Το πολύ κοντό, έως και εν χρω κούρεμα.
Συχνά τελεστής είναι ο νίντζα!
Σχετικά απηρχαιωμένο.
- Ώπα, Χρηστάκη, πού πήγε το μαλλί;
- Χειροβομβίδα δικέ μου!
- 'Ενα μπούγιο θα σ'το ρίξουμε!
Το πολύ κοντό, έως και εν χρω κούρεμα.
Συχνά τελεστής είναι ο νίντζα!
Σχετικά απηρχαιωμένο.
- Ώπα, Χρηστάκη, πού πήγε το μαλλί;
- Χειροβομβίδα δικέ μου!
- 'Ενα μπούγιο θα σ'το ρίξουμε!
Βλ. και στο ΙΚΑ κουρεύεσαι;
Got a better definition? Add it!
Η οχληρή συνάθροιση.
- Ρε σεις, αραιώστε λίγο, μην γίνεστε μπούγιο!
Got a better definition? Add it!
Η κυριολεξία της φράσης παραπέμπει προφανώς στον πεοθηλασμό. Αλλά η φράση χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάθε κακό, που οι συνέπειες και η έκτασή του δεν έχουν φανεί ακόμη, αλλά είναι απλώς θέμα χρόνου και δεν έχουμε παρά να περίμενουμε παθητικά την εκδήλωσή τους. Λέγεται και ειρωνικά για τους ανθρώπους που περιμένουν με στωική απάθεια κι έτσι συμμετέχουν ή συναινούν έμμεσα σε μια ανεπιθύμητη κατάσταση.
- Πάντως οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης δεν έχουν φανεί ακόμα!...
- Καλά! Ρούφα κι έρχεται!...
Got a better definition? Add it!
Ό,τι λέει η έκφραση. Η γκόμενα που ευεργετείται και ανταποδίδει την ευεργεσία φορώντας περικοκλάδες στον ευεργέτη της. Το φαινόμενο είναι πολύ συχνό είτε διότι οι ευεργέτες είναι λεφτάδες αλλά πουρά και μπουχέσες, που αναπτύσσουν σχέση ιδιοκτησίας με την γκόμενα, είτε γιατί είναι στην φύση του ευεργετημένου να αδικεί τον ευεργέτη του, βλ. Ιούδα, Ρόμπερτ Φορντ, Βρούτο, Κάσσιο κ.ο.κ.
Και εδώ το τέλειο παράδειγμα είναι από τραγούδι του σλάνγκαρχου Γιάννη Μηλιώκα.
Σε ντύνω, σε ταΐζω, σε σπιτώνω,
σε πήρα με κουμπάρο και παπά,
και ήθελα από σένα ένα μόνο,
να περπατάς στο πλάι μου σεμνά!
(Σημ.: Έπρεπε να πάρει τον Καραμανλή, τότε...)
Η ψείρα, όμως, λέει μια παροιμία,
όταν χορτάσει, βγαίνει στο γιακά,
και σ' έπιασα στα πράσα μια πρωία,
με κάποιο μικρομέγαλο λαπά!
Τρελάθηκα! Όταν σε είδα!
Τρελάθηκα! Λασκάρισε η βίδα!
Επωδός:
Όξω! Αλλού τρως!
Όξω! Αλλού πίνεις!
Όξω!
Αλλού τρως, αλλού πίνεις,
και αλλού πας και το δίνεις! (δις)
Ξεκίνησε η σουπιά η αδερφή σου,
να 'ρθει για να θολώσει τα νερά,
τα λόγια της κοντέψαν να με ψήσουν,
στα μάτια όμως είδα πονηριά
Στο νου μου ο σκερβελές σε μαύρα χάλια,
στο πάρε δώσε και στο vis-a-vis
και συ να έχεις χάσει τα πασχάλια
σε μια κεφαλοκλείδωμα λαβή.
Επωδός.
Got a better definition? Add it!
Το άθλημα που όποιος πάσχει από τουκανισμό βλέπει beach volley, ενώ όποιος είναι υγιής βλέπει bitch volley.
(Στην παραλία)
- Ήρθε εδώ χτες ο πατέρας σου κι έβλεπε Μπιτς Βόλει.
- Μπα; Ήταν εδώ ο πορνόγερος;
(Απ' την ταινία του Νίκου Περάκη «Ψυχραιμία, όλα παίζουν», όθεν και μερικές απ' τις φωτογραφίες).
Got a better definition? Add it!
Η πουστιά. Αλλά το «πουστρηλίκι» φανερώνει μια λίγο πιο μόνιμη ιδιότητα (κατά τα «προεδριλίκι», «παραγοντιλίκι»), είναι τουρκογενής λέξη, οπότε παραπέμπει στα έθιμα της οθωμανικής περιόδου, και είναι κάτι που το ασκεί ως οιονεί εξουσία ο γκέης.
Τι τσατσιές και πουστρηλίκια είναι αυτά, γαμώ το φελέκι μου!
Got a better definition? Add it!
Ρούφα ή ρούφα το/τη. Είναι εκδικητικό επιφώνημα που φανερώνει τη χαρά του υποκειμένου για κάτι που έπαθε το αντικείμενο και του άξιζε. Χρησιμοποείται πολύ στα σπορ από φιλάθλους και παίχτες, καθώς και σε περιπτώσεις πολύ πετυχημένης τάπας.
1) Θα χάναμε παλιομαλάκα ε; Ρούφα την τριάρα τώρα. Πονάει, πονάει;
2) Γιώργος: Θα σε γαμήσω...
Θέμης: Καθώς θα μου γλείφεις την πλάτη...
Παρατηρητής: Ρούφα την (τάπα σου) Γιωργάκη και μην πεις κουβέντα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ουσιαστικό που φανερώνει την επικριτική στάση του υποκειμένου για την κατάσταση της συμπεριφοράς του αντικειμένου, μία κατάσταση στην οποία βρίσκονται άτομα των οποίων οι πράξεις δεν λογαριάζουν κάποιες άγραφες κοινωνικές συμβάσεις της πιάτσας ή μιας συγκεκριμένης ομάδας.
- Καλά μαλάκα, ο Νίκος γάμησε τη Γιωργία!
- Ποια Γιωργία ρε μαλάκα, τη φάλαινα;
- Χε, χε, χε... ναι!
- Αυτό το παιδί πάντα το διέκρινε ένας οτινανισμός...
Σχετικά: τρία πουλάκια κάθονται, ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρώσικη ρουλέτα είναι τρόπος μονομαχίας, κατά τον οποίο ο καθένας από τους αντιπάλους αυτοπυροβολείται στο κεφάλι με περίστροφο, του οποίου μία ή δύο μόνον από τις θαλάμες έχει σφαίρα.
Η έννοια κλειδί για τον επερχόμενο ορισμό είναι η ανάληψη ενός υψηλού ρίσκου που μπορεί να έχει άμεση επίδραση στη ζωή κάποιου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίζουμε ως ρώσικη ρουλέτα, τη σεξουαλική περίπτυξη, κατά την οποία ο άνδρας δε φορά κράνος. Αυτό μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε παρασημοφόρηση του τολμούντος. Στην περίπτωση αυτή ισχύει η ρήση:«Ο φορών κράνος νικά».
Αλλιώς ανοίγει η πόρτα μόλυνσης σε μολυσματικές ασθένειες με προεξάρχουσα το AIDS (σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας).
Ως γνωστόν, η πιθανότητα παρασημοφόρησης μπορεί να επισπευσθεί στην περίπτωση που κάποιος έχει σεξουαλικές επαφές με αρκετούς σεξουαλικούς συντρόφους.
1.Με ή χωρίς προφυλακτικό; Το χωρίς είναι σαν να θέλεις να παίζεις ρώσικη ρουλέτα. Αν πάλι είσαι τόσο τολμηρός, εγώ το σέβομαι. Αλλά παίξε ρώσικη ρουλέτα με την πάρτη σου, μόνος σου, με κανονικό πιστόλι και όχι με τις ζωές των άλλων. Το πρόβλημα, ηλίθιε, δεν είναι ότι θα κολλήσεις εσύ, το πρόβλημα είναι ότι θα κολλήσεις και τους άλλους. Άλλο η αυτοκτονία και άλλο η μαζική δολοφονία.
Δες
Πέτρος Κωστόπουλος
3.τι να πω.. μου κάνει εντύπωση αυτή η εντελώς ανεύθυνη συμπεριφορά (μην παρεξηγηθείτε γιατί αλήθεια είναι) οχι του φρι ειδικότερα.. όλων σας γενικότερα που παίζετε ρώσικη ρουλέτα μέχρι να φάτε το κεφάλι σας κ να τρεχετε...
Δες
Got a better definition? Add it!
Παράφραση του Oval Office, του γραφείου του Λευκού Οίκου, όπου έλαβε χώρα η σκανδαλώδης μη σεξουαλική πράξη (όπως ορίζει ο Bill Clinton το σεξ) ανάμεσα στον Μπιλ Πλύντον και την Φυσαρμόνικα Λεβίνσκι. Την παράφραση εισήγαγε στην Ελλάδα, αφού είχε κατά κόρον χρησιμοποιηθεί διεθνώς, ο γελοιογράφος ΚΥΡ. Έκτοτε χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε χώρο, πρακτική, ή θύτη σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, ή γενικότερα σε σχέση με την πρακτική του στοματικού σεξ, ιδίως αν εξασκείται στα πλαίσια εκμετάλλευσης, άσκησης εξουσίας και ξεπέτας. Η φράση επανήλθε στην επικαιρότητα κατά την πρόσφατη Ζαχοπουλιάδα.
Συνώνυμο: Σκύψε ευλογημένη
- Και που λες, κλείνω το μάτι πονηρά στην γραμματέα μου, και της λέω: Είσαι να περάσουμε απ' το Oral Office;
- Ώπα ρε Ζαχόπουλε! Κατούρα και λίγο! Πρόσεξε μόνο μην γίνεις Ζαχοπουλιάδα κι εσύ!
Got a better definition? Add it!