Further tags

Η γνωστή σε πολλούς Σπατάλη Π**ατρικού **Εισοδήματος. Παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες καθώς τα χρήματα που δεν βγαίνουν από την τσέπη μας ξοδεύονται πάντα καλύτερα...!

  1. - Τι δουλειά κάνεις;
    - ΣΠΕ, την καλύτερη δουλειά.
    (σε περίπτωση τεμπελχανά)

  2. - Εργάζεσαι;
    - Μπα... πού χρόνος για δουλειά, προς το παρόν ΣΠΕ... (για τους φοιτητές που κουράζονται... λέμε τώρα)

βλ. και Σ.ΚΑ.ΠΑ.Π., Σπα.Πα.Πε., Εκ.Πα.Πε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Με τις υγείες σας!»

- Αααα....τσουυυυ!
- Ψόφος!

Αυτά είναι... (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Επιτέλους κατάλαβες, όρνιο!»
Φράση χρησιμοποιούμενη για την επίπληξη αργονοούντος συνομιλητή.
Ο στόκος της υπόθεσης δυσκολεύται να αντιληφθεί με την πρώτη και, ως και οι παλιάς τεχνολογίας αυτόματοι πωλητές, θέλει λίγο ταρακούνημα για πέσει το κέρμα από την σχισμή στον κερματοσυλλέκτη και να πάρει μπροστά.

- Αααααα, τώρα κατάλαβα!
- Ε, ανάσταση, έπεσε το δεκάρικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονος γέλωτας ο οποίος συνοδεύεται από ακατάσχετο, ανελέητο, βροντερό και εν πάση περιπτώσει φρικτή ευωδία. Συνηθέστερο δε είναι ύστερα από κατανάλωση αμυλούχου γεύματος ήτοι φασόλια και άλλα ψυχανθή.

Φαίδων: - Έξοχο αστείο! Χα χα (πρρρρρρρ...) χε χε (πρρρ..)
Τίμων:
- Εάν εγνώριζα ότι θα πρόβαινες εις κλάνογελον τέτοιας ισχύος, θα σιωπούσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη φράση και χρήση του «λέγειν μαλακίες», η οποία έχει απίστευτη διάδοση, μιας και εντάσσεται στο διαχρονικό ελληνικό όνειρο (έστω, στην ολιγαρκή εκδοχή του) «να 'χαμε τι να 'χαμε μια μπυρίτσα να 'χαμε», «να 'χαμε δυο τσιγάρα και δυο για μετά», και να λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα... Με άλλα λόγια, φράση που περιγράφει την ελαφρά συζήτηση a la grecque, η οποία δε δεσμεύει κανέναν και για τίποτα... (βλ. και φράση «πείτε ρε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα»).
Σημείωση: η φράση λέγεται πάντα (ή μάλλον, το ορθό είναι) στο 1ο πληθυντικό, ανεξαρτήτως πλήθους του φυσικού υποκειμένου. Αν χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο, τότε σημαίνει ότι και το είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω, με την κεφαλαιώδη διαφορά όμως ότι το «είπα, ξείπα» (προϋπο)θέτει τον χρήστη σε θέση εξουσίας έναντι του συνομιλητή, ενώ το «λέμε και καμιά μαλακία» έχει απολογητική διάθεση και παραπέμπει σε χεζμεντέν καταστάσεις.

Η φράση είναι τόσο αγαπητή ώστε εντάχθηκε μάλλον σε πασίγνωστο ανέκδοτο, παρά αυτονομήθηκε.

αντιγράφω το πασίγνωστο ανέκδοτο από κάποιον που το έγραψε κάπως μερακλίδικα.

Ήταν τώρα σε ένα δάσος ένας λαγός πολύ PUNK (ξέρετε με σκουλαρίκια με μηχανή με γυαλιά κ.α)
και καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Περνάει ο αετός :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το φίδι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το ποντίκι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά η χελώνα :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά ο γάιδαρος :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
- Τι; (του λέει) Πούτσα στο λιοντάρι;
- Ναι γιατί;
- Να πάω να του το πω;
- Και δεν πας ;
Μετά από λίγη ώρα περνά το λοντάρι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου λέμε και καμία μαλακία για να περνάει η ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά παρότρυνση διδάσκοντος /-ουσας προς διδασκόμενο /-η (συνήθως παριστάμενος /-η του πίνακος), όπως αποδώσει το ζητούμενο χρησιμοποιώντας εναλλακτική, οικεία, ορολογία.

Μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε και ως ελαφρώς ειρωνική επίπληξη προς οικείο πρόσωπο που μας τα έχει κάνει τσουρέκια, μέχρι να πει τι θέλει ο μπαγλαμάς!

Συναφή:
αατα
Ζωγράφισέ το!

  1. - ... και τότε ο Σόλων έδωσε... την συστάθεια... εεε... την... συνάφεια... εεεε...
    - Έλα Νικολάκη, πες το με δικά σου λόγια!

  2. - ...και βασικά η Ελένη είπε, δηλαδή, εεε, βασικά δεν, αλλά... ρε γαμώτο...
    - Χαλάρωσε δικέ μου, με δικά σου λόγια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεκτική της σημασία η έκφραση κάνω add σημαίνει ότι προσθέτω κάποιον στη λίστα των φίλων μου σε σάιτ «κοινωνικής δικτύωσης» (βλ. Facebook, MySpace κτλ)...

Δεδομένου όμως ότι τα σάιτ αυτά χρησιμοποιούνται κατεξοχήν από τη νεολέρα μας (και όχι μόνο) για γνωριμίες με απώτερο σκοπό το σεξ (αλλιώς σιγά μην ασχολιόταν και κανένας δηλαδή...), η φράση χρησιμοποιείται για να εκφράσει και το αντίστοιχο της εικονικής πραγματικότητας στην πραγματική ζωή: σημαίνει λοιπόν ότι γνωρίζω κάποιον/-α με απώτερο σκοπό τις στενές επαφές...

  1. - Πω ρε φίλε, βλέπεις πώς κοιτάνε αυτά τα γκομενάκια απέναντι;
    - Μόνα τους είναι και γουστάρουν κάργα...
    - Πάμε ρε μαλάκα να τις κάνουμε add!
    - Α εγώ δεν μπορώ έτσι...
    - Μια ζωή αυνάνας!

  2. - Τι έγινε ρε, για ένα κατούρημα είπες ότι θα πας και θα φύγουμε... Μισή ώρα σε περιμένω!
    - Κάτσε ρε... Στις τουαλέτες γνώρισα ένα παστάκι άλλο πράμα... Ε, το έκανα add...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.) χρηματικό πόσο βλακωδώς ξοδεμένο σε άνθη και σαμπάνιες κατά τη διάρκεια διασκέδασης σε νυχτομάγαζο για χάρη μοιραίας ύπαρξης // περιττή οικονομική δαπάνη.

- Καλά, ότι της έχει αδυναμία το ήξερα, αλλά ότι θα έκανε τόση ζημιά για χάρη της χθες στην Πύλη Αξιού, ούτε που το φανταζόμουν. Να δούμε τώρα πώς θα τα βγάλει πέρα με τα γραμμάτια του, που μου θέλει και γούστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γενικώς βρώμικο και αηδιαστικά φτιαγμένο έτοιμο φαγητό. Θα το βρείτε κυρίως σε πλατείες όπου οι βαθύτατα φιλόζωοι μαγαζάτορες επιτρέπουν στα πεινασμένα και κακομεταχειρισμένα περιστέρια να βρουν καταφύγιο εντός του εστιατορίου...

- Πάμε πλατεία να φάμε κάνα σάντουιτς;
- Πάλι περιστερόπιτα...

"Αηδονόπιτα" (από Vrastaman, 28/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει «πάλι τα ίδια;» και εκφράζει τη δυσφορία του ομιλητή για την ολική επαναφορά ενός δυσάρεστου ή εκνευριστικού ζητήματος το οποίο είχε θεωρηθεί λήξαν.
Η φράση έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα κουκιά ήταν εξαιρετικά κοινή τροφή μέχρι και πρόσφατα στον Ελλαδικό χώρο, σε σημείο αηδίας.
Νόμιζα ότι η φράση ήταν Κρητική αλλά φαίνεται να έχει ευρύτερη διάδοση.

(Μην ξεχνάμε άλλωστε- από τις 15 Οκτωβρίου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου - διανύουμε τον μήνα Πυανεψιώνα (πύανα = κύαμοι = κουκιά) των Αρχαίων Αθηναίων).

  1. Πάλι… κουκιά μαγειρεύουν του Τσιτουρίδη. Τη μια πλήρωσε για τη μετεγγραφή του γιου του, τώρα… φταίει για τον αδελφό του, γιατί ως δήμαρχος Νέας Χαλκηδόνας ...
    (από το....Παρόν της Κυριακής)

  2. - Συνάδελφοι, να θέσω το ζήτημα της καθαριότητας των χώρων... Νομίζω ότι αν όλοι και όλες αναλάβουμε....
    - Ω ρε Ξένια, πάλι κουκιά; Να πληρώσει ο μαλάκας ο Σπαγκάι Λάμα να έρχεται καθαρίστρια πιο συχνά, εγώ καλά καλά δε σφουγγαρίζω σπίτι μου, θα σφουγγαρίσω το γραφείο... ΧΕΣΕ ΜΑΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified