Further tags

Σπαγκοραμένος σλανγκιστής, που τσιγκουνεύεται στη βαθμολογία που δίνει σε άλλους χρήστες.

Τα καβούρια στους βαθμούς οφείλονται είτε σε γνήσια αυστηρότητα, είτε σε δολοπλόκες ενέργειες με στόχο τη μείωση των Μέσων Όρων στοχευμένων σλανγκιστών.

- Είδες πώς έθαψαν τον ορισμό του Σλάνγκμαν;
- Άσε, είναι πολλοί οι σλανγκοραμένοι εδώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμα κάποιος δεν έχει σχολιαστεί από τον χρήστη του slang.gr sarant στην προσωπική του ιστοσελίδα, η οποία θίγει (μεταξύ άλλων) όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής γλώσσας.

Από το lexilogia.gr εδώ.

- Καλά, έγραψες «Εβραίως γνωστός» κι έχεις μείνει ασαράντιστος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεξιπλασία που διατηρεί όλο το άρωμα μιας φρέσκιας πορδής.

Το ίδιο το λήμμα «λεξικλασία, η» και πολλά ακόμη στο σάιτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυτοαναφορικός τρόπος για να πεις ότι κάποιος την τρίζει την όπισθεν.

Ασίστ: Χαλικούτης.

(Διευκρίνιση: Δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι καταχωρίζουν λήμματα ΤΟ καταχωρίζουν ΤΟ λήμμα. Η σύνταξη κάνει την διαφορά).

Σε μελλοντική υποθετική συνάντα στην Καμάρα στη Θεσσαλονίκη:

Σλάνγκος 1: Τον βλέπεις αυτόν στην γωνιά της Καμάρας; Ξέρεις ποιος είναι;
Σλάνγκος 2: ...;
Σ.1: Ο χρήστης sexy noisette!
Σ.2: Πλάκα με κάνεις;
Σ.1: Και στό 'λεγα εγώ ότι είναι Παναής που το καταχωρίζει το λήμμα. Τζάμπα τα πιμί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφημιστικό σποτάκι της HELMEPA (Ένωση για Καθαρότητα του Περιβάλλοντος) στα '80ς, όπου ένας γλάρος με κάπως πατερναλιστικό ύφος δακτυλόδειχνε με τα φτερά του κι έλεγε να μην πετάμε σκουπίδια και πλαστικά στις ακτές. Κάτι η εκνευριστική φωνή του ηθοποιού για τον γλάρο, που τον κατέστησε αρχέτυπο για τον γκρηνιάρη, κάτι η πετυχημένη καρτουνιά, το σλόγκαν έμεινε στις συνειδήσεις.

Πλέον χρησιμοποιείται σε φάσεις δυο τρία τακ πριν το όχι άλλο κάρβουνο. Δηλαδή, όταν έχουμε αρχίζει να κουραζόμαστε με κάτι που κάνει κάποιος, λέμε «όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές», και αν, παρ' ελπίδα, ο άλλος συνεχίσει της ψωλής του τον χαβά, τότε αγανακτούμε με το φωσκόλειο «όχι άλλο κάρβουνο». Αν ο άλλος ενοχληθεί με το ηθικιστικό ύφος μας, η σλανγκικώς ορθή απάντηση είναι «γαμώ το γλάρο σου!».

  1. Από βλόγιο: ΟΧΙ ΝΔ, ΟΧΙ ΠΑΣΟΚ, ΟΧΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ΟΧΙ ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΑΚΤΕΣ!

  2. Αποσπάσματα κρεβατομουρμούρας μεταξύ Σλάνγκου και Λυσισλάνγκης: % Λ.: Δηλαδή το παραδέχεσαι ότι υπήρχαν και γυναίκες στη συνάντα του slang.gr!
    Σ.: Αφού είναι ιστομαστόρισσες τα κορίτσια, πώς να μην έρθουν;
    Λ.: Και καλά. Ήθελες συνάντα; Να πας! Αλλά να πήγαινες στην Θεσσαλλλονίκη που δεν είχε γυναίκες!
    Σ.: Πώς να πάω αγάπη μου εκεί πάνου, 8 ώρες είναι!
    Λ.: Ο Πάτσης δηλαδή πώς πήγε;
    Σ.: Αφού στα έχω εξηγήσει αγάπη μου, η σχέση μου με τις σλανγκομ..., εμ με τις Σλανγκοφοριάζουσες είναι καθαρά πλατωνική. Μας ενώνουν ζητήματα πνευματικής υφής...
    Λ.: Ναι, όπως το μουνοκλάνι και το καμένο ντουί! Έχει βουίξει βρε το Φραπέ.slangossip! Ως εδώ! Ή τις ανάφτρες ή εμένα!
    Σ.: Άσε με βρε μωρουλίνι μου με τα όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές... Νισάφι... Αφού ξέρεις πως δεν έχω μάτια για άλλη!...
    Λ.: Είμαι πράγματι το μωρουλίνι σου; Λουλούκο μου εσύ!
    (σ.ς.: Ακολουθεί γουτσιστικός διάλογος, που αν τον αναφέραμε, το λήμμα θα κατατασσόταν στα «σιχαμερά»).

  3. Τελευταίες οδηγίες που δίνουν οι σέξι ναυαγοσώστριες του Slangwatch, οι επιφορτισμένες με την επιτήρηση και σωτηρία των ναυτιλλωμένων Σλάνγκων από πνιγμό στην ίδια τους την λημματολάσπη:
    - Έτσι σλανγκάκια μου; Όχι τραβηγμένες λεξιπλασίες, όχι τραβηγμένα αυτοαναφορικά σε θάλασσες και ακτές! Δεν σας φταίνε σε τίποτα οι καβουροσλανγκόσαυροι να κάνουν υπερωρίες για να καθαρίσουν την λημματολάσπη σας!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά: αποτελεί ίσως τον πιο ετεροσυνθετικό Ελληνικό σλανγκισμό για έννοιες όπως αργκό, σλανγκ, καλλιαρντά, μάγκικα, μαλλιαρή, ιδίωμα της πιάτσας, κοκ.

Η καλή σλανγκιά διεγείρει την αισθητική και την νοημοσύνη του ακροατή ωσάν κρουστή σφεντονιά.

Εκ του slang < αρχαίου Νορβηγικού slyngva («εκσφενδονίζω»). Άγνωστο εάν μοιράζεται γλωσσολογικό DNA με την ημέτερη σφενδόνη.

Ασσίστ: Ρεγκίνα η καλή

- O Σλάνγκος κάνει την σλανγκιά και όχι η σλανγκιά τον σλάνγκο (Αυτοκτονημένος)

- Δεν βγάζει παρέλαση: Αγαπημένη σλανγκιά αθλητικογράφων
(Ζανουάρ)

Τα φλοράδικα, δια χειρός Ηλία Πετρόπουλου (από σφυρίζων, 04/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σλάνγκ και ρούκι, ο νεοφώτιστος σλανγκίστας που εντυπωσιάζει γιατί αν και νέωπας ανεβάζει όχι λημματολάσπη αλλά καρασπέκ λήμματα, κάτι που τον οδηγεί γρήγορα ανάμεσα στις υψηλές θέσεις της κατάταξης. Kάτι ανάλογο με έναν rookie, νεοεμφανιζόμενο δηλαδή παίκτη που εντυπωσιάζει στα trials του ΝΒΑ. Το ζητούμενο και στις δυο περιπτώσεις είναι η διάρκεια (sic).

- Πολύ σλαγκορούκι αυτός ο dokimos. Με το που μπήκε χτύπησε κορυφή, αλλά χαλάλι του γιατί το παληκάρι σολάρει.
- Ποιός δόκιμος;
- Ο πούτσος μου ο κόκκινος! Πόσες μέρες έχεις να μπεις στο σλάνγκ, ρε πάπαρμαν;

Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε intelligence και counter-intelligence, attack και counter-attack, έτσι λέμε και σπεκ και counter-spec, είτε με την καλή έννοια όταν οι Σλάνγκοι έχουν ρέντα, πέφτουν η μία ατάκα μετά την άλλη και μαζί και τα σπέκια, ή όταν γίνεται όργιο σπεκουλαδορίας.

Παραλήρημα συμμωρίας του φραπέ:

-Σπεκ, δικέ μου! Ο καλύτερος καφές της πόλης! Που το θυμήθηκες το διαφημιστικό! Σαν να λέμε μικροί μεγάλοι έτοιμοι για δράση και Φακαντόρο!

- Counter-spec ευρυζωνικέ! Μόλις μού 'βγαλες δυο λήμματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To φραπέ (= χειράντληση σπέρματος από φραπομούνα), που φτάνει ως την τελική εκσπερμάτιση.

Αντώνυμο: Φραπέ χωρίς γάλα.

Σερβιτόρα στα Σταρμπακς: Τι θα θέλατε παρακαλώ;
Παρέα σαχλών σλάνγκων: Ένα φραπέ με πολύ γάλα, χα χα χου χου, χα, σε καλό μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικό για τον Δαυίδ Βρυβέκιον, δηλαδή το δεκάστερο. Από την σημαία των ΗΠΑ που έχει πολλά αστέρια.

Ασίστ: Πάτσης.

Σήκωσε την αστερόεσσα για τον κύριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified