Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.
ιδιο με τον ορισμο
Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.
ιδιο με τον ορισμο
Got a better definition? Add it!
Πανάσχημος σε βαθμό παραμόρφωσης.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ: μογγολάκια, αυτιστικά παιδιά, σακάτηδες παντός είδους, σπαστικά, παραπλήγες, μουγγοκωφάλαλοι που επικοινωνούν με γρυλίσματα, όσοι τραβιούνται με δερματικά (ψωρίαση, λεύκη κλπ), όσοι κυκλοφορούν με κατεβασμένη μάπα (από μαχαίρι, οξύ, ζέον ύδωρ κλπ), ακόμη κι όσοι έχουν παραμορφωθεί από αλλεπάλληλες πλαστικές επεμβάσεις, βλ. π.χ. Μίκυ Ρουρκ ή Γιάννης Φλωρινιώτης.
Όλοι οι παραπάνω ανήκουν φυσικά και στην κατηγορία φρικιά (περίπτωση 2 του ορισμού).
ΑΛΛΑ ΣΥΝΩΝΥΜΑ:
έχει τρακάρει με νταλίκα
έχει τρακάρει με τρόλεϊ
έχει τρακάρει με περίπτερο
Επίκαιρο λόγω Ιαπωνίας. Λεγόταν και στα 80'ς λόγω Τσέρνομπιλ. Είναι γνωστό οτι η έκθεση της μητέρας σε ραδιενέργεια έχει επιπτώσεις στο έμβρυο, το οποίο μπορεί να βγει τερατάκι τσέπης (όχι πόκεμον). Για τερατογενέσεις ευθύνονται και ορισμένα φάρμακα, βλ. π.χ. θαλιδομίδη και τα διάσημα «παιδιά της θαλιδομίδης» τα οποία γνωρίσαμε και αγαπήσαμε μέσα απ' τα βιβλία ψυχολογίας του λυκείου.
- Έχω προσέξει οτι η Ελένη τελευταία με κοιτάει κάπως. Λες να ψήνεται;
- Μαλάκα πάλεψέ την, η γυναίκα δε βλέπεται, είναι πυρηνικό ατύχημα, έχεις δει τη μύτη της;
(εκφοβισμός σχολικού νταή προς φλωράντζα)
- Μη μιλάς ρε πυρηνικό ατύχημα, θα σου βάλω τα γυαλιά στον κώλο να κλάνεις μυωπία.
- Θα πλήρωνα 100 ευρώ για να μη βλέπω μπροστά μου αυτό το πυρηνικό ατύχημα, μου χαλάει την αισθητική.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε σε γηραιά, άμυαλη κυρία (εντός εισαγωγικών), τρελοκαμπέρω, αμφιβόλου ηθικής υπόστασης, η οποία καμώνεται και την ωραία και μοιραία... τρομάρα της.
Εκ του «αμόλα μωρή ψώλα».
Τι είναι αυτές οι μαλακίες που λες... Σκάσε μωρή φόλαψόλα.
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη και απαίσια γηραιά κυρία.
Άντε μωρή τζατζόγρια που θες και τεκνά! Δεν κοιτάς τα χάλια σου;!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που έχει αποδοθεί από τον Γ. Μητσικώστα για τους εν γένει άρχοντες ενός τόπου δια στόματος (υποτίθεται) αρχηγού κόμματος.
Καλησπερίζω τα βόδια... Πάτε και ψηφίζετε με κλειστά μάτια και μετά κλαίτε που καθηλώνονται οι συντάξεις... και μιλάτε για κεφαλικό φόρο και άλλα καραγκιοζιλίκια... Τυχεροί είστε που δεν φορολογούν τη μαλθακία που σας δέρνει... Βλαμεναραίοι!!!
Τι περιμένατε ρε ζώα, να σας δώσουν λεφτά αυτοί που πάτε και ψηφίζετε; Θέλατε τους Λαμογιολιγουραίους... Φάτε σκατά τώρα... Βόδια και Αγελάδες...
Got a better definition? Add it!
Μπουρδελιστάν, μια λέξη που συνοψίζει τη πραγματικότητα μιας χώρας την οποία ζούμε: μια χώρα παιδική χαρά όπου όλα επιτρέπονται, κανένας δε δίνει λόγο για τις πράξεις του. Ευθύνη, συνέπεια, αξιοκρατία είναι λέξεις άγνωστες.
Δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει αύριο, ποιος καινούργιος νόμος θα ισχύει, πόσα θα σου ζητήσει το κράτος να πληρώσεις για να τακτοποιήσεις εκκρεμότητες που το ίδιο άφησε να δημιουργηθούν.
Μπουρδελιστάν, μια χώρα που μερικές δεκάδες χιλιάδες ζουν σε βάρος εκατομμυρίων.
Got a better definition? Add it!
Δοκίμως, το σαφρίδι είναι ψάρι με επιστημονικό όνομα τράχουρος ο γνήσιος και ετυμολογείται από το σαυρίδι. Σλανγκικώς είναι το αρχίδι, απλά και μόνο επειδή μοιράζονται την κατάληξη -ίδι, καθώς και τέσσερα φωνήματα στο σύνολο. Συνήθως στον πληθυντικό, σαφρίδια.
- Χρόνια πολλά ερωτευμένοι, τι δώρο;
[...] μου απαντησε:
«Ενα...σαφριδι!»
Ε, καλα, δεν μου ειπε ακριβως «σαφριδι» αλλα πιανετε το νοημα. (Εδώ).
Παραιτήσου αμα εχεις σαφρίδια και κοψε τις λλακίες! (Εδώ).
και με καβάλησε χαιδεύοντας συνεχώς τα σαφρίδια μου, μετά από 5λεπτο και αφού (έκανε ότι) έχυσε, ξεπέζεψε και μου έστησε το κουλουράκι της. (Εδώ, για ενηλίκους).
Got a better definition? Add it!
Αυτής της οποίας δεν θέλουμε να προφέρουμε καν το όνομα, είτε γιατί δεν θέλουμε πια να την ξέρουμε, ή γιατί είναι γενικώς ανάξια λόγου, ή γιατί δεν μας ενδιαφέρει στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης συζήτησης.
Στριμενιά μεταξύ γυναικών, κυρίως.
Το αρσενικό («απαυτούλης» ή «απαυτός») χρησιμοποιείται σπανιότερα. Εκτός αν έχει την έννοια που περιγράφεται στον ξεχωριστό ορισμό απαυτούλης.
Από το ρ. απαυτώνω.
Συνώνυμο: η πώς τηνα λένε / ο πώς τονε λένε, η λεγάμενο /-ος, η σκατούλα, η Κυρία.
Το ουδέτερο (απαυτό) είναι σα να λέμε γαμίδι κττ.
Όσο τα λέει η γυναίκα, βγαίνει μια απαυτούλα και λέει για το χαλάζι που έριξε στην Πελοπόννησο και έκαψε τα πορτοκάλια κι όταν τελειώσει η απαυτούλα, βγαίνει ένας απαυτός και λέει κάτι άσχετο περίπου σαν της απαυτούλας, εν τω μεταξύ το μανάρι έχει ξεχάσει πως ήδη έχει ιντερβιουβάρει την καλεσμένη και την ξαναπλησιάζει...
Κι ύστερα γυρνάς σπίτι και μπαίνοντας στην πολυκατοικία βλέπεις την κυρά-απαυτούλα που μόλις βγαίνει από την άλλη κυρά-απαυτούλα που είχε πάει να της πει τον καφέ, το τσάι ούτε που ξέρω. Και σκέφτεσαι «που ζω ρε συ;»...
Όταν ο άνθρωπος είναι ερωτευμένος, εθελοτυφλεί και δε θέλει να πιστέψει τα προφανή. Ε σε μια τέτοια κατάσταση είναι και ο Φώτης φαντάζομαι. Όσο για το ότι βγαίνει και από πάνω η απαυτούλα, όλες και όλοι έτσι κάνουν, σαν άμυνα για να κρύψουν τα καμώματά τους. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση...
Ο απαυτούλης είχε μια εκπομπή στο θρυλικό κανάλι 67 όπου όποιος τον έπαιρνε τηλέφωνο του έκανε πλάκα.
Σήμερα έκανα την πρώτη αλλαγή από τότε που αγόρασα το αυτοκίνητο, έβαλα για πρώτη φορα τα p zero rosso ... απ ότι μου είπε ο απαυτουλης εκεί θα είναι ok για αρκετά km...
Από το νέτι όλα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Συνδυάζει το σαχλός με το αλητάμπουρας.
Το σαχλέμπουρας σαν λέξη ήταν επινόηση του 7χρονου γιου μου, που απευθύνονταν σε γνωστό διοπτροφόρο τηλεπαρουσιαστή...
Got a better definition? Add it!