ανδροπρεπής χαιρετισμός, αλλά και ως εκδήλωση θαυμασμού. Συχνά την χρησιμοποιεί κανείς όταν θέλει να μιμηθεί κάποιον gay γιαυτό και η λέξη αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους ομοφυλόφιλους.

- Γιαννάαααααακηηη; Τσουτσουμπρούτζου!

- Τι καλέ αυτός δηλαδή είναι τσουτσουμπρούτζου τελείως;

- Άσε με ρε μαλάκα, εγώ είμαι άντρας, δεν τα μπορώ αυτά τα τσουτσουμπρούτζου.

ΑΜΑΝ (τσουτσουμπρούτσου) (από patsis, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός χαρακτηρισμός, εναλλακτική και ίσως ελαφρότερη εκδοχή του του ζώοv.

-Μπιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιπ, άιντε ρε ζωάδι κουνήσου!

-Καλά συγνώμη, ήπιες όλο τον χυμό ρε ζωάδι;

-Πραάοουυ (κλανιά) -Μπράβο, ζωάδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ζ' μπούτσα μ' (στην πούτσα μου) το οποίο χρησιμοποιούσαν στα χωριά είτε για να δηλώσουν παντελή αδιαφορία για μία κατάσταση ή για να δείξουν ότι αυτά που τους λέει ο συνδαιτυμόνας τους τους έχουν πρήξει τους όρχεις και δεν δύνανται να συνεχίσουν να ακούν τις παπάρες του.

Η φράση κατά το πέρας των χρόνων διεσώθη και είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλάς περιοχάς της δυτικής Ελλάδος. Απαντάται κυρίως στην γιαννιώτικη διάλεκτο.

- Ζμπούτσαμ ρε φίλε σταμάτα να μιλάς για την πατσουρογκόμενα που γάμησες χτες, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια!

- Γιάννη, ο Μουτσοτρίκος απέναντι ζήτησε να του φέρεις την βεντούζα γιατί κόλλησε πάλι μια κουράδα στο καζανάκι
-Ζμπούτσαμ, βλέπω τηλεόραση τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία πολύ άσχημη γυναίκα η οποία προσπαθεί να φανεί σέξι στα μάτια του ανδρικού πληθυσμού.

- Πού πας μωρή χλαμούτσα;;;;έχεις κοιταχτεί στον καθρέπτη που μου θές και μαγιώ μπραζιλ;;;
- Εγώ δεν έχω ανάγκη.. έσυ να κοιτακτείς που είσαι σα μπάλα ποδοσφαίρου...
(ξεκατίνιασμα στο φβ κλασικά)

μια εικόνα όσο χίλιες λέξεις..... (από Ladysapia, 29/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified