Further tags

Και μας τα έπρηξες τα αρχίδια μας με αυτά που λες, αχ αμάν πια!

Βλ. επίσης:

- Και δεν γράφεται έτσι το ουσιαστικό...
- Όχι ρε δεν είναι ουσιαστικό είναι γερούντιο...
- Ναι αλλά μπορεί να είναι και επίρρημα τονίζοντας το στον παρονομαστή της ληγούσης...
- Παύτε ρεεεε και μου τα ζαλίσατε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά.

Ντορός = χνάρι από μυρωδιά.

Τι θα πει ρε φίλε το παιδί δε σου μοιάζει, αφού τόσες φορές την έπιασες να τηλεφωνιέται με άλλον. Τον λύκο τον βλέπεις, τον ντορό του γυρεύεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πείσμωσε, δεν αλλάζει γνώμη, αυτό είναι και τέρμα, μουλάρωσε.

- Έλα Κωστάκη κατέβα από το δέντρο να φας το αυγό σου παιδί μου! Πες του και εσύ κάτι Μαράκι αδελφός σου είναι.
- Τι να του πω μαμά, δεν βλέπεις, κατσικώθηκε!

(από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόθημα που αντικαθιστά το φιλο- στις λέξεις φιλολογία, φιλοσοφία και τα ομόρριζά τους.

Πρόκειται για λογοπαίγνιο με τον φελλό, που όπως είναι γνωστό σημαίνει στην καθομιλουμένη τον επιφανειακό, αναξιόπιστο, επιπόλαιο και βλάκα άνθρωπο.

Γράφεται (εσφαλμένα) και με ένα λάμδα.

  1. Ποιος ήταν εκείνος ο αρχαίος φελλόσοφος, ο οποίος αργόσχολος ων είχε παρατηρήσει τούς κύκλους που κάναν οι σοδειές στο χωριό του και νοικιάζοντας μισοτιμής τα χτήματα παραμονές «παχιών αγελάδων» χέστηκε μεν στο τάλιρο, τάπωσε δε και τούς συγχωριανούς του που τον έβριζαν ανεπρόκοπο...; (από φόρουμ)

  2. Παρεξηγημένος φΕλόσοφος ίσως είναι ο Νίτσε. Όχι όμως και φιλόσοφος... (από φόρουμ)

  3. Οχι αρνουμαι να γραψω σε greekglish τωρα που εχω τν δυνατοτητα να γραφω με ελληνικους χαρακτηρες.Οχι τιποτα αλλο ειχα αρχισει να κανω τρελα ορθογραφικα φελλολογος ανθρωπος. (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Φιλοσοφίες και «Φελοσοφίες»: Διότι οι φιλοσοφίες σώζουν αλλά ξεχνιούνται, ενώ οι «φελοσοφίες» πάντα επιπλέουν!!
    (ιστολόι)

  5. Οι φελόλογοι μένουν στην επιφάνεια (από ελληνική ιστοσελίδα αργκόσχολων)

(από Vrastaman, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθείας μεταφορά της αγγλικής λέξης off που σημαίνει, πολύ χοντρικά, εκτός. Υπάρχουν ευάριθμες ελληνοποιημένες χρήσεις της λέξης, με διαφορετική σλανγκική αξία η καθεμία (από εξαιρετική έως καθόλου), τις οποίες θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε σε μία καταχώρηση. Κάθε συμπλήρωση ευπρόσδεκτη.

1. Στην έκφραση είμαι οφ.

α) Έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που έχω βγει «εκτός μάχης», έχω κατεβάσει ασφάλειες, είμαι χώμα. Πιθανώς σχετίζεται και με την ομώνυμη αγγλική ένδειξη σε συσκευές και μηχανές (on-off). Λέγεται και ως βγαίνω οφ.

i. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν το πούτσο μου ξενύχτη;
- Φίλε, από χθες το απόγευμα είμαι στην γύρα. Από μπαρότσαρκα σε μπουρδελότσαρκα τρέχω. Έχω βγει οφ εντελώς.

ii. - Θα στρώσουμε σήμερα το λάπτοπ όπως μου υποσχέθηκες;
- Να τ’ αφήσουμε για αύριο μωρό μου; Όλο το πρωί γαμήθηκα στους δρόμους και τώρα είμαι οφ, λέω να την πέσω.

β) Είμαι τελείως λάθος. Έχω παρανοήσει ολοκληρωτικά μια κατάσταση. Βρίκομαι εκτός θέματος. Αν αυτό επαναλαμβάνεται και με χαρακτηρίζει, έχω ξεφύγει, είμαι αλλού. Πρβλ. και την σχετική χρήση του άκυρος. Επίσης πρβλ. την αγγλική αντίστοιχη to be off που για ανθρώπους σημαίνει βρίσκομαι εκτός, αναχωρώ, ενώ για μηχανές παρουσιάζω βλάβη, είμαι αρρύθμιστος.

i. - ... και με ρωτάει «σ’ αρέσει ο Αλμοδοβάρ;». Ε, και την λέω «για αλλαγή του Χαβίτο καλός είναι». Και γυρίζει και με λέει...
- Αρχηγέ, εδώ ήσουν οφ εντελώς. Ο Αλμοδοβάρ ρε συ δεν είναι αυτός που έγραψε τον δον κιχώτη;

ii. - Μίλα παιδάκι μου σε μένα, πες μου, σε δέρνει ο αλήτης; Γιατί κάτι σφαλιάρες ακούω κάθε βράδυ, κάτι βογκητά...
- Γιαγιά είσαι τελείως οφ, άλλος τις τρώει και βογκάει σ’ αυτή τη σχέση...

iii. - Για πείτε, κι εσείς με προσφυγή στο συμβούλιο της επικρατείας το απαντήσατε;
- ...
- Τι με κοιτάτε ρε παιδιά, τι απαντήσατε στο πρακτικό;
- Μάλλον είσαι οφ. Σήμερα δίναμε ποινικό αν θυμάσαι.
- Ναι ρε, τελευταίο μου μάθημα για πτυχίο είναι.
- Δεν πιστεύω να ξενοίκιασες κιόλας;

iv. - Μπορείς να μου πεις τώρα αυτός τι σκάλωμα έφαγε με μένα; Γιατί με κοιτάει και γελάει, να σηκωθώ και να τα κάνω όλα πουτάνα μες στο λεωφορείο;
- Ξεκόλλα, δεν τον βλέπεις που είναι οφ το άτομο;

γ) Η συμπεριφορά μου, από ηθικής άποψης, έχει ξεπεράσει τα όρια, έχω παρεκτραπεί. Και εδώ προσιδιάζει στο «άκυρος», με την άλλη του σημασία αυτήν την φορά. Αξίζει να αναφέρουμε και τα συνώνυμα ποδοσφαιρικά: είμαι φάουλ και είμαι οφσάιντ, το οποίο μάλιστα περιέχει και την εξεταζόμενη λέξη.

- Αφού χωρίσατε ρε φίλος, τι ζόρι τραβάς που της είπα να βγούμε;
- Είσαι πολύ οφ ρε συ, είσαι πολύ οφ... Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σε θεωρούσα κολλητό και σου τά ’λεγα όλα...

δ) Ως σύντομη εναλλακτική του είμαι οφλάιν (offline).

- Είσαι στο msn να σου στείλω ένα γαμάτο λινκ;
- Όχι, είμαι οφ τώρα, στείλ' το όμως και θα το δω όταν μπω.

2. Στην Αεροπορία και το Ναυτικό.

Το ρεπό του φαντάρου, αυτή είναι ίσως η πιο ταιριαστή λέξη.

Στους δυο αυτούς κλάδους, λόγω διαφορετικής νοοτροπίας και παραδόσεων από τον στρατό ξηράς, μεγαλύτερων απαιτήσεων για τεχνική εξειδίκευση, λιγότερων εγκαταστάσεων, αλλά και λόγω εισόδου περισσότερων κληρωτών απ' όσων πραγματικά χρειάζονται, πολλοί σμηνίτες και ναύτες μένουν με λίγα ή καθόλου πρωινά καθήκοντα (μάγειρες, γραφείς, σιτιστές κλπ). Όταν λοιπόν συμβαίνει ο κληρωτός να μην έχει υπηρεσία το βράδυ, όχι μόνο βγαίνει εξοδούχος ή διανυκτερεύων, αλλά, κατά παγία πρακτική, μένει εκτός στρατοπέδου έως το μεσημέρι της ημέρας που έχει υπηρεσία, χωρίς να χρεώνεται άδεια. Και αυτό, συνοπτικά, είναι το οφ.

- Πάλι έξω είσαι ρε μουνί;
- Έκανα δυο υπηρεσίες κολλητά και πήρα δέκα οφάκια μαζεμένα.
- Α ρε μοδίστρα, να σ' είχα εγώ στο Πολύκαστρο... Αναβολή θα χτυπούσες με το εικοσιπέντε-μία το δικό μας... Γαμώ τα οφ σας γαμώ...
- Δεν σε χαλούλου καθολούλου...

3. Στην έκφραση οφ τόπικ (off topic).

Σημαίνει εκτός θέματος και χρησιμοποιείται απολύτως κυριολεκτικά σε διαδικτυακές συζητήσεις όπου κάποιος πετάει άσχετα και γαμάει την συζήτηση.

Από εδώ:
«Οπαδικό φόρουμ είμαστε και φυσικά θα υπάρχει και πλακίτσα! Και νομίζω πως σποραδικά οφ-τοπικ δεν μας πειράζουν! Αλλα δυστυχως πολλές φορές χάνεται η ουσία του εκάστοτε τόπικ! Υπάρχει και το Ο,τι να 'ναι για οφ τοπικ που είναι ον τοπικ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(©100% μαλβινική ορολογία)

Ιδιωτικό ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης ιδρυθέν γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '90.

Με όρους σύγχρονης ελληνικής: η σχολή Σημίτη.

Λίγα λόγια για τον ιδρυτή της:

Γέννημα θρέμμα παιδί των λαϊκών στρωμάτων της Α' Πειραιώς, λέμε τώρα, με μπαμπά ακαδημαϊκό (που ένας αστικός μύθος τον θέλει Εβραϊκής καταγωγής), με βιογραφικό που πληροί όλες τις προύποθέσεις για πολιτική καρριέρα στην Ελλάδα -σπουδές μόνο (!) στο εξωτερικό, αντίσταση κατά την διάρκεια της δικτατορίας από κάποιο καφέ κάποιας πόλης της Δυτικής Ευρώπης, θητεία 100 μέτρα από το σπίτι κλπ. Δις υπουργός κατά την περίοδο 81-89, την μία εξωκοινοβουλευτικός, αποπεμφθείς αμφότερες. Μέχρι και την εκλογή του το '96, εθεωρείτο και από τους απανταχού πρασινοφρουρούς ως μια γλοιώδης φυσιγνωμία, σαφώς αντιτηλεοπτική, ανθρώπου μη επιβεβαιωμένου ως προσωπικότητα, και ωσεκτουτού αποπνέουσα εν τέλει αρκετή κακία.

Πρόγραμμα σπουδών:

Ακολουθώντας το λαμπρό παράδειγμα του μεγάλου εθνοπατέρα Ελευθερίου Βενιζέλου, δηλαδή του δημιουργού του ιδιωνύμου και των νησιών εξορίας, του φιάσκου του μικρασιατικής εκστρατείας, της εκστρατείας στην Κριμαία που προκάλεσε την σφαγή των Ελλήνων του Καυκάσου, τις διχοτομήσεις του νομίσματος και τον εσωτερικό δανεισμό, της απόπειρα πραξικοπήματος με τον Πλαστήρα κλπ., η σχολή Τάπερμαν διδάσκει στους μαθητές της πως να μην αφήνουν τίποτα όρθιο γύρω τους και στο τέλος η ιστορία να τους γράφει με χρυσά γράμματα.

Διεθνείς διακρίσεις της σχολής:

Με πείρα και μεράκι, τα ΙΕΚ Τάπερμαν έχουν ήδη καταφέρει να διαγράψουν ολοσχερώς από την μνήμη των, ούτως ή αλλως βραχυμνημόνων, Ελλήνων τα Ίμια, τον Οτσαλάν, το ξύλο στους συνταξιούχους, τα σκασμένα λάστιχα στα τρακτέρ, τα λεφτά των ταμείων στο χρηματιστήριο, την εισαγωγή σε αυτό εταιρειών που ούτε η μάνα τους τις ήξερε, την πληθωρισμένη δραχμή που κόπηκε για να δημιουργήσει ψέυτικη ευημερία, την υποτίμησή της, την δημιουργία πουθενάδικων τμημάτων περιφερειακών πανεπιστημίων και ΤΕΙ με σκοπό την πλασματική μείωση της ανεργίας και την δημιουργία πλέον στρατιών ανέργων πτυχιούχων, τον πειραματισμό εις διπλούν με το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, την δημιουργία των νέων παντοκρατόρων που απλώνονται σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής καθημερινότητας (βλ. Κόκκαλης, Μπόμπολας), το φιάσκο των μισοτελειωμένων έργων της Ολυμπιάδας, τις δύο άχρηστες γέφυρες της διασταύρωσης Καβάλας και Κηφισού, τις πλημμύρες στο Ρέντη λόγω των ατελείωτων έργων, το μάτι της Βασούλας, την κατάρρευση του δρόμου Μεγαλόπολη- Τσακώνα λίγες εβδομάδες μετά την παράδοσή του (όλως τυχαίως 4 μέρες πριν τις εκλογές του 2000), τους 17.000 ελληνοποιημένους σλάβους στο δήμο Πλατέως Ημαθίας, και πολλά πολλά άλλα...

Δώρο σε κάθε εγγεγραμένο μαθητή 30 ώρες μάθημα σωστής εκφοράς της ελληνικής.

-Καλά ρε μαλάκα, ο Σημίτης πως υπάρχει ακόμα και βγαίνει και στα κανάλια;
-Τι να κάνουμε, βλέπεις όλο το μιντιακό κατεστημένο έχει βγάλει το ΙΕΚ Τάπερμαν!!

(από Abas, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μου 'ρθε ταμπλάς / νταμπλάς: Πονοκέφαλος, ἀλλὰ κυρίως ἀποπληξία.

Συνώνυμον τὸ «ντουβουρτζάς».

Ἀπὸ τὸ τουρκικὸν tabla, ποὺ σημαίνει κυκλικὸς δίσκος, ὡς καὶ παρ' ἡμῖν ὁ ταβλάς (μὲ τὰ κουλούργια, θὰ κάνω γιούργια κλπ).

Βασίμως εἰκάζω, ὅτι ἀρχικῶς ἠνοεῖτο, ὅτι ἂν κάποιος «ἔτρωγε» ἕνα ταβλὰ στὸ κεφάλι, φυσικά, πονοῦσε κατόπιν. Ἡ σημασία αὐτὴ διεστάλη ἀργότερα, ὥστε νὰ φθάσῃ μέχρι τὴν ἀποπληξία (ἀγγειακὸ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο), ὅπου «μένει κανεὶς ξερός».

Στὰ παλαιότερα χρόνια, τὸν 18ο αἰῶνα ἂς ποῦμε, ὁ νταμπλάς ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ τρία νοσήματα τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα διέκρινε τότε ἡ Ἐσωτερικὴ Παθολογία. Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἑξῃς:

Ὅ,τι ἦταν ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ πάνω, ἦταν νταμπλάς.
Ἀπὸ τὸν λαιμὸ μέχρι τὴ μέση, στηθικά.
Ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω, κοιλιακά. Ὑποκατηγορία τῶν κοιλιακῶν ἦσαν τὰ μητρικά, ἀλλ' αὐτὰ ἀνῆκαν στὴ Γυναικολογία.

Διάφορα ἄλλα ψιλονοσήματα («λαιμά», ποδάγρα, ζοχάδες ἢ τζοχάδες κλπ) ἀνῆκαν στὴν Ἐξωτερικὴ Παθολογία, καὶ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν.

- Τάκη (ἐκ τοῦ πουστάκη), ἂν μάθῃ ἡ μάνα σου ἡ δόλια ὅτι τὸν παίρνεις, νταμπλάς θὰ τῆς ἔρθῃ.

(από aias.ath, 02/12/09)Οἱ 4 ἰδιοσυγκρασίες (ὡς ἀπόστολοι), κατὰ τὸν Dürer (από aias.ath, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρετίνος κυριολεκτικά είναι αυτός που πάσχει από κρετινισμό, δηλαδή διανοητική υστέρηση συνοδευόμενη από νανισμό και δυσμορφία, απότοκο της έλλειψης επίδρασης των θυρεοειδικών ορμονών κατά την ενδομήτριο ανάπτυξη, που είναι απαραίτητες για την ωρίμαση του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλων οργάνων.

Αυτοί που πάσχουν από κρετινισμό, παρουσιάζουν ιδιωτεία, καθυστέρηση της ανάπτυξης του οργανισμού, δεν έχουν τρίχες στο σώμα τους εκτός από το κεφάλι, έχουν γεροντικό δέρμα με ρυτίδες, πλατιά χείλη, χοντρά βλέφαρα και πολλοί δε μιλάνε και δεν ακούνε. Στο παρελθόν, ήταν πιο συχνή σε ορεινές περιοχές της Γαλλίας, Γερμανίας κι Ελβετίας λόγω αδυναμίας συνθέσεως θυρεοειδικών ορμονών από τη μητέρα και το έμβρυο εξαιτίας έλλειψης ιωδίου, κάτι που δεν υφίσταται στις μέρες μας λόγω του εμπλουτισμού του μαγειρικού άλατος με ιώδιο.

Μεταφορικά, κρετίνος είναι ο ηλίθιος, ο βλάκας, ο αχαΐρευτος, αυτός που μας τη σπάει με τις ανοησίες του και ταυτόχρονα δεν μπορούμε να τον εμπιστευτούμε σε τίποτε γιατί δεν μπορεί να φέρει σε πέρας το παραμικρό.

Η ετυμολογία του όρου κρετίνος, ο (ουσιαστικό) προέρχεται από τη γαλλ. λ. crétin = αφελής, αγαθός, ανόητος, εκ του chrétien = χριστιανός.

  1. Γίνεται ένα ματς να τελειώνει 6-1 και το ενδιαφέρον να στρέφεται στις αντιδράσεις των προπονητών; Γίνεται. Η Μπενφίκα συνέτριψε την Νασιονάλ και ο τεχνικός της Ζόρζε Ζεσούς, στο 4ο γκολ έδειξε στον συνάδελφό του, Μανουέλ Μασάδο, 4 δάχτυλα. Ο τελευταίος αντέδρασε: «Ήταν και θα παραμείνει κρετίνος».
    (από εδώ)

  2. (Από ξέσπασμα αυτοκριτικής του ποδοσφαιριστή του Πανιωνίου Ρεκόμπα) :
    «Αν είχα προσπαθήσει περισσότερο, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Τα λάθη οφείλονται αποκλειστικά σε μένα. Δεν ήμουν ποτέ φιλόδοξος, ήμουν αυτάρκης με αυτό που είχα, χωρίς να προσπαθήσω ποτέ να βελτιωθώ. Τώρα δεν μετανιώνω, όμως είμαι σίγουρος ότι όταν σταματήσω να παίζω θα πω στον εαυτό μου: Πόσο κρετίνος ήμουν»…

Cretinism (από allivegp, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την κυριολεκτική του σημασία είθισται να συνοδεύεται από μηχανισμούς και διάφορα καλόπαιδα που κάνουν επαναστάσεις του γλυκού νερού.

Στην καθ' ημάς πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του όρου αντικαθιστά τον υπερθετικό βαθμό του προκλητικού, τον προβοκάτορα, αυτόν που πυροδοτεί έντονες αντιδράσεις, προκαλεί το κοινό αίσθημα ρε παιδί μου και εν ολίγοις αγανακτεί άπαντες παρόντες και απόντες.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Το λήμμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει προκλήσεις με την καλή την έννοια και γενικώς για καταστάσεις που δε χρειάζονται λεξοτανίλ για να πέσει η ατμοπίεση.

  1. - Βασικά πιστεύω ότι η Μπέκη θα είναι χάλια στο κρεβάτι.
    - Άκου τι λέει ο στόμας του, του αχαρακτήριστου!!! Ρε εμπρηστικό σίχαμα άμα το πιστεύεις αυτό το μόνο που να σου σηκώθει ξανά να είναι το σακάκι.

  2. - Μα καλά είναι δυναμόν Κύριε των δυνάμεων;;; Δες τι έβαλε η εμπρηστική!!!
    - Ου λαλά, δεν της είπε η μαμά της ότι βάτες φοράει μόνο η Lady GaGa και όσες μείναν στα ογδόνταζ;;; Τστστς τρε πασέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει επιδοκιμασία για κάποια πράξη ή αντίδραση ενός ατόμου σε κάποια κατάσταση.

- Χριστός Ανέστη...
- Μαγκιά του!

Στο 1:51. (από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified