Further tags

Διαόλου κάλτσα αποκαλείται το sock puppet, η ψεύτικη δηλαδή persona που δημιουργεί εν είδει μαριονέτας κάποιος εγγαστρίμυθος σπαστήρας ή τρολεατζής με σκοπό την μπαγαποντοδοσία, την πανοποντοδοσία ή την εν γένει χειραγώγηση μιας διαδιχτυακής κοινότητας.

«Διαόλο-καλτσισμός ορίζεται ως η δημιουργία πλαστής online ταυτότητας για την απονομή σπεκ, την υπεράσπιση, η την δημιουργία ψευδαίσθησης υποστήριξης κάποιου, των συμμάχων αυτού, ή της εταιρίας του...» (New York Times)

«...υποψην εινε ακομα 13 μαθητες μου που θα χρησημοποιησουν τον υπολογιστη μου και μαλον 5 αστερα θα βαλουν 9 απο αυτους με εχουν αστροδοσει
να εινε καλα τα παιδια ...οι μαθητες μου ειδαν αυτα που γραφοντε εδω και αποφασησαν να με πριμοδοτησουν...» (Εκμυστηρεύσεις μιάς διαόλου κάλτσας από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται: όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποιος έχει βολευτεί, έχει μεγαλοπιαστεί με κάτι που απόκτησε.

- Ρε, τον είδες τον Γιωργάκη με εκείνη την ψηλή;
- Ναι τον είδα, ρούπι δεν την αφήνει να περπατήσει χωρίς να είναι αυτός μαζί, και να μην την κοιτάζει άλλος...
- Εντάξει μωρέ, καλή είναι, αλλά όχι τίποτα το ιδιαίτερο. - Ναι αλλά, αυτός νομίζει ότι έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια με αυτήν την γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κέρατό μου μέσα!

Όλα τα κακά εδώ! Το κέρατό μου ανάποδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον ότι το παρατράβηξε, ότι έγινε κουραστικός, ή καλύτερα, ότι κάνει υπερβολές.

- Κωστάκη σκάψε εδώ μια γούρνα για τον ασβέστη. - Μάλιστα αφεντικό! Μετα από 2 ώρες...
-Τελείωσα μάστορα! -Τι κάνεις ρε Κωστάκη, είπαν τη γριά να χέσει και αυτή ξεκωλώθηκε, μια γούρνα σου είπα να φτιάξεις, όχι τούνελ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ο οποίος έχει κολλήσει με κάτι και γίνεται απίστευτα εκνευριστικός.

- Μαλάκες, η Μαρία είναι η πιο όμορφη κοπέλα που είχα ποτέ, τι να σας πω, μιλάμε είναι θεά!
- Τι λες βρε μαλάκα, σιγά τη γκόμενα, είπαμε, όχι και θεά… - Είναι πανέμορφη, δεν μπορώ, την κοιτάω συνέχεια.
- Καλά , καλά, παιδιά πήγα με μια χτες, τι να σας πω, φωτιά και λάβρα, κάτι καμπύλες... άλλο πράγμα!
- Και η Μαρία έτσι είναι έχει κατ......
- Σκάσε βρε μαλάκα, το γουδί το γουδοχέρι , θα φας ξύλο στο τέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάφα, άτυχη πράξη.

Πώς και δεν με απέλυσε ο αφεντικός, είναι ένα θαύμα. Έκανα μια πατάτα χθες στη δουλειά, τι να σου λέω φίλε μου...

Έκανε μια πατάτα. (από Jonas, 17/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Εξαντλώ τον αρσενικό μου παρτενέρ με τρελά γαμήσια α λα Λίλιαν. Συνώνυμα: ξεκατινιάζω, ξεζουμίζω, ξεκάνω, ξε- γενικώς.

- Δεν σε βλέπω και πολύ σόι σήμερα, τι έγινε;
- Άσε μαλάκα, βγήκα με την Τζενούλα χθες και με ξεσπόριασε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δικαιολογείται για κάτι που δεν κατάφερε.

Είναι συνώνυμο με το «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

- Καλά ρε, τι καρσιλαμάδες σε χόρεψε ο Γιάννης χτες στον αγώνα, μιλάμε σου 'σκασε κάτι ντριπλίδια...
- Σιγά τον παίχτη, ήμουνα κουρασμένος επειδή την προηγούμενη μέρα γαμούσα την Μαίρη, αλλιώς ούτε μπάλα δεν θα ακουμπούσε.
- Καλά, καλά, την κοντή την πούτσα δεν την φταίει το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή, ετυμολογικά, σημαίνει «τραβάω μαλακία», «παίζω το πουλί μου», αλλά χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι βρίσκεται στον κόσμο του.

- Βρε μαλακισμένα, μην παίζετε μπάλα στον κήπο, θα μου χαλάσετε τα λουλούδια!
- Μα δεν παίζουμε μπάλα, μπέιζμπολ παίζουμε…
- Καλά, εσύ αγόρι μου παίξε με το λιλί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδανά για το πέσιμο από μπάτσους (και όχι το πέσιμο σε γκόμενα).

Σημειωτέον, ότι ενώ το πέσιμο (κανονικά) μπορεί να αναφέρεται και σε ο,τιδήποτε περιγράφεται με το «μας την πέσανε» (π.χ. έκαναν τα ΜΑΤ ντου στην πορεία, μας όρμησαν οι μπράβοι στο μαγαζί, μας πιάσανε οι επιτηρητές εκεί που αντιγράφαμε κλπ), το σιμοπέ (ποδανά), ως πιο μάγκικο και του υποκόσμου, δηλώνει συγκεκριμένα τη χαλαρή προσέγγιση ή και βίαιη εφόρμηση των φίλων μας των μπάτσων κατά την τέλεση παράνομης πράξης, με σκοπό τη σύλληψη.

  1. - Πέτα το μαλάκα, πέτα τον γάρο στη θάλασσα ΤΩΡΑ, έρχονται λίτες για σιμοπέ!

  2. - Ε τον καημένο το Θανασάκη, εκεί που χαράκωνε με κλειδί κάτι αμάξια, του κάναν σιμοπέ οι μπάτσοι και τον τράβηξαν στο τμήμα κι έφαγε μια ξυλάδα που 'ταν όλη δική του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified