Further tags

Κλασική σλανγκ τοξικομανών.

Η Μεγάλη Έλλειψη.

Όταν η ντρόγκα εξαφανίζεται απ' την αγορά. Τότε ακριβώς λέμε πως έπεσε σταλία.

Η σταλία μπορεί να οφείλεται σε μια πλειάδα διαφορετικών λόγων.

Παίζει να δέσανε πολλούς μαζεμένους (μπαράζ συλλήψεων, δλδ) κι όσοι τη σκαπουλάρανε να χώθηκαν στην τρύπα τους περιμένοντας να κοπάσει η μπόρα.

Παίζει κανά βαπόρι απ' την Περσία να πιάστηκε στην Κορινθία.

Παίζει το όλο σκηνικό να είναι στημένο, η έλλειψη να είναι δλδ τεχνητή, για να σπρώξουν τα μεγάλα κεφάλια το πράμα που γουστάρουν.

Και πέρα απ' αυτό.

Το άνοιγμα και το κλείσιμο της κάνουλας αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μια διαλεκτική αμείλικτη. Τα ντραγκς έχουν τους δικούς τους κανόνες, υπακούν όμως πάντα στους θεμελιώδεις νόμους της αγοράς.

Όταν κάτι προσφέρεται σε πρώτη ζήτηση, δε το εκτιμάς ιδιαίτερα. Πρέπει να σε χτυπήσει της σταλίας ο νόμος για να νιώσεις την καψούρα. Μόνο η Καψούρα οδηγεί στη Μαστούρα. Οι συνειδητοποιημένοι χρήστες τα ξέρουν αυτά, και δεν τρελλαίνονται όταν πέφτει σταλία. Δεν ψαρώνουν επίσης με την πιο λάιτ εκδοχή της σταλίας, το περίφημο Στήσιμο, την Αναμονή, το Περίμενε. Νταραβέρι χωρίς στήσιμο απλά δεν υπάρχει. Είναι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει κανείς όταν μπλέξει τα μπούτια του με τα ντραγκς. Πασίγνωστο το I'm waiting for the man. Η αναμονή μπορεί να κρατήσει και για πάντα. Μπορεί επίσης η άκρη σου να σκάσει μόνο για να σου πει πως παίζει μόνο πράμα β' διαλογής και καλά θα κάνεις να περιμένεις λίγο καιρό να σκάσει η καλή παρτίδα.

Τα αρρωστάκια όμως (που κάποτε έλεγαν «φιλαράκι, έχεις ένα κατοστάρικο;» και μετά το γύρισαν σε «φιλαράκι, έχεις ένα ευρώ;» - γαμημένο ευρώ τι μας κάνεις) έχουν εγκαταλείψει τέτοιες πολυτέλειες. Αυτοί θα αγοράσουν ότι υπάρχει, ότι τους δώσουν ... Αλλιώς θα την πληρώσει κανένα φαρμακείο: τρελαμένοι πρεζάκηδες μεταμορφώνονται σε drugstore cowboys. Τι άλλο να κάνουν;

Βιβλιογραφία: Λεωνίδας Χρηστάκης - Μάρκος Επάρατος, Το Λεξικό της Ντάγκλας, εκδ. Opera, Αθήνα 1995

«Η γλώσσα των τοξικομανών είναι μια μορφή της λαϊκής μας γλώσσας, όπου οι αξίες, τα αισθήματα, η αλληλεγγύη, η συνενοχή, η κοινωνική κριτική, η αμφισβήτηση, συγκροτούν τη δική τους αντίσταση, όπου η σημειολογία της γλωσσικής αμφισβήτησης οδηγεί τον αναγνώστη στον εντοπισμό μιας άλλης στάσης μπροστά στα κοινωνικά, ηθικά και πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου»

Γιάννης Πανούσης, καθηγητής Εγκληματολογίας πανεπ. Θράκης.

.............

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος να διαλαλάει ένας πρεζέμπωρ την πραμάτεια του.

(Πραγματικό γεγονός, κοντά στην Ομόνοια:)

(Ένας:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω.
(Άλλος:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω φίλε, ευχαριστώ.
(Τρίτος:) -Φίλε, θες πρέζα;
- Όχι.
(Τέταρτος:) - Ζζζζζζζ...!
- Τς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι, ο ναρκομανής. Αλλόμορφο της λέξης ζέο.

Ετυμολογία: από την ζα (ηρωίνη), που είναι συγκοπή του ζαπρέ, που είναι ποδανά για την πρέζα. Η ίδια η πρέζα έχει πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία (βλ. σχόλια στο λήμμα).

- Ποιος ήταν αυτός, τον ξέρεις;
- Λεφτά μωρέ γύρευε! Πού να τον ξέρω, δεν κάνω παρέα με ζίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η πρέζα. Για να βρει τα λεφτά για τη δόση του ο χρήστης αναγκάζεται να σκαρώσει συνηθισμένες ή και απίθανες ιστορίες τις οποίες προσπαθεί να τις πλασάρει σε γνωστούς και αγνώστους.

Πέθανε ο πατέρας μου... έχω την κακομοίρα την μάνα μου στο νοσοκομείο για εγχείρηση... ξέμεινα από βενζίνα... με λήστεψαν δυο πρεζόνια εδώ πιο κάτω... είμαι φίλος / υπάλληλος του γιου σας...

  1. Κάθε ιστορία την οποία αυτός που στην διηγείται την χρησιμοποιεί για να σου αποσπάσει λεφτά ή άλλο όφελος.
  1. Η παραμύθα έχει βασανίσει κόσμο.

  2. Άσε την παραμύθα ρε φίλε !

Εγώ την πρέζα την έχω -χίκ- γραμμένη... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηρωίνη. Συνηθίζεται να το λένε και για σκληρά ναρκωτικά γενικά ή μεταφορικά για οτιδήποτε προκαλεί πολύ δυνατή εξάρτηση.

Πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη, αλλά... η ηρωίνη ΣΚΟΤΩΝΕΙ!

Παύλος Σιδηρόπουλος

(από ironick, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας (αυτός που παίρνει ζαμπόν).

- Δεν τον βλέπω καλά τον Μήτσο τώρα τελευταία ρε... Έχει τίποτα;
- Χαζός είσαι ρε; Πώς να ναι καλά ο ζαμπονιάρης... 'Εχει λιώσει στην πρέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φημολογείται, πρόκειται για είδος «βαριάς φούντας» που φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα χασισοδενδρύλλιου.

Ρε μαλάκα, την άκουσα καλά χθες με το stuff που μου έδωσες. Αυτό δεν ήταν φούντα, ήταν πρεζόφουντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έξω απεξαρτηθεί από κάτι. Στην βασική του σημασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κατ' επέκτασιν όμως και με ειρωνική διάθεση σημαίνει την απεξάρτηση από οποιονδήποτε εθισμό.

  1. - Τι κάνει ο φίλος σου ο Κώστας; Ακόμα στην πρέζα;
    - Όχι ρε, ευτυχώς πήγε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης και τα τελευταία δυο χρόνια είναι καθαρός.

  2. - Τι λέει το Facebook, ακόμα εκεί ξημεροβραδιάζεσαι;
    - Όχι ρε, κανέναν μήνα μου κράτησε η πώρωση και τώρα είμαι καθαρός. Τρελό κάψιμο το Facebook πάντως... Μέχρι και στον ύπνο μου το έβλεπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified