Further tags

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.

- Κοίτα να δεις ρε τι γίνεται στον κόσμο! Είχαμε βγει όλη η παρέα και τελικά ποιος έβγαλε γκόμενα; Ο ασχημομούρης ο Νίκος! Δεν μπορώ να το πιστέψω!

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.

-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published

Το ψέμα.

Χθες κάτσαμε με τον Νίκο τον σαλιάρη, πω τον πούστη, μας έπνιξε στο σάλιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρήμα. Χρησιμοποιείται μόνο κατά την έλλειψή του με την έκφραση «δεν υπάρχει σάλιο».

-Θα τσοντάρεις τίποτα για την βενζίνη ή πάλι εγώ ο μαλάκας θα πληρώσω; -Τι να τσοντάρω ρε φίλε, αφού το ξέρεις πως δεν υπάρχει σάλιο. Από τότε που κατάλαβε ο πατέρας πως δεν έχω περάσει ούτε ένα μάθημα, κόπηκε η επιχορήγηση!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Καταστρατήγηση πνευματικών δικαιωμάτων. Ο όρος προκύπτει ως εξής:

κλοπή + copyright (κατοχύρωση πνευματικής ιδιοκτησίας) = clopy + copyright = clopyright

- Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλη συλλογή MP3! Έχεις και τα αυθεντικά CD;
- Όχι ρε, τρελός είσαι; Clopyright όλα είναι από νετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζητώ εξηγήσεις ή ενώ είμαι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλω απαιτήσεις ή κατηγορώ.

- Με τράκαρες από πίσω, σου είπα θα κάνω φιλική δήλωση και ζητάς και τα ρέστα από πάνω ρε μαλάκα;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολεμική τέχνη που χρησιμοποιείται κυρίως από αυτούς που νομίζουν οτι μπορούν να παλέψουν. Χρησιμοποιείται κυρίως από Έλληνες.

Βλ. και ταβερνόξυλο.

Αυτός ξέρει βαράτε, ζίου μήτσου και άλλες πολεμικές λέξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση του αρχιδόκαμπος και πουτσοχώραφο, αλλά δίνει περισσότερο έκφραση στα πρόσωπα παρά στο μέρος.

Έχει πέσει πολύ πουτσοσπορά σε τούτη την καφετέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρώμικο, το χρώμα της βρωμιάς.

Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βρωμυλί.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που επιστρατεύουμε για να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια.

Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, Λύο Καλοβυρνάς www.lyo.gr

παρόμοιο απαραίτητο αξεσουάρ: μανταλακιστήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified