Το πολύ κοντό κούρεμα που κάνει τον έχοντα να φαίνεται σαν σκίνχεντ και τον γελοιοποιεί άγρια.
- Δες τον Χ ρε, έκανε αποψίλωση και είναι σαν Χρυσαυγίτης!
- Ε, τι περιμένεις ρε, το παιδί χάνει!
Το πολύ κοντό κούρεμα που κάνει τον έχοντα να φαίνεται σαν σκίνχεντ και τον γελοιοποιεί άγρια.
- Δες τον Χ ρε, έκανε αποψίλωση και είναι σαν Χρυσαυγίτης!
- Ε, τι περιμένεις ρε, το παιδί χάνει!
Got a better definition? Add it!
Μία ακόμη τρανή λαϊκή ατάκα πολύ χρήσιμη όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον ο οποίος κολλάει σε λεπτομέρειες.
Πρωταγωνίστρια της φράσης η γνωστή μας άγνωστη Μάρω, η οποία συχνά αναφέρεται μαζί με το μουνί της. Όχι επειδή έχει κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα ή επειδή το γεννητικό της όργανο έχει κάποιες παράλογες ιδιότητες, απλά επειδή ο όρος «μουνί» συναντάται πολύ συχνά στις ελληνικές ρήσεις και το όνομα Μάρω βολεύει πολύ στο να σχηματίσουμε ρίμες (η ρίμα δίνει στόμφο, μπρίο και κύρος στην έκφραση - χώρια που αποστηθίζεται ευκολότερα). παραδείγματα :άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως, κάτσε Μάρω να στον βάλω, και πολλά ακόμη που δεν θυμάμαι, αλλά που σίγουρα σας έρχονται στο μυαλό.
Στην ρήση αυτή, η Μάρω αντιμετωπίζει ως πρόβλημα τη μελανότητα του μουνιού της. Εννοείται όχι του οργάνου, αλλά του τριχωτού αυτού. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η Μάρω γκρινιάζει για κάτι που το έχουν οι περισσότερες γυναίκες. Ενώπιον αυτής της κατάστασης μπορούμε να σκεφτούμε:
***** γιατί τη Μάρω την ενοχλεί κάτι που είναι κάπως αυτονόητο; και που σε τελική ανάλυση δεν της δημιουργεί κανένα πρόβλημα; Οι υπόλοιπες τί να πουνε δηλαδή; ή οι υπόλοιπες γιατί δεν ενοχλούνται; ποιο είναι τελοσπάντων το κόλλημα της Μάρως στον εγκέφαλό της;
***** η Μάρω δεν έχει με τίποτα άλλο να ασχοληθεί και ασχολείται κυριολεκτικά με τρίχες.
***** η Μάρω μπορεί να έχει όλου του κόσμου τα καλά, αλλά την ενοχλεί κάτι ασήμαντο.
***** αφού έτσι κι αλλιώς το μουνί μαύρο είναι, τί έχει να φοβηθεί;
Επομένως από τους παραπάνω συλλογισμούς αντιλαμβανόμαστε πια την έννοια της έκφρασης, δηλαδή ότι κάποιος πνίγεται σε μία κουταλιά νερό, αρπάζεται από κάτι άσχετο και φοβάται / αναστατώνεται / θυμώνει / γκρινιάζει και μας σπάει τα νεύρα.
- Μα σοβαρά τώρα, ο Νώντας δεν θέλει να μου ξαναμιλήσει επειδή δεν του είπα γεια όταν τον είδα;;
- Ε τι περιμένεις ρε Δημήτρη... Έτσι είναι ο Νώντας, ανάγκη που 'χει η Μάρω, που είν' το μουνί της μαύρο.
- Και εκεί που πηγαίναμε τον πατέρα μου στα επείγοντα, πετιέται και μία χαζή και μου κάνει μία λακκούβα μπροστά στ' αμάξι... γάμησέ τα!
- Α, ρε Στέλιο... Ανάγκη πού'χει η Μάρω που είν' το μουνί της μαύρο...
- Τί εννοείς;;;;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ατάκα προκύπτει απο τη διάσημη ταινία του David Lean «Η γέφυρα του ποταμού Κβάι», που γυρίστηκε το 1957 και αναφερόταν στο πραγματικό περιστατικό που συνέβη στο β' παγκόσμιο πόλεμο, όπου χιλιάδες αιχμάλωτοι από τον ιαπωνικό στρατό υποχρεώθηκαν κάτω από πανάθλιες συνθήκες να φτιάξουν τη γέφυρα του ομώνυμου ποταμού. Μια γέφυρα που θα σύνδεε τα 415 χιλιόμετρα που χωρίζουν τη Βιρμανία με την Ταϊλάνδη.
Ο όρος αναφέρεται σε παρτούζα πολλών πρωταγωνιστών (μεγάλη απόσταση συνδέσεως), όπου γεφυρωμένα κορμιά λόγω σεξουαλικών περιπτύξεων, παρασύρονται το ένα πάνω στο άλλο σαν τα ξερόκλαδα που τα σπρώχνει ο ποταμός πότε εδώ, πότε εκεί, ρημάζοντας τα πάντα (άθλιες συνθηκες), ενώ το σπέρμα ρέει άφθονο.
- Τι θόρυβο κάνανε οι δίπλα ρε γαμώτο χθες βράδυ;
- Ω καλά... Εκεί είσαι ακόμα; Εδώ μαζεύτηκαν 45 μάστορες και εξήντα μαθητάδες και ...
- Στο γεφύρι της Άρτας το πας;
- Ποιας Άρτας ρε καημένε. Στη γέφυρα του ποταμού Γαμάει το πάω. Η ... παρτούζα!
Got a better definition? Add it!
- Πωωωώ ρε φίλε... Έφαγα χυλόπιτα χθες από το Μαράκι και είμαι χάλια σήμερα.
- 'Ντάξει, δεν έγινε ρε και τίποτα... Θα φας πολλές στη ζωή σου. Εμένα έχει σκάσει η κοιλιά μου απ' τα πιτοπούλια που έχω φάει!
- Τι να φάμε ρε συ αύριο; Έχω και δουλειά και δεν έχω χρόνο να φτιάξω τίποτα...
- Εγώ λέω να πάμε στο εστιατόριο να φάμε τίποτα πιτοπούλια με κοτόπουλο, και για το βράδυ βλέπουμε...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την φάση «χαμός» (κολαστήριο).
Προέρχεται από το όνομα του γηπέδου της ισπανικής ομάδας Deportivo La Coruna. Όταν έπαιζε η Depor σε αγώνες Champion League, ακούγαμε από τους τηλεσχολιαστές ότι, η τάδε ομάδα θα αντιμετωπίσει την Depor στο «κολαστήριο» Ριαθόρ, λόγω του γεγονότος ότι οι εξέδρες του γηπέδου είναι πολύ κοντά στον αγωνιστικό χώρο και κάθετα ως προς αυτό, κάνοντας την ατμόσφαιρα πραγματικό κολαστήριο για τους αντιπάλους.
- Έλα ρε φίλε που είσαι;
- Είπα να κοιμηθώ απόψε και να μην βγω... δεν την παλεύω...
- Σήκω, ντύσου κι έλα γρήγορα στο πάρτυ... Εδώ παίζει φάση Ριαθόρ!!!!
- ... Σοβαρά;;;... Έρχομαι πετώντας!!!!!
Got a better definition? Add it!
Κάτι το πολύ καθαρό, που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού.
— Επ, λούστραρες το γραφείο;
— Ναι, γυαλίζει!
— Μιλάμε τελείως αβγό!
Η γάτα σου είναι τελείως βρόμικη ρε... Κάν΄την κάνα μπάνιο!
Εγώ την κάνω κάθε βδομάδα και δες την, αβγό είναι!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει: Mένω:
Το «μένω πίπα» είναι μία εμφανής παρομοίωση κάποιου που μένει με το στόμα ανοιχτό, σαν να κάνει πίπα.
- Το είπες τελικά στους γονείς σου ότι θα παντρευτείς την Κούλα;
- Ναι, εχτές, και όταν το είπα έμειναν και οι δύο πίπα. Η πρώτη αντίδραση ήταν μετά από πέντε λεπτά, που πήγε ο πατέρας μου να βάλει να πιει ουίσκι.
Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χιμαιρική έκφραση, η χρήση της οποίας αποσκοπεί στον χαρακτηρισμό της -εν γένει- κατακριτέας συνήθειας υποκειμένου να σιωπά, (να κάνει τουμπεκί, μούγκα στη στρούγκα κλπ) ενώπιον μιας εξώφθαλμα απαράδεκτης κατάστασης η οποία συνήθως εμπίπτει των αρμοδιοτήτων του. Οι δύο συνιστώσες της φράσης, το λόγιο «επάρατο» και το πιο τραχύ, άτονο «κοκοκο», αποδίδουν εύστοχα την φύση της πράξεως, η οποία είναι συγχρόνως γελοία και κοινωνικά απορριπτέα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για τον χαρακτηρισμό διαιτητών ποδοσφαίρου οι οποίοι καταπίνουν το στραγάλι, είναι όμως εφαρμόσιμη και σε ανώτερα επίπεδα διαφθοράς. Γενικώς η ικανότητα για πειστικό επάρατο κοκοκο, αποτελεί προσόν must για πολιτικούς, δικαστικούς και δημοσιογραφους.
Η πατρότητα της φράσεως θα πρέπει να αποδοθεί στον έγκριτο δημοσιογράφο Αντώνη Πανούτσο.
Σε λιγότερο σοβαρές καταστάσεις, απλώς «κοκοκο»
- Κι άλλος βουλευτής μπλεγμένος στο σκάνδαλο; Πότε θα κάνει δηλώσεις ο πρόεδρος;
- Τι δηλώσεις ρε! Το επάρατο «κοκοκο» θα κάνει και σε δέκα μέρες θα έχουν ξεχαστεί όλα.
- Πέτυχα προχτές το Μαράκι -του Νίκου ντε- να μπαλαμουτιάζεται μ' έναν τύπο.
- Και τώρα; Θα του το πεις;
- Δεν ανακατεύομαι. Θα κάνω κοκοκο κι ας καταλάβει αυτός με τι κοντοπούτανο έχει μπλέξει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
[ουσ.] Το να τρέχεις και να μη φτάνεις, να είσαι διαρκώς στην τσίτα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεσαι εσύ. Αναφέρεται συνήθως σε δραστηριότητες ιδιαιτέρως κοπιαστικές ου μην και αγχωτικές ταυτόχρονα.
- Τι έκανες ρε μαλάκα όλο το πρωί και δε σήκωνες το τηλέφωνο;
- Γάμησέ τα φίλε μου. Στις 8 στην εφορία, μετά γραμμή στο γραφείο, ενδιάμεσα πήγα το αυτοκίνητο συνεργείο και το μεσημέρι στις τράπεζες πριν κλείσουν.
- Πωπω βεγγιλίκια, κουράστηκα μόνο που τ' άκουσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός του άμπαλου, του παντελώς άσχετου ποδοσφαιριστή ο οποίος αποτυγχάνει ακόμα και να έρθει σε επαφή με την μπάλα.
- Τι κριάρι είναι αυτός ο αμυντικός ρε! Μιλάμε δεν τη βρίσκει με τίποτα.
Δες και δεντηβρίσκοβιτς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified