Further tags

Η αταβιστική πρώτη λέξη προέρχεται από το φάγωμα του δεν είναι. Για να προφερθεί σωστά η φράση πρέπει να έχουμε όλη την καλή διάθεση να αρθρώσουμε, αλλά να το καταπνίγουμε ακριβώς πριν το σύμπλεγμα του δέλτα με τα τόσο ρωμαλέα φωνήεντα δει φως της μέρας. Το όλον συμπράγκαλον με τα παραφερνάλια τονίζεται στο πρώτο νυ.

Η απόστροφος θέλει να αποδώσει αυτό ακριβώς το μπαστάρδεμα του νυ με αυτά που υπό κανονικές συνθήκες θα προηγούνταν και θα έπονταν. Λογικά θα είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη λέξη παγκοσμίως με δύο σύμφωνα και με τρεις αποστρόφους, οπότε καβλώνουμε και με την πάρτη μας.

Νοηματικά διαχωρίζεται από το πλήρες δεν είναι κακό, καθώς τείνει να σημαίνει ότι πρόκειται περί μάλλον καλού πράγματος, ιδίως όταν συμπληρωθεί σε δεύτερο χρόνο από το 'ν'ν' καθόλου κακό..., όπου το καθόλου προφέρεται έως και καμπανιστά.

- Τι σου λέει το γκομενάκι απέναντι;
- 'Ν'ν' κακό...

Renault NN (από Vrastaman, 20/05/09)

βλ. και πα μαλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«For the win», στα αγγλικάνικα. Αποτελεί τρόπο επαίνου ή ανάδειξης ενός προσώπου ή πράγματος, ακολουθώντας μέσα στη πρόταση το εν λόγω ουσιαστικό ή κύριο όνομα, ακριβώς όπως το παλιό, καλό κι ελληνικό «και πάσης Ελλάδος».

Συναντάται κυρίως στον ιντερνετικό γραπτό λόγο (fora, blogs, IRC κ.ο.κ.)

sakis4evah89: Sakis kai pashs ellados re, gamw ta spitakia sas kai th Gyrovision sas koloevropeh

Ronaldinho91: lol what;

3sakis4evah89: Sakis ftw re, ante gamithite

Ronaldinho91: Oh, ok then

Sit on it and rotate ! (από spydel, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Tο κουλό»: σλανγκιστί είναι η χαζομάρα, η ανοησία και με την ειδική σημασία στο ότι οι πράξεις ή τα λόγια (τέτοια είναι και τα ευφυολογήματα) που τους προσδίδουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι παράδοξα, άτοπα, τρελά, δηλ. δεν στέκουν καθόλου με την κοινή λογική (...για αυτό μερικές φορές έχουν κάποια γοητεία!)

Ετυμολογία: από το αρχαίο κύλλος= κεκκαμένος, κυρτομένος (στραβός), χωλός, παράλυτος προέκυψε ο κουλός με τη σημασία αυτού που του λείπει το ένα ή και τα δύο χέρια και μεταφορικά την ανικανότητα που συνεπάγεται αυτή η αναπηρία. Από αυτό, φτάσαμε στο κουλό = το χέρι μειωτικά / υβριστικά και πάλι μεταφορικά με γενίκευση στην περιγραφή του ατόμου (=χαζό, βλαμμένο) και στο νόημα, γενικά, της πράξης: ανοησία / παραδοξότητα αυτού του ορισμού.

Επιπλέον χρησιμοποιείται συχνά για ποικίλες καταστάσεις όταν κάτι μας ξενίζει ή παρουσιάζονται μικροπροβλήματα, χωρίς ειδικό νόημα.

Σχετιζόμενα/ συνώνυμα: κουφό, κουλαμάρα, παλαβομάρα, ζαβός, κουλάδι, κουφαίνω.

Αγγλιστί: lame.

  1. Με χτυπάει ρεύμα η κιθάρα!!! Λιγάκι κουλό; Απ' ό,τι μου είπαν, αυτό είναι παράξενο γιατί δεν περνάει ρεύμα από το καλώδιο προς την κιθάρα και μάλιστα αμφίδρομα. Έχει κάνεις καμιά ιδέα γιατί γίνεται αυτό; Με χτυπάει όταν ακουμπάω τις χορδές και την γέφυρα, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να καθιστά αδύνατο το practice και μερικές φορές πονάει λιγάκι.» (=περίεργο)

  2. Κουλό ανέκδοτο:
    «Σε έναν πεζοδρόμιο κάθονται ένας κουφός, ένας τυφλός και ένας κουτσός.
    Ξαφνικά ο κουφός λέει:
    - Ρε παιδιά, ακούω να έρχεται η αστυνομία.
    Ο τυφλός προσθέτει:
    - Εγώ τη βλέπω κιόλας.
    Και προσθέτει και ο κουτσός:
    - Εγώ λέω να το βάλουμε στα πόδια.»

  3. Κάτω τα κουλά (ή «ξερά») σου από την τούρτα!
    (=χέρια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόιδιος, πανομοιότυπος, ξεπατικωτούρα, σαν αντιγραφή με καρμπόν (το μπλε φύλλο με το μελάνι που βάζαμε κάααποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες και ό,τι γράφαμε στην επάνω περνούσε και στην από κάτω). Λέγεται για τα πάντα.

Συνώνυμα: φτυστός, τάλε κουάλε.

  1. Απόδραση καρμπόν
    Δραπέτευσαν ξανά με ελικόπτερο οι Παλαιοκώστας και Ριζάι. Ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραπετών του Κορυδαλλού, έχει εξαπολύσει η αστυνομία. Η πανομοιότυπη απόδραση με ελικόπτερο εγείρει σοβαρότατα ερωτήματα.
    (από τον Σκάι)

  2. - Τα έκανα θάλασσα, είπα στη Μαίρη «Γεια σου Κάτια» και με στραβοκοίταξε.
    - Ε δε νομίζω, αφού το ξέρει ότι μοιάζουν πολύ.
    - Μόνο πολύ; Καρμπόν είναι σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι ακριβό. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. - Πόσο το πήρες ρε το κινητό;
    - 400 ευρώ.
    - Λάμπα, μαλάκα..
    - Ε ναι, αλλά το είχα ανάγκη...

  2. - ... Και ζητάμε το λογαριασμό και μας καθίζει τη λάμπα...
    - Ε ναι ρε, σ' το 'χα πει, το μαγαζί είναι για να πηγαίνεις μόνο αν είναι να σε κεράσουν.

  3. - Πόσο κάνει αυτό αδερφέ;
    - 12 ευρώ.
    - Πολύ λάμπα αδερφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλ. παράδεισος.

Αναφωνούμε μεν «Κόλαση!» όταν θωρούμε πως μια κατάσταση είναι απολύτως χάλια -τόσο χάλια που μόνο με την κόλαση μπορεί να παρομοιαστεί (οπότε μιλάμε για απλή παρομοίωση και όχι σλανγκ όρο), λέμε όμως το ίδιο κι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το γαμάουα, το θεσπέσιο, το ανεπανάληπτο, το ζόρικο -με την καλή έννοια, που παραπέμπει σε κάτι τόσο απαγορευμένο ώστε μόνο της γης οι κολασμένοι μπορούν να εκτιμήσουν.

  1. Κατέβηκα σήμερα στην Αθήνα για κάτι δουλειές σε δημόσιες υπερεσίες και τά 'φτυσα... Τρομερή ζέστη, κίνηση, οι κωλοδημόσιοι την ξύνανε κανονικά, τσακώθηκα και μ' έναν μαλάκα που με τράκαρε, κόλαση, σου λέω, κό-λα-ση!

  2. - Μαλάκα, τι γαμώ τα μέρη είναι αυτό που μας έφερες;
    - Γουστάρζ;
    - Αν γουστάρω λέει! Κόλαση!

  3. - Ωραίο το παγωτό;
    - Κόλαση!

(από GATZMAN, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που αφορά spam, που έρχεται σε απρόσκλητη επικοινωνία, συνήθως με σκοπό τις πωλήσεις ή την προώθηση ιδεών. Ενοχλητικός, γλοιώδης, 80s απατεώνας.

Είναι Spamστικό να μου υποδεικνύει κάποιος τι να αγοράσω.

βλ. και σπαμστικός, σπαμαρχίδας, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλπουζανιά είναι η ανέντιμη/πονηρή πράξη, η απάτη, η μπαγαποντιά, η βρομοδουλειά. Αυτός (-ή) που την ασκεί (... λέγε με απατεώνα) λέγεται καλπουζάνος (-α). Mεσαιωνικά: καλπαζάνης.

Ετυμολογία: από το τούρκικο kalpazan = παραχαράκτης. Aυτό προέρχεται από το περσικό qalbzan = το κάλπικο κέρμα, το οποίο με τη σειρά του είναι σύνθετη λέξη από το αραβικό qalp = αλλαγή, μεταβολή, αντιστροφή [τούρκικα kalp = ψεύτικο, ελληνικά: κάλπικο, ο κάλπης (= απατεώνας), η κάλπισσα] και από το πέρσικο zan = κέρμα

Ασίστ: Mes από το Δ.Π.

«Βαρύθυμοι και νωχελείς πλέον οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν κάθε λόγο να περιφρονούν το δικαίωμα ψήφου περίπου όπως μιαν επιταγή άνευ αντικρίσματος. Το πολιτικό νόμισμα είναι «γράμματα» ή « κορώνα» κι από τις δύο μεριές, οπότε η καλπουζανιά δεν θέλει κολαούζο για να αποκαλυφθεί. Οι εκλογές χρειάζονται για να διατηρούνται τα δημοκρατικά προσχήματα, για να ανέρχεται στην εξουσία η πιο δραστήρια πολιτική παρέα - τα υπόλοιπα ανήκουν στο παρασκήνιο. Ματσαράγκα δηλαδή; Λαοπλάνος τσαρλατανισμός; Ευτελής διαβουκόληση και αμαρτωλή δημοκοπία;»

καπουλζανιά; (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος.

  1. Μονάδα μέτρησης απόστασης. Σημαίνει:

α. Χιλιόμετρο. Μουράτη στρατοκαυλική λέξη, παρμένη από ταινίες δράσης (βλ. εδώ)
β. Βήμα. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις πλήθους ορθίων ανθρώπων, π.χ. των παστωμένων φουκαράδων σε λεωφορείο ή αυτών που περιμένουν σε οποιαδήποτε ουρά για δουλειά ή διασκέδαση.
γ. Κώλος. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις ανθρώπων καθήμενων σε σειρά, π.χ. κινηματογράφος, ταβέρνες, στάγιερ (βλ. κώλο μέσα, κώλο έξω). Αν και ο κώλος είναι μέγεθος ευρισκόμενο κανονικά μόνο σε ακέραιες μονάδες, το κλικ διακρίνεται και σε υποδιαιρέσεις.
δ. Οποιαδήποτε μη προσδιορίσιμη απόσταση στην οποία θέλουμε να προσδώσουμε εσάνς ακρίβειας (για την συλλογιστική της μπαχαλοακρίβειας βλ. μαρκούτσι).

  1. Μονάδα μέτρησης μάζας/όγκου. Χρησιμοποιείται κυρίως στην πειραματική (φοιτητική) μαγειρική (βλ. παράδειγμα).

  2. Μονάδα μέτρησης μη μετρήσιμης ιδιότητας, γενικώς και αορίστως. Χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε ιδιότητα αντικειμένου ή προσώπου μας καυλώσει.

  3. Στην έκφραση κάνω κλικ.

Κλικάρω, πατώ ένα από τα κουμπάκια του ποντικιού του υπολογιστή (κυρίως του αριστερού). Τοιουτοτρόπως και κάνω διπλό κλικ, ήτοι διπλοκλικάρω, διπλοποντικιάζω.

  1. Στην έκφραση μου κάνει κλικ.

Ετυμολογία πιθανώς από τη συμπεριφορά μηχανών, απλών ή ηλεκτρικών όπου ο ήχος κλικ υποδηλώνει την πλήρωση ενός επαρκούς κριτηρίου για την ενεργοποίηση μιας φάσης λειτουργίας ή την ένδειξη για το ότι αυτή ολοκληρώθηκε. Βλ. (ή μάλλον άκουσε) τον ήχο που κάνει το καπάκι του ρεζερβουάρ ή μερικών μπουκαλιών όταν ασφαλίσουν, της ζώνης ασφαλείας όταν κουμπώσει, του φλας.

Μεταφορικώς σημαίνει το ανεπαίσθητο στους άλλους ερέθισμα που προκαλεί σημαντική αλλαγή της στάσης μας για ένα πρόσωπο (κυρίως) αλλά και για μια κατάσταση, για μια επιλογή, λ.χ. να αγοράσουμε κάτι, να δούμε μια ταινία, να επιλέξουμε ένα επάγγελμα. Είναι η πλήρωση μιας αδιευκρίνιστης κρίσιμης μάζας μέσα μας που οδηγεί την ψυχολογία μας σε μη γραμμικώς ανάλογα αποτελέσματα. Συχνά μάλιστα, όταν μας κάνει κάτι κλικ, μπαίνουμε και σε μοντ.

  1. α. - Τι γίνεται εδώ; Πατσίδη πού σκατά πάει την ίλη ο ίλαρχός σου;
    - Θα χτυπήσουν το 614 κύριε διοικητά!
    - Το ποιο;
    - Το ύψωμα 614! Τρία κλικ ΒΒΑ από εδώ!
    - Ποιος το διέταξε αυτό; Στρατοδικείο θα σας πάω ρε!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια γαμημένε, πουσταρά, γαμιόλη, αρχίδ...
    - Πατσίδης! Ξύπνα πουστόνεο, το γερμανικό σε περιμένει!
    - Όχι ρε θαλαμόσκυλο, πάνω στο καλύτερο...

β. - Ρε καρντάση, κάνε ένα κλλλικ προς τα μέσα να μπω κι εγώ.
- Από Σαλονίκη φιλαράκι;
- Ναι ρε αδερφέ. Τι να κάνεις, μέχρι να μας φτιάξουν δικό μας μετρό θα παίρνουμε το δικό σας, κατάλαβες;...

γ. - Μαράκι έλα κάτσε εδώ ρε συ, έχει θέση!
- Ουστ ρε σαλιάρη! Εδώ θα καθήσεις κούκλα μου, άστον αυτόν, θα σε κάνει βαβά... Λαός! Κάντε όλοι ένα κλικ δεξιά!
- Βασικά ένα γεια πέρασα να πω και θα φύγω...

δ. - Καλώς το νέο συγκάτοικο! Σχολή, ΑΤΜ, σούπερ-μάρκετ, γυράδικα, κρεπάδικα, ρεμπετάδικα, κωλάδικα, όλα σε μισό κλικ απόσταση είναι από το σπίτι. Σου λέω ανετίλα να πούμε.
- Σε τι απόσταση;
- Θα μάθεις μικρέ, θα μάθεις...

  1. - Φίλε πήρα κάτι μπριζολάκια για το βράδυ. Ξέρεις καμιά συνταγή;
    - Τι συνταγή ρε! Ρίξτα σε ένα ταψί με λίγο νερό, λάδι, αλάτι και ρίγανη και τέλος.
    - Λεμόνι να βάλω;
    - Εεεε, ξέρω κι εγώ; Βάλε και μισό κλικ λεμόνι, τζάμπα είναι.

  2. - Πώς σου φάνηκε η ταινία;
    - Καλή μωρέ, δε λέω, αλλά ένα κλικ ανιστόρητη...
    - Α, λες για τη σκηνή που ο Μέγας Αλέξανδρος βγαίνει από τον Δούρειο Ίππο και φοράει αλεξίσφαιρο;

  3. - Μωρουλίνι μου συγχαρητήρια! Πάει και ο δεύτερος ορισμός! Είσαι μέρος του τιμημένου εκλογικού σώματος του slang.gr!
    - Τι να κάνω τώρα;
    - Κάνε κλικ στο patsis... Ωραία... Κλικ στο «ορισμοί χρονολογικά»... Μπράβο... Τώρα πιάσε κάθε ορισμό και κάνε κλικ στο πέμπτο αστέρι... Επ, επ, περίμενε, στο πέμπτο αστέρι δεξιά! Μας κατέστρεψες ρε Δεσποινάκι, μα τι σκατά αράβικα διαβάζεις; Ανάποδα;
    - Δεν είμαι η Δέσποινα! Είμαι αντεργκράουντ σλανγκομούνα της αστυνομίας μπαγαποντοδοσίας. Έχεις το δικαίωμα να μην σλανγκίσεις, αν δεν έχεις ιστομάστορα θα διορίσει για λογαριασμό σου ο ρουμάνος...

  4. - Φίλε τι έχεις;
    - Τίποτα, τίποτα...
    - Μήπως είσαι ερωτευμένος κι οι ματιές σου είναι θολές;
    - Αααααχχχχχχ...
    - Για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου!
    - Από τότε που διάβασα τον ορισμό της κάτι έχω πάθει...
    - Μα αυτή είναι αρχοντομούνα αγόρι μου, εσύ καβουροσλανγκόσαυρος... Δεν κολλάει το πράμα!
    - Κάτι μου έκανε κλικ όμως ρε δικέ μου... Θα της στείλω πιμί!
    - Πρόσεχε! Αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις και μουστάκι, να μου το θυμηθείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified