Αντροπαρέα πολλών πούτσων.
- Βγήκες χθες μαν;
- Ναι μωρέ με τη ψωλαρχία, κλασικά.
Αντροπαρέα πολλών πούτσων.
- Βγήκες χθες μαν;
- Ναι μωρέ με τη ψωλαρχία, κλασικά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.
- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;
Got a better definition? Add it!
Η ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα, με πειράγματα, γέλια και ανεβασμένη διάθεση, που είναι δυνατό να καταντήσει και ενοχλητική.
- Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε σοβαρά: δύο ώρες μόνο χαχαλομπούχαλο.
Got a better definition? Add it!
Καθετί που μιμείται συνήθειες ή πεπραγμένα των φοιτητικών χρόνων πλην όμως τα χρόνια -φευ- έχουν περάσει και πλέον δεν είμαστε φοιτητές αλλά διάγουμε τα δεύτερα -άντα.
Παραδείγματα φοιτητοκαταστάσεων είναι όταν βρισκόμαστε σε κάποια περίσταση να ανέβουμε πέντε-έξι σε ένα τουτού (εξακάβαλο) ή όταν προκύπτει ad hoc διανυκτέρευση σε φιλικό σπίτι (με πυτζάμες που αποτελούν χορηγία του φιλοξενούντος) ή όταν καλούμαστε να μαγειρέψουμε ό,τι έχει απομείνει στα ντουλάπια για να χορτάσουμε μια μεγάλη παρέα κ.λπ.
- Και αντί να πάρω ταξί να γυρίσω σπίτι, το κόβω με τα πόδια και πέφτω πάνω στη Ματίνα. Να μη στα πολυλογώ, ξημέρωσα σπίτι της.
- Φοιτητοκατάσταση...
Got a better definition? Add it!
Παλιά έκφραση που χαρακτηρίζει στενές (φιλικές) σχέσεις. Συνώνυμα: κολλητοί, κώλος και βρακί
[Οι δικαστικοί] τα 'λεγαν μεταξύ τους [...]. Δεν είχαν επαφή με άλλους ανθρώπους, κι αυτό συνηθίζεται πολύ στους δικαστικούς κύκλους. Γιατί και η πιο απλή καλημέρα μπορεί να παρεξηγηθεί. Διότι, κύριε Άλφα ή κύριε Βήτα, [...] σε κάνω παρέα, τραβάμε κι ένα ντρινκ μαζί, λέμε κι ένα αστειάκι για να χαχανίσουμε σε πολύ φιλικό τόνο. Και αύριο μου έρχεσαι ως κατηγορούμενος να σε δικάσω [...] και τυχαίνει να έχεις δίκιο. Και σε απαλλάσσω [...]. Τι θα πουν τα φαρμακερά στόματα [...]; «Ε, βέβαια, παρέα κάνουν μαζί, φιλί κλειδί είναι, πώς να του ρίξει άδικο»!
(Π. Παπαδούκας, «Ξενοδοχείον 'Εξέλσιορ'»)
Got a better definition? Add it!
«Φαινόμενο τσιρλίντερ» έχουμε όταν μία παρέα γυναικών, που μαγνητίζει τα αντρικά βλέμματα, απομυθοποιηθεί αφού παρατηρηθεί η κάθε μία ξεχωριστά και καταλάβουμε ότι τελικά δεν είναι ωραίες, απλά η ποσότητα μας κάνει να νομίζουμε το αντίθετο.
Δημιουργός της έκφρασης είναι ο Μπάρνει από το «How I Met Your Mother» (Cheerleader Effect).
- Σσσσσσ... Μαλάκα δεν μουνοθύελλα που έρχεται.
- Μπα ρε... Δες τις μία - μία. Κλασικό «Φαινόμενο Τσιρλίντερ».
Got a better definition? Add it!
Όταν βγαίνει βόλτα μια αντροπαρέα τότε λέμε ότι παίζει φάση τσατσάρα παρομοιάζοντας με μια τσατσάρα το σχήμα που δημιουργείται από τους άντρες στη σειρά και σε πλήρη στύση.
- Φίλε ανεβήκαμε φέτος το καλοκαίρι στη Χαλκιδική 6 μπακούρια!
- Έλα ρε! Φάση τσατσάρα δηλαδή!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως το λέμε σε κάποιον που έχει του κώλου του τον χαβά και μας καθυστερεί, και συνήθως καθυστερεί την αναχώρηση όλης της παρέας. Είτε επειδή είναι καλοχαιρέτας, είτε πολυλογάς, είτε χαλβαδιάζει γκόμενα χωρίς πιθανότητα επιτυχίας.
Η φράση πρωτοελέχθη και εγένετο κλασική από το ιταλικό κωμικό δίδυμο Φράνκο και Τσίτσο.
σ.σ.
Εξαιρετικά αφιερωμένο, με τεράστια δόση αγάπης και νοσταλγίας αυτό το λήμμα στον Σάκη (Οδυσσέα), που μας άφησε νωρίς. Να είσαι ευτυχισμένος εκεί πάνω Σάκη, και είμαι σίγουρος ότι έβγαλες την παναγία του Άγιου Πέτρου μέχρι να βρεις τη θέση σου στον παράδεισο.
- Σάκη, πού θα πάμε σήμερα; Παίζει πανηγύρι, ή στρέιτ μπουζούκια;
- Το πανηγύρι σήμερα δεν θα είναι καλό. Τσεκάρω τι έχω να κάνω, δίνω οδηγίες και φεύγουμε για μπουζούκια.
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάκη, πάμε;
- Τελειώνω σε δέκα λεπτά και φύγαμε...
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάκη, την κάνουμε!
- Περιμένετε, έρχομαι...
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάααααακη, το λιμάνι φεύγει!
Got a better definition? Add it!
Το είχα ακούσει από έναν φίλο μου και σημαίνει σύναξη ανδροπαρέας.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Εκτός από την κλασική σημασία, υπάρχει και έτερη δευτερογενής, εκ της κλασικής προερχόμενη.
Ταρίφας είναι ο θύμας εκείνος, τον οποίο όλοι εκμεταλλεύονται για να τους πηγαινοφέρνει με το γιωταχί του. Συνήθως δεν είναι άτομο που χαίρει ιδιαίτερα μεγάλης εκτίμησης, ωστόσο όλοι θέλουν να τα έχουν καλά μαζί του, για ευνόητους λόγους.
Ταρίφας μπορεί να είναι κάποιος που μόλις αγόρασε καινούργιο αμάξι και ψάχνει ευκαιρία για να το μοστράρει και να γράψει χιλιόμετρα, με μια κουβέντα να κάνει απόσβεση τα λεφτουδάκια του. Ταρίφας μπορεί να είναι κάποιος πολύ αφελής και αγαθιάρης τύπος, που την έχει δει Μητέρος Τερέζος κι έτσι. Περιστασιακά, όλοι έχουμε υπάρξει ταρίφες, για διάφορους λόγους, π.χ. επειδή στην συγκεκριμένη φάση ήμασταν καυλωμένοι για αυτοκινητάδα και αδράξαμε την ευκαιρία, ή - συνηθέστερα - όταν είχαμε κάποιου είδους υποχρέωση σε αυτόν που μεταφέραμε.
Ο all time classic ταρίφας είναι βεβαίως ο αγαμίδης / λιγούρης / χασογάμης / λούζερ με τις γυναίκες / ο που δεν το 'χει με τα θηλυκά. Ούτος ο κακοδαίμων προσδοκεί ότι δια της εξυπηρετήσεως (ταριφικής) θα κάνει τη γκόμενα που μεταφέρει να τον συμπαθήσει, να τον δει μ' άλλο μάτι, να νιώθει υποχρεωμένη απέναντί του και εν τέλει να του κάτσει. Στη συντριπτική των περιπτώσεων πλειοψηφία, ο ταρίφας μένει με το πουλί στο χέρι, έχοντας αποσπάσει απ' τη γκόμενα μόνο ένα τυπικό «ευχαριστώ πολύ» ή ένα «να 'σαι καλά, τα λέμε» όταν την αποβίβαζε. Το οποίο όμως ευχαριστώ, κατά κανόνα λέγεται και με μια δόση τσαχπινιάς, ούτως ώστε να εξακολουθήσει να ελπίζει ο μαλάκας ο ταρίφας και να συνεχιστεί κανονικά στο μέλλον η εκμετάλλευση της βενζίνης του. Αυτά είναι με τις καριόλες! Εν προκειμένω, ο ταρίφας ταυτίζεται κατά το μάλλον ή ήττον με τον καληνυχτάκια.
Ενίοτε, ένας ταρίφας δύναται να πάρει προαγωγή και από καληνυχτάκιας να γίνει γκομενοφύλακας, ήτοι ο θλιβερός εκείνος τύπος ο οποίος πηγαινοφέρνει την γκόμενα (ή και ολόκληρη γκομενοπαρέα) σε δουλειές, πανεπιστήμια, βραδινές εξόδους κλπ, εκτελώντας παράλληλα χρέη ψυχοθεραπευτή, σύμβουλου μόδας, υπευθύνου ασφαλείας κλπ. Ο ερίφης λιώνει μέσα του απ' την καψούρα και προσδοκεί ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος, αλλά η γκόμενα τον βλέπει σαν κάτι μόλις παραπάνω από υπηρέτη (ουπς, σαν φίλο ήθελα να πω)!
- Πάμε για κανά καφέ το απόγεμα;
- Φίλε το κανονίζουμε για άλλη μέρα, έχω να πάω τη Γιάννα στον οδοντίατρο.
- Ε ας πάρει τον κώλο της να πάει μόνη της! Ταρίφας έχεις γίνει, το 'χεις πάρει πρέφα;
- Άκουσες που ο Ηλίας κι ο Κατσαρίδας βγήκανε με δυο γκόμενες που γνώρισαν απ' το τσατ;
- Όχι, για λέγε..
- Τίποτα, τις πήγαν Κολωνάκι και καλά, αλλά πήραν τ' αρχίδια μου ως συνήθως και στο τέλος χρεώθηκαν και την ταριφική μέχρι το Κορωπί στου διαόλου τη μάνα που έμεναν οι γκόμενες.
- Αυτά είναι.
Got a better definition? Add it!