Further tags

Η γυναίκα η οποία πλέον έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σεξουαλικά ταμπού και συνουσιάζεται ιδιαίτερα συχνά για τα τοπικά δεδομένα. Το αποτέλεσμα των πράξεών της είναι η απώλεια σεβασμού από τους άνδρες.

- Είδα πριν μέρες την Μαρία παιδιά και έμαθα ότι μετά τον Παύλο έγινε χυσαποθήκη.
- Κρίμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία χρησιμοποιείται από κάποιον που βρίσκεται σε κατάσταση θυμού και θέλει να βρίσει κάτι ιερό για να ηρεμήσει η ψυχή του αλλά δεν θέλει να αμαρτήσει βρίζοντας Χριστούς, Θεούς και Παναγίες.

Τα «είδωλα» μπορεί να είναι πρόσωπα (Κολοκοτρώνης, Καραισκάκης, Διάκος κ.τ.λ.) αλλά και αντικείμενα (τα κουμπούρια της Μπουμπουλίνας, το μπαστούνι του Καποδίστρια, τα ράσα του Παλαιώνε Πατρώνε Γερμανού κ.τ.λ). Βίντατζ έκφραση την οποία θα ακούσει κάποιος πιθανότερα από παλιούς.

Η δεύτερη παραλλαγή (γαμώ τα είδωλα της Πόλης) αναφέρεται φυσικά στην Κωνσταντινούπολη.

- Ποιος είναι βραδιάτικα;
- Εγώ είμαι μπαμπά, τράκαρα την μπέμπα...
- Γαμώ τα είδωλα της επαναστάσεως κωλοπαίδι, του άη πούτσου ανήμερα θα ξαναδείς αμάξι

(από Tzimhs, 05/11/10)(από Tzimhs, 05/11/10)

Βλέπε και εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο ασήμαντος, ή, απλά, ο μαλάκας.

Προφανώς, το μικρό σχήμα του άκακου και συμπαθέστατου οργάνου έγινε η αιτία να περιπέσει σε τέτοια εννοιολογική δυσμένεια.

-Α, τον παλιομπαγλαμά, πάλι εδώ γυρνάει. Αφού του 'πα να μη ξαναπατήσει το πόδι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ιωάννης Ράλλης, γιος του πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη και πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, ήταν Μακεδονομάχος και αντιβενιζελικός πολιτικός. Τον Απρίλιο του 1943 αντικαθιστά στην Πρωθυπουργία της κατοχικής κυβέρνησης τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, θέση στην οποία θα παραμείνει για μερικούς μήνες. Πιθανώς και με παρότρυνση των Άγγλων, οργανώνει τα Τάγματα Ασφαλείας, διαβόητες παραστρατιωτικές ομάδες που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς κατά του ΕΛΑΣ.

Λόγω της στολής Μακεδονομάχων που έφεραν, αποκαλούνταν «Γερμανοτσολιάδες» ή «ράλληδες», και προσήλκυαν το μίσος του δοκιμαζόμενου λαού. Μαζί με τους δοσίλογους και τους μαυραγορίτες αποτελούσαν τον πιο μισητό θεσμό της εποχής, και ακόμα και σήμερα ο όρος «ράλλης» ή «ταγματασφαλίτης» θεωρείται προσβλητικός.

από το ΔΠ (ironick)

Ράλλη, αλήτη, ταγματασφαλίτη!

(από Vrastaman, 05/11/10)Λιγο μετά τα ραλλικά λεφτά, στις 3/11/44 κυκλοφόρησε αυτό με την υπογραφή του Ζολώτα. Αποσύρθηκε λιγες μέρες μετά. Ο υπερπληθωρισμός χτυπούσε ταβάνι (από GATZMAN, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.

Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.

Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης, ο ακαμάτης, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, αλλά και ο περιθωριακός, ο περιθωριοποιημένος.

Απο το τούρκικο kopuk = αποκομμένος, αλήτης, κομμένος, ξεκομμένος.

Να μη συγχέεται με το κιοπέκ, από το επίσης τούρκικο köpek = σκύλος.

Λέγεται και κοπούκι.

-Τα 'μαθα τα μαντάτα για την αφεντιά του. Είναι μεγάλο κουπούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).

Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.

Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.

- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακιασμένη ξινίχλα αδελφή. Που έχει υιοθετήσει την γυναικεία ξινίλα στα μούτρα του και στη συμπεριφορά του.

Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε, όχι ντε και καλά για ομοφυλόφιλο (ίσως μάλιστα σπανιότερα), ακριβώς όπως και τα βρωμόπουστας, σκατίπουστα κττ. Έχει δηλαδή σκοπό πιο πολύ να υποβιβάσει τον άλλον (χρησιμοποιώντας την κατάληξη που δηλώνει ομοφυλοφιλία), παρά να υποδηλώσει ότι είναι πράγματι αδελφή. Κι αυτό γιατί, παρά τις κοινωνικοσεξουαλικές προόδους μας, εξακολουθεί η κατηγόρια αυτή (το να σε πουν αδελφή) να είναι βαριά κι ασήκωτη για ένα ντούρο σερνικό...

Απ' όσο ξέρω δε, το λένε κατά κόρον και οι ίδιοι οι γκέοι για άλλους τέτοιους -και δη με περισσότερη έμφαση.

Ηπιότερο και μάλλον χαριτωμένο συνώνυμο είναι και το «ξινομυζήθρα».

- Αν μη τι άλλο ο ΧΨΖ σαν πολιτικός έχει αρχίδια.
- Ίσα ρε με την ξινόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή να πεθάνεις πριν την ώρα σου και να παρευρίσκεται και η ίδια η μάνα σου στην κηδεία.

Ιδιαίτερα προσβλητικός και μακάβριος χαρακτηρισμός, εξ' ου και η σπανιότατη χρήση του.

- Θα μου δώσεις τα χρωστούμενα, αλλιώς ξέχνα το σπίτι σου. Θα σ'το φάω και αυτό μαζί με σένα!
- Που να σε φιλήσει η μάνα σου κρύο, τοκόγλυφε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται με επιθετικότατο τρόπο (διανθισμένο με μπόλικες αισχρές βρισιές ανάλογες της περιστάσεως) από αρσενικό σε αρσενικό, με προφανή στόχο την ανδροπρέπεια του δεύτερου, συνήθως όταν έχει θιχτεί η ανδροπρέπεια του πρώτου έστω κι από σπόντα.

- Μμμ..! Κελάηδησε κι η πριμαντόνα!!
- Ο πούτσος μου βασιλικός και το μουνί σου γλάστρα, ξεσκισμένε μπινέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified