Further tags

Η κλασσική έννοια της φράσης «χτίζει κοιλιακούς», παραπέμπει στη σύσφιξη, στην ενδυνάμωση, στην επαύξηση του όγκου των έξη πλάγιων και πρόσθιων κοιλιακών μυών, φράση που παραπέμπει στη δημιουργία γραμμώσεων και ευρύτερα σε body building (χτίσιμο σώματος), μέσω ανόργανης ή ενόργανης γυμναστικής. Πριν τη γυμναστική συνίσταται ζέσταμα.

Λέγεται ειρωνικά για άτομο που τρωγοπίνει λαίμαργα, ακατάπαυτα, για άτομο που σαβουρώνει πολλά διαφορετικά ή ίδια part numbers φαγώσιμων πρώτων υλών. Μπορεί να μιλάμε είτε για μεμονωμένη περίπτωση, είτε για κάτι που γίνεται συχνά πυκνά.
Ο συγκεκριμένος όρος παραπέμπει στην αύξηση του όγκου του λίπους της κοιλιακής χώρας και κατ’ ευρύτερη έννοια στην αύξηση του συνολικού λίπους.

Αν η κατάσταση δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας, τότε μιλάμε για άνθρωπο που ψηλώνει οριζοντίως (στον άξονα των Χ). Η συχνή προπόνηση βέβαια αντί να θυμίζει body building, θυμίζει body gremisting, βόδι λάϊνς, κλπ, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των διαστάσεων του αερόσακου του. Στην τελική ο τύπος μπορεί να μοιάζει σα να είναι έγκυος που περιμένει εφταμηνίτικο. Και χωρίς να το καταλάβει λειτουργεί ως σκουπιδοφάγοςκαι αυξάνοντας τα σετάκια και τις επαναλήψεις και έτσι το νεκροταφείο από κεφτέδεςμεγαλώνει.. μεγαλώνει.. μεγαλώνει κι αυτός περνά από τη φάση του αθλητισμού, στη φάση του πρωταθλητισμού και καταλήγει όρκαη τόφαλος.

Στην περίπτωση μας, όταν ο Οβελίξ (φαγοποτίξ) μιλάει για ζέσταμα, εννοεί το σάρωμα των διάφορων ορεκτικών που καταφθάνουν στο τραπέζι πριν το κύριο ντερλίκωμα. Κι είναι να αναρωτιέται κανείς, όταν ακούει κάποιον Μπίλιανα λέει, τι ορεκτικά θα πάρουμε. Λες και το άτομο δεν έχει όρεξη και προσπαθεί έτσι να την ανοίξει. Φυσικά το ζέσταμα συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού μέσω άφθονου υγρού πυρός που πέφτει στον κινητήρα.

Το ανακάτεμα του στομαχιού, από το food downloading, μοιάζει με χορό της κοιλιάς (belly dance). Εδώ όμως αντί να συσπάται η κοιλιά όπως συμβαίνει στο χορό της κοιλιάς, χορεύουν άγριο πεντοζάλη οι διάφορες τροφές και ξίδια που βρίσκονται μέσα της. Οι συνθήκες αυτές οδηγούν πολλές φορές, τους λιγότερο μυημένους σε αλάμπαρση. Αν τελικά κάποιοι μύες γυμνάζονται, δεν είναι φυσικά οι κοιλιακοί αλλά οι μύες του σαγονιού που δουλεύουν σε turbo mode.Ωστόσο ούτε αυτοί γυμνάζονται καθότι η γυμναστική προϋποθέτει πρόγραμμα και φυσικά δεν μπορείς να γυμνάζεσαι τρώγοντας παράλληλα.

Ο όρος θα μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιηθεί χιουμοριστικά για κάποιον που κατά τη διάρκεια της μέρας σπάει τη ρουτίνα πηγαίνοντας να τσιμπήσει κάτι πρόχειρο ή ακόμα και όταν πάει να φάει κανονικό γεύμα. Φυσικά δε μιλάμε ούτε για λαίμαργες καταστάσεις, αλλά ούτε και για κατάποση του αγλέορα.

  1. (ειρωνική χρήση)
    -Καλά ο Γιώργης, έχει ξεφύγει τελείως. Τρώει απ’ το πρωί ως το βράδυ τον άμπακο.
    -Εμ, για να φτιάξεις ζηλευτό σώμα, έτσι πρέπει να γυμνάζεσαι. Συχνά πυκνά.
    -Τι γυμνάζει ρε ο χυμένος λουκουμάς;
    -Χτίζει κοιλιακούς.
    Ακολουθούν γέλια.

  2. (ειρωνική χρήση) -Καλά αν η ποσοστιαία αύξηση του ήταν ανάλογη με το ρυθμό που χτίζει κοιλιακούς και μεγαλώνει τη μπάνκα(κοιλιά) του, σε πέντε χρόνια θα ‘ταν ζάμπλουτος. - Καλά….. Με τέτοια προβλήματα υγείας που έχει ο ηλίθιος, λόγω παχυσαρκίας, σε πέντε χρόνια, θα βρίσκεται στην οδό της Σωτηρίας.

3.(χιουμοριστική χρήση)
Στη δουλειά
-Είδε κανείς το Γιώργο;
-Πάντα τέτοια ώρα ο Γιώργης, χτίζει κοιλιακούς. Προφανώς το ίδιο κάνει και τώρα.
-Δηλαδή;
-Τρώει ρε αστοιχείωτε.

Βενιζέλος:Λοιπόν λεβέντομαλάκες, λεβεντομούνες και λοιπά λεβεντόπαιδα, αρκετή φαιά ουσία κατανάλωσα σήμερα.Πάω να χτίσω κανα κοιλιακό.Αντε γειά...  (από GATZMAN, 12/10/08)Οβελίξ:Λες Αστερίξ, πως είμαι χοντρός.Εσύ όμως ξεφυσάς σα βόδι (από GATZMAN, 12/10/08)(από GATZMAN, 12/10/08)Σε κάθε τεύχος του Αστερίξ,μαθήματα εκγύμνασης κοιλιακών από τον Οβελίξ (από GATZMAN, 12/10/08)Μετά από ενα βραδινό λουκούλειο γεύμα, ξυπνάς το πρωι με πονοκέφαλό και μετά.......η συνέχεια επί της εικόνας (από GATZMAN, 12/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες εφαρμογές του λήμμαντος:

Πρώτη έννοια

  1. ♪♫ Χάι πατερούλη άργησα λιγάκι
    Γιατί τραβάω ζόρια μ' ένα φίνο γκομενάκι
    Δε με γουστάρει ο γέρος της που τη γυροφέρνω
    Κι όλο χιτλεριάζει τηλέφωνο σαν παίρνω ♪♫
    (ΗΜΙΖ, Ο κύρης του σπιτιού)

2.
Η εμπειρια μου ειναι οτι οσο πιο πολυ χιτλεριαζει η εργοδοσια τοσο αντιδρουν οι υπαλληλοι και σπαει το spell της ''συνεργασιας''

3. I can't listen to that much Wagner, ya know; I start to get the urge to conquer Poland.
(Woody Allen)

Δεύτερη έννοια

4.
Γειά σας. Έχω καιρό να γράψω αλλά μ αυτά που διαβάζω χιτλεριάζω. Επιτέλους σ αυτό το κράτος...

5.
Ο Χιμενεθ, οταν καναμε κρουση στην Ιντερ τα Χριστουγεννα για εξαμηνο δανεισμο, δε πολυφαινονταν προθυμος να ερθει στην Ελλαδα και τον ΠΑΟΚ, χωρια που χιτλεριασε ο Μουρινιο και δεν τον αφησε να φυγει, γιατι ντε και καλα τον πιστευε, παρ' οτι προερχονταν απο σοβαρο τραυματισμο...

5.
Η όλη ιστορία ξεκινάει από κάποιον που χιτλέριασε και «σε έδωσε» γιατί είδε ότι ένα από αυτά που έχεις και δίνεις στους άλλους είναι δικό του. (Μπορεί να είναι ο πειρατής της διπλανής πόρτας που ξέρει ότι μοιράζεις πειρατικά και είπε να σπάσει τη πιάτσα!)

Got a better definition? Add it!

Published

Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Got a better definition? Add it!

Published

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εγκυμονούσα. Αντίστοιχα το χαβιάρι είναι η εγκυμοσύνη.

- Τι γίνεται ρε φίλε; Έμαθα ότι η Σουζάνα είναι χαβιαρωμένη. - Ναι, την είδα με μια κοιλιά να! Μπράβο ο Βασιλάκης, την έκανε πάλι την δουλειά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη μια προσφορά στην ιστορική σειρά των Φραπεδολημμάτων. Πρόκειται για σύνθεση της λέξης φραπέ και των αρχικών της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Α.) και προφέρεται: Φραπέα.

Το λήμμα χαρακτηρίζει την μερίδα εκείνη των οργάνων της τάξεως, που ναι μεν βρίσκονται στον δρόμο (λέγε με μάχιμο), έχουν όμως εμφάνιση και συμπεριφορά χειρότερη κι από τον πιο τελειωμένο Ελληνάρα ελαμωρέ.

Το λήμμα οφείλει την ύπαρξη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ειδικότερα κάποιους μήνες πριν την έναρξη, όταν στις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις άρχισαν να σταθμεύουν περιπολικά για βάρδιες φύλαξης των χώρων.

Πιστοί στο κυρίαρχο πνεύμα του Ελλαδιστάν, ότι είναι υπεράνω του νόμου και φυσικά εκμεταλλευόμενοι πλήρως τους «θείους» που τους τοποθέτησαν εκεί, οι συγκεκριμένοι «επαγγελματίες», έμοιαζαν τραγικά με τον μικρό Πεπίτο στη Γουαδαλαχάρα την ώρα της σιέστα: Μισάνοιχτη πόρτα ή παράθυρο, κάθισμα ριγμένο πίσω, υπνάκι ή φονικός συνδυασμός φραπέ-τσιγάρο-κινητό (πολλές φορές ταυτόχρονα ακόμα κι αν οδηγάνε).

Εννοείται ότι και πυρηνική βόμβα να έσκαγε στα 5 μέτρα, απλώς θα άλλαζαν πλευρό ή θα παραπονιόσαντε ότι η υπηρεσία δεν τους έδωσε σκούρα γυαλιά για να αποφύγουν το ξύπνημα από την λάμψη της ατομικής έκρηξης.

Δυστυχώς, η «κληρονομιά του 2004», φαίνεται ότι ήταν μεγάλη στη συγκεκριμένη περίπτωση και σαν αποτέλεσμα, η ΦραπΕ.Α. ζει και βασιλεύει στις ημέρες μας.

Εκτός από τις φωλιές, δείγματα παρατηρούνται συχνά σε πληρώματα περιπολικών αλλά παραδόξως όχι μοτοσικλετιστών οι οποίοι (ως επί το πλείστον), διατηρούν μια πιο αξιοπρεπή εικόνα.

Για μεγαλύτερο εφέ (λες και δεν έφτανε το περιγραφόμενο), πολλοί οδηγοί περιπολικών συνδυάζουν γαντάκι οδήγησης (με κομμένα ακροδάχτυλα), χρυσή καδενίτσα, γυαλί Terminator και ύφος πολλά βαρύ (περίπτωση Φραπε-Μπάτσμαν).

Εννοείται ότι κανείς τους δεν φοράει ζώνη ασφαλείας και έχουν πλήρως γραμμένο τον Κ.Ο.Κ. (και ναι είναι οι ίδιοι που θα σου κόψουν κουστουμάκι για φανταστικές και μη παραβιάσεις του ίδιου Κ.Ο.Κ.).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης κατηγορίας, είναι τα στάσιμα δήθεν-μπλόκα στις Εθνικές κατά τις εξόδους/εισόδους εκδρομέων, όταν δεν επιδίδονται στο προσφιλές σπορ της συγκέντρωσης εσόδων (ειδικά Σεπτέμβριο) με ραντάρ για «υπερβολική ταχύτητα». Το ότι περνάει ο μπάρμπα-Μπρίλιος φορτωμένος σαν Πακιστανικό ΚΤΕΛ και ο οποίος φυσικά δεν μπορεί να πάει πάνω από 40, αλλά αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο στον δρόμο, τους αφήνει παγερά αδιάφορους.

Το είδος συναντάται επίσης και σε κάποιες μόνιμες «σκοπιές» (δημοσίων κτιρίων, κλπ), ακόμη και σε μέρη «βιτρίνα» όπως κάποιες πρεσβείες, υπουργεία, κλπ. Αυτό σε πλήρη αντίθεση, με τους αστυνομικούς που περιπολούσαν πεζή εντός των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων (και μάλιστα με κονκάρδες-σημαιάκια χωρών, τις γλώσσες των οποίων μιλούσαν), οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν ευγενέστατοι και εξυπηρετικότατοι.

Το φαινόμενο είναι διεθνές όπως αποδεικνύει και το μήδι #3.

Credit: Mour

  1. Σε απόλυτη αποτυχία εξελίσσεται η νεοσύστατη αστυνομική ομάδα ΔΕΛΤΑ, με τους αστυνομικούς να πίνουν φραπέ στο Κολωνάκι και λίγα μέτρα πιο πέρα η δημοτική αστυνομία να τους κόβει... κλήσεις, για παράνομο παρκάρισμα μοτοσικλέτας. (TVXS))

  2. Στην αντίπερα όχθη η αστυνομία, με την παντελή έλλειψη δομής, πειθαρχίας και αποτελεσματικότητας. Μόνο η στάση τους με ένα τσιγάρο στο χέρι, τον απαραίτητο φραπέ και το κινητό εν ώρα υπηρεσίας το βεβαιώνει αυτό. (Από το άρθρο «Καληνύχτα, Ελλάδα» του Χάρη Κοσμάτου στην Ελευθεροτυπία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ευνοϊκός συνδυασμός καταστάσεων που κάνει τους εμπλεκόμενους να νιώθουν ευχάριστα. Με τον οξύμωρο επιθετικό προσδιορισμό «άσχημη», η φόρμουλα είναι ακόμα καλύτερη!

  2. Κοπέλα, όχι απαραίτητα κουκλάρα, άλλα με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την κάνει πολύ ελκυστική στα αρσενικά.

- Ααααααχ, ποτάκι, τσιγαράκι, μουσικούλα... άσχημη φόρμουλα!

- Κοίτα μια φόρμουλα μπροστά, έχει και τατουάζ στο γοφό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν αρκετές ερμηνείες της «φλόπας» στην καθομιλουμένη. Ιδού και 3 παραθέσεις:

  1. Φλόπα είναι μια ταινία / έργο που είναι τελείως μάπα (δες το σύνολο του Χόλυγουντ).

  2. Φλόπα μπόρει να έιναι και μια ατυχής περίπτωση βραδυνής μέθης και ρομάντσου, που το πρωί φαίνεται σαν ανεξήγητο δράμα.

  3. Φλόπα επίσης είναι ένα πολλά υποσχόμενο προϊόν, που τελικά αποδεικνύεται ότι είναι κακής κατασκευής.

  1. Πήγαμε στον κινηματογράφο τις προάλλες να δούμε το καινούργιο έργο με την Αντζελίνα και μιλάμε για μεγάλη φλόπα.,

  2. Άσε πού να σ'τα λέω Κώστα... Πάνω στη σούρα μου, την έπεσα σε μια τύπισσα και αποδείχθηκε μεγάλη φλόπα.

  3. Αγόρασα τις προάλλες τα Γούιντοους Βίστα και μίλαμε για πολύ φλόπα λειτουργικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που παίρνει το όνομα του από το γνωστό ιταλικό ζυμαρικό, προσδίδοντας στη λέξη μια πιο αστεία χροιά.

Αποδίδεται στο γνωστόν φέτα-γυμνασμένο.

- Φετουτσίνι ο Αλέξης μας, φοράει και τα στενά τα καλτσόν του, κατάλαβες!
- Έτσι είναι. Όλη τη χρονιά έλιωνε τα σίδερα όμως και μεις τρώγαμε και πίναμε αβολοντέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified