Further tags

Ο αργόστροφος, ο βλαξ, ο χαζός, ο μωρός, ο ηλίθιος, o ξεκούτης, ο ξεμωραμένος, ο σερσέμης, ο ανόητος, ο αχμάκης, ο χαζούτσικος, ο τοκ-τοκ κλπ..

Και μπουνάκης, μπουνάκας, μπουνάκλας, μπονάκης.

Παίζει και το ρήμα συνήθως σε αόριστο, «μπουνακλάντισα», με την έννοια ότι εξουθενώθηκα, ταλαιπωρήθηκα, πρήχτηκα, κουράστηκα, χάζεψα.

Επίσης «μας μπουνακλάντισες», δηλαδή μας έπρηξες, μας κούρασες, μας χάζεψες , μας ταλαιπώρησες, μας κούρασες.

Από το τούρκικο bunak που εννοεί κάτι σαν τη γεροντική άνοια.

  1. - Δεν παραξενεύομαι καθόλου μ αυτά που σου είπε, γιατί ξέρω τι μπουνακλάκης είναι.

  2. Η Λάουρα: - Ίσα ρε μπουνακλάκη, που θες να μας πάρεις νυχτιά με 50 ευρώ.

  3. - Πω Πω, πολύ κουραστικός είσαι μωρ' αδερφάκι μου, μας μπουνακλάντισες.

  4. Από το πρωί, όλη μέρα τρέχω στις υπηρεσίες, ανέβα-κατέβα, αμάν πια, μπουνακλάντισα.

(από iwn, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρη. Η Γενική της μάνας σου μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: το μουνί της μάνας σου, ήτοι γαμώ το μουνί της μάνας σου. Αντιθέτως η Ονομαστική δεν μπορεί να σημαίνει αποκλειστικά και μόνο η μάνα σου γαμιέται υπό εμού, μπορεί να σημαίνει και άλλα πράγματα. Λ.χ. η μάνα σου αρέσκεται να πηγαίνει βόλτα στην Μαρίνα του Φλjοίσβου και να βλέπει το ηλιοβασίλεμα ή η μάνα σου φτιάχνει καλό ιμάμ μπαϊλντί.

Το θέμα είναι ότι ούτως ή άλλως ακόμη και η Ονομαστική αντί Γενικής δεν μπορεί παρά να είναι η τελευταία βρισιά σ' ένα βρις-οφ, μετά την οποία ακολουθεί το κλωτσομπουνίδι. Ο λόγος είναι ότι δεν επιτρέπεται στον συνομιλητή να έχει καμία οικειότητα με την μάνα μου που να μην περνάει αποκλειστικά και μόνο από μένα τον ίδιο, από κάτι που του έχω πει εγώ και το οποίο πρέπει αμέσως να τσιτάρει για να μην αφεθεί ο υπαινιγμός ότι έχει απευθείας γνώση / πρόσβαση στις συνήθειες της μάνας μου. Διότι πού το έμαθε, κύριοι, ότι η μάνα μου φτιάχνει καλό ιμάμ, ή ότι της αρέσει το ηλιοβασίλεμα; Δεν είναι ύποπτο;

Πού θέλω να καταλήξω: η ονομαστική αντί της γενικής είναι μια τάση στο υβρεολόγιο, η οποία δείχνει κάποιον που ναι μεν έχει προαποφασίσει να παίξει κλωτσομπουνίδι, αλλιώς δεν θα έθιγε την μάνα του συνομιλητή, είναι όμως πιο λαρτζ, πιο μεγαλόψυχος ή και μεγάλαυχος, λίγο πιο τουκανιστής και δεν θέλει σώνει και καλά να αναφερθεί στο μουνί της μάνας, αφού έτσι και αλλιώς το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Έχει κάποιον κώδικα τιμής στο βρις-οφ ή χρησιμοποιεί ένα ζιλετάκι του Okham: αφού μπορεί να παίξει ξύλο με μια μικρότερη βρισιά, γιατί να χρησιμοποιήσει την μεγαλύτερη; (προϋποτίθεται ότι οποιαδήποτε βρισιά προς τον συνομιλητή δεν προκαλεί αναπόδραστα ξυλίκι, ενώ η αναφορά στην μάνα του, ακόμη και η πιο υπαινικτική το εγγυάται).

Εννοείται ότι η βρισιά εκφέρεται με πολλά προφορικά αποσιωπητικά, μέχρι να αρχίσει το ξύλο.

Πάσα: Jeanoir.

- Σάλσα και γαμήσου ρε μαλακιστήρι!
- Ξέρεις, η μάνα σου...
(Τελευταία ατάκα σε βρις-οφ και ακολουθεί κλωτσομπουνίδι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσβολή, η δημόσια (ή και prive') βλάβη, ή, ακόμα, και η απόπειρα πρόκλησης βλάβης της τιμής και υπόληψης δι' έργων, λόγων ή παραλείψεων.

Σαν έκφραση της αίσθησης απαξίωσης, διαβαθμίζεται ως κατώτερη της προσβόλας που αποτελεί την κορωνίδα της προσβολής.

- Α, όλα κι όλα, δεν είμαι απ αυτούς που σηκώνουν το πρόσβολο. Θα καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιώ βαριά (βαρύτερη του αναμενόμενου) ύβρι η υβριστική έκφραση.

Δηλαδή παρακάμπτω τη sequence ενός τυπικού υβρεο-φρασεολογικού πινγκ-πονγκ.

'Η, αλλιώς, ξεκινώ τον καυγά με γκολ απ' τα αποδυτήρια, πριν ακόμα εκδηλωθεί σαφής διάθεση φιλονικίας.

Η φράση ακούγεται ιδιαίτερα στη περιοχή της Αχαΐας.

  1. - Σταμάτα τις μαλακίες, μη σου πω την τελευταία πρώτη.

  2. - Τι το 'πες τούτο πάλι τώρα; Μας είπες την τελευταία πρώτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χείριστη μορφή χυδαίας και κοινής γυναίκας. Εκ του σκατού και της καριόλας. Βλ. για τη χρήση της ατάκα του Εθνικού Πορνοστάρ Γκουζκούνη.

Τί κώλος είναι αυτός;! Πάρτα όλα μωρή σκατοκαριόλα!

Καταληκτική λέξη του πανούσειου άζματος (από Khan, 03/06/14)Και στη ντεκαφεϊνέ εκδοχή του Φοίβου Δεληβοριά (από Khan, 03/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eτσι αποκαλείται εντελώς τελείως υποτιμητικότερα του «βούλγαρος», ο φίλαθλος, οπαδός, παίκτης η αθλητής, κυρίως του Πανθεσσαλονίκειου αθλητικού ομίλου Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Πόλη της Βορείου Ελλάδος απέχουσας περί τα 120 Km απο της Ελληνικής μεθορίου μετά της γείτονος Βουλγαρίας, συμπαθεστάτης και φίλιας χώρας της ΕΟΚ, απ' όπου έλκει την ονομασία του, παραφραστικά, ο εν λόγω χαρακτηρισμός).

Οι ποδοσφαιρόφιλοι (διάβαζε καυγαδόφιλοι) και μη, της Νοτίου Ελλάδος δεν παραλείπουν, ευκαιρίας δοθείσης, να επιδαψιλεύουν συλλήβδην με τον παραπάνω εθνοπροσδιοριστικό τίτλο και τους υπολοίπους κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, με ιδιαίτερη προτίμηση, σ εκείνους της Κεντρικής Μακεδονίας.

Η προσφώνηση, ελλείψει προστατευτικού κιγκλιδώματος, αποτελεί θρυαλλίδα για την έναρξη τρανής κλωτσοπατινάδας.

Παράγωγα-τύποι: βουργάρα, βούργαροι, βουργαρία.

Όρα και βούλγαρος, βούλγαρος είσαι;

Υποδοχή σε ΠΑΟΚτσήδες στο λεωφορείο λίγο έξω απ την Αθήνα.
- Κατεβείτε κάτω ρε παλιοβούργαροι, με τα διαβατήρια σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποτε λεγόταν έτσι η Καλλιθέα (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο τουλάστιχον).

Γενικά, ο όρος χρησιμοποιείται για την υποτίμηση και την υποβίβαση μια πόλης η οποία, απ' όλες τις απόψεις, μας κάνει τη ζωή δύσκολη (λες και η πόλη είναι κάτι μόνο του χωρίς τους κατοίκους, τεσπα).

Λογοπαίγνιο και με την Λιμνούπολη του Ντίσνεϋ.

  1. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος και η Νίκη έφυγαν από Αθήνα, ζούνε τώρα στα Γκράβαρα και καλλιεργούν λαχανάκια.
    - Όχι θα καθόντουσαν στη Σκατούπολη σαν και μας του μαλάκες.

  2. Ποιά Μπουγατσαδούπολη; ΣΚΑΤΟΥΠΟΛΗ πρέπει να λέμε τη Θεσσαλονίκη!
    (από μπλογκ)

Καλλιθιώτισσα τσακίστρα (1940 Γ. Καρίπης - Σ. Παγιουμτζής) (από HODJAS, 10/11/10)(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 29/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published