Further tags

Ή καλοκαιρινό, αν η καθαρεύουσα δεν ταιριάζει με τα συμφραζόμενα. Κάνω κάτι θερινό / καλοκαιρινό σημαίνει ότι το διαλύω, σε βαθμό που πέφτει το ταβάνι. Συνηθίζεται για κτίρια (μπαρ, καφέ, εστιατόρια, ντίσκο, κλαμπ και λοιπά χαμαιτυπεία).

Μάλλον ξεκίνησε ως έκφραση από το θεσμό των θερινών σινεμά, στα οποία δεν υπάρχει ούτως ή άλλως οροφή.

Συνώνυμο: τα κάνω γιάμπαλα.

- Πάμε ρε Αρίστο σε κείνο το κουτουκάκι στη Χαριλάου να πιούμε καμιά ρετσίνα;
- Ποιο ρε; Εκείνο ανεβαίνοντας για Πανόραμα; Δεν τά 'μαθες; Έγινε ένας τσαμπουκάς τις προάλλες κι ήταν ένας τυπάκος που δεν τον έπιανε λέει το μάτι σου και τό 'κανε θερινό το μαγαζί. Ο μπαρμπα-Θύμιος τραβούσε τις κωλότριχές του.

(από acg, 01/05/08)«Όλα είναι δρόμος», του Παντελή Βούλγαρη, απο το τελευταίο μέρος, οπου ο θεός Γιώργος Αρμένης κάνει θερινό το «Βιετνάμ». (από vikar, 11/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου αλλά και κατάστασης.

Το πρόσωπο, ο επονομαζόμενος και τσαμπουκαλής ή τσαμπουκαλεμένος (ως επιθετικός προσδιορισμός) είναι ευέξαπτος και ψάχνει ευκαιρία για καυγά συνεχώς. Ο τσαμπουκάς ο σωστός και όχι ο τζάμπα μάγκας χώνεται παντού και πάντα, ανεξαρτήτως της πιθανότητας του να τις φάει.

Τσαμπουκάς είναι επίσης και η κατάσταση κατά την οποία διάφοροι τύποι (προσοχή: τσαμπουκάδες και μη) πλακώνονται στις μάπες. Συνήθως η έκφραση χρησιμοποιείται όταν στον καυγά παίζουν κουμπούρια ή σουγιάδες και άλλα παρόμοια εργαλεία.

Το σχετικό ρήμα είναι το τσαμπουκαλεύομαι.

  1. - Ρε δε γαμιέσαι, αρχίδι, μην κατέβω κάτω και σ' αρχίσω στις γρήγορες...
    - Είσαι τσαμπουκάς ρε φιλαράκι; Κοίτα μη γυρίσει ο τσαμπουκάς σε τσιμπουκά ρε γαμιόλη πρωί πρωί και σου γαμήσω κανά σόι, νταξ;

  2. ...βγαίνοντας λοπόν από το γήπεδο, περίμεναν τα μουνάκια απ' έξω να μας την πουν κι έγινε ένας τσαμπουκάς, γάμησέ τα. Μέχρι να πλακώσουν οι ΜΑΤατζήδες, τους γαμήσαμε στις μάπες. Βγήκαν και κάτι σουγιάδες και κάτι μπουκάλια, ξέρεις... τα γνωστά. Την άλλη Κυριακή όμως θα τους περιμένουμε τους πουσταράδες από νωρίς.

  3. - Πολύ τσαμπουκαλεμένη γκόμενα η Φιφή ρε δικέ μου. Τί της είπα; Τη ρώτησα αν της αρέσουν οι πίπες και μού 'ριξε το τασάκι στο κεφάλι ρε η μαλακισμένη. Καμπούρα την είπα;
    - Ναι ρε μεγάλε, όμως κι εσύ χοντρό τό 'κοψες...

  4. - Γιατί τσαμπουκαλεύεσαι αφού δεν σου βγαίνει ρε θείο;
    - Θείο να πεις τον θείο σου, μειράκιο.
    - Ε, τελικά θα την φας τη σφαλιάρα σου για να στρώσεις.

(από patsis, 18/03/12)

Δες και σπάω / κόβω τον τσαμπουκά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται μόνο στν έκφραση: "πάμε ποδαράτοι", δηλ. πάμε με τα πόδια, πεζή.

- ... και πού θα παρκάρουμε εκεί, ρε μαλάκα;
- Τι να παρκάρουμε, ποδαράτοι θα πάμε, σιγά μην πάρουμε αυτοκίνητο για δυο βήματα...

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνει πουτσίζω. Ακούγεται σαν το ραπίζω και τότε παραπέμπει σε πουτσοσκάμπιλο, ας πούμε. Ακούγεται σαν το βουρτσίζω και τότε θυμίζει το ότι μπερδέψαμε την πούτσα με την βούρτσα. Και λοιπά. Πάντως είναι κάτι το τρομακτικό, προφανώς. Γιατί την πούτσισες μόνο όταν έχεις βρεθεί σε απόλυτο αδιέξοδο με οδυνηρές συνέπειες. Οι λοιπές ή συμπληρωματικές ερμηνείες ανήκουν στον μαστρο-Φρόυντ.

- Μαλάκα, την πουτσίσαμε, έρχονται οι γέροι σου!
- Γρήγορα, βγες έξω στο μπαλκόνι!
- Κι αν δεν φύγουν αμέσως πάλι;
- Ε, τότε, μεγάλε, την πούτσισες, θα κάτσεις έξω όλη νύχτα...

Δες και τη γάμησες, ψωλιάζω κάποιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν το έκοψες σε στυλ καρπάτσιο (βλ. φωτο) που θέλει ρε παιδάκι μου και μία τέχνη, όπως και να το κάνουμε. Η έκφραση χρησιμοποιείται προφανώς και εκτός της κουζίνας, περιγράφοντας μία κατάσταση την οποία ο χοντροκόψας μάλλον δεν χειρίστηκε με ιδιαίτερη λεπτότητα, ενώ δεν αποκλείεται να υπερέβαλε και κομμάτι.

  1. - Πώς πήγε αδερφέ με το γκομενάκι ψες το βράδυ; Σπρώξαμε;
    - Όχι ακριβώς... Επειδή το 'βλεπα ότι δεν πήγαινε καλά το πράγμα και η κουβέντα δεν ερχόταν στο ψητό, τον πέταξα έξω ξαφνικά και τη ρώτησα αν έχει δει ομορφότερο πούτσο στη ζωή της.
    - Χοντρό τό 'κοψες ρε μεγάλε. Πού να γαμήσεις έτσι;

  2. - Γιατί μαλώσατε ρε συ με το μωρό που σε είδα τις προάλλες;
    - Άντε μωρέ τη μαλακισμένη! Της έκανα μία πλάκα με μία φίλη της και στράβωσε και πήγε και μου χαράκωσε τ' αμάξι από μπρος μέχρι πίσω.
    - Όχι ρε δικέ μου... χοντρό τό 'κοψε η τύπισσα.
    - Ε άμα σε λέω...

(από acg, 02/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.

- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί την υπόγεια συμφωνία και την αδιαφανή συνεργασία μεταξύ ανθρώπων, συνήθως εις βάρος τρίτων.

Αντίστοιχες εκφράσεις: τα κάναμε πλακάκια, μεταξύ μας μεταξά

Εμ βέβαια, αφού τα κάνανε τάτσι μήτσι κότσι μεταξύ τους, τώρα μας κάνουν ό,τι θέλουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποείται όταν η μία άσχημη κατάσταση διαδέχεται την άλλη με ολοκληρωτικό και τελεσίδικο χαρακτήρα, και γενικώς όταν έχει πέσει απίστευτη γκαντεμιά!

- Έμαθες που ληστέψανε τον κυρ-Κώστα; Ο άνθρωπος δεν είχε να φάει...
- Τι να πω ρε συ, ήτανε στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αναπάντεχη ατυχία, πραγματική ή δυνητική, μετά από αλληλουχία δύσκολων καταστάσεων και δυσμενών γεγονότων.

  2. Υποδηλώνει κάτι το εντελώς περιττό, αταίριαστο ή ανεπιθύμητο, πρόσωπο ή πράγμα.

  1. - Φαντάζεσαι να είσαι κλειστοφοβικός, σε ασανσέρ και να γίνει διακοπή ρεύματος; - Καλά, όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε!

  2. - Κρύψου έρχεται η δικιά σου με την κολλητή της την πρηξαρχίδω! - Όχι ρε μαλάκα, όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση του απρόβλεπτου. Όπως δηλαδή η ψωλή κάνει του κεφαλιού της (κυριολεκτικά ή μεταφορικά...) και δεν γίνεται να καυλώσει με το ζόρι, έτσι και αυτός που κάνει ό,τι του καυλώσει ενεργεί χωρίς σχέδιο, ανάλογα με την καύλα (δηλαδή τα γούστα) της στιγμής.

  1. - Έλα ρε, πάμε για κανένα ποτό...
    - Καλά ρε μαλάκα Νίκο, στις έντεκα το βράδυ σου καύλωσε εσένα να βγούμε;

  2. - Τι λες να κάνεις στις διακοπές;
    - Ό,τι μου καυλώσει φίλε, κοπρόσκυλο θα γίνω!

  3. - Μα γιατί η γκόμενα δεν ήρθε στο ραντεβού, αφού αυτή μου ζήτησε να βγούμε...
    - Γιατί έτσι της καύλωσε! Ψάχνεις τώρα να βρεις λογική στις γυναίκες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified