Further tags

Παίζει και σε «άλλο μου 'δειξες, άλλο μου 'μπηξες».

Με ξεγέλασες, με εξαπάτησες, μου την έφερες. Μου έκρυψες την πραγματική αλήθεια ή μέρος της, με παραπλάνησες, με άφησες να πιστεύω ό,τι, και τελικά τον ήπια χαλαρά επειδή σε εμπιστεύτηκα. Μου 'ταξες λαγούς με πετραχήλια και στο τέλος πήρα το μακρύτερο, που σημειωτέον δεν ήταν αυτό που ήθελα να πάρω.

Η έκφραση στην κυριολεξία της εννοείται ότι αναφέρεται σε ένα δραματικό σκηνικό σεξουαλικής φύσης ή με σεξουαλικό υπονοούμενο, σε φάση:

Το αντικείμενο, έχει δει στο διαφημιστικό φυλλάδιο (λέμε τώρα) που τού 'δειξε το υποκείμενο, μία ξεχωριστή πωσνατημπώ (υπονοούμενο για την λέξη «πούτσα» για όσους δεν κατάλαβαν), όμορφη, τροφαντή, στρουμπουλή, λαχταριστή και τέλος πάντων του γούστου του, γεγονός που του δημιούργησε προσδοκίες για τρελά γλέντια, σουπεροργασμούς και αμοιβαία διασκέδαση...

...όταν όμως ήρθε εκείνη η ευλογημένη ώρα να την φάει επιτέλους (και αφού βεβαίως το τίμημα είχε ήδη πληρωθεί ή τεσπά είχε γίνει η κατάσταση μη αναστρέψιμη), το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Η πωσνατημπώ (υπονοούμενο για την λέξη «πούτσα» για όσους δεν κατάλαβαν και πάλι, δηλαδή έλεορ), που μπήκε ήταν άλλη, πολύ κατώτερης ποιότητας από αυτή που είχε αρχικά επιδειχθεί κι έτσι το αντικείμενο, αντί για την απόλυτη ικανοποίηση που ανέμενε βάσει των δεδομένων που του είχαν παρασχεθεί, τελικά γαμήθηκε με αμμοχάλικο όπως δεν ήταν, αλλά θα έπρεπε να ήταν, αναμενόμενο.

Η φράση «άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες» λέγεται συνήθως με ύφος παραίτησης, θλίψης και περισυλλογήςγια το νόημα της ζωής και όχι τόσο με μήνη, κακία ή εκδικητικότητα. Τον ήπιαμε τον τιμημένο, ναι τον ήπιαμε, έφταιγε ο άλλος, ναι έφταιγε, αλλά δεν θα αντιδράσουμε: απλά θα υποχωρήσουμε με μεγαλοπρέπεια και θα αφήσουμε το σύμπαν να αντιδράσει για πάρτη μας, ώστε να επέλθει η απαιτούμενη ισορροπία.

Εδώ που τα λέμε τώρα, σε τέτοιες περιπτώσεις, και το σύμπαν που σε καθοδήγησε να εμπιστευτείς τον μαλάκα, «άλλη σου έδειξε άλλη σου έμπηξε». Πίκρα; Νιεεε, όλα εδώ πληρώνονται, νομίζω;;

Παραδειγματάκι 1:
- Μου 'ταξε ότι όταν θα έβγαινε, θα με έκανε General Office Assistant λέει, τίτλος με αρχίδια! Και κοίτα που κατάντησα τώρα όλοι να τα ξύνουν και μένα να 'χει πιξελιάσει η μούνα μου. Τελέρε φίλε, θα πάω να του πω, ετσίπαμε; Καλά σου ρε, καλά σου, άλλη μου 'δειξες άλλη μου 'μπηξες, αλλά από το Θεό θα το 'βρεις παλιόπουστα, κάτσε τώρα να σου φτύσω στον καφέ ασταδγιάλα. Όχι, αυτό δεν θα του το πω, να πα να γαμηθεί, να τον φάει ο σταφυλόκοκκος και να μην ξέρει από πού του 'ρθε.

[σ.ς. άσχετο - αυτό το να μου φτύνει τον καφέ ο βοηθός μου, με ροχάλα τίγκα στο μικρόβιο και μετά να χορεύει πανσέληνο πάνω από τον τάφο μου, είναι προσωπικός εφιάλτης, δηλαδή νιώστε έτσι;].

Παραδειγματάκι 2:
Εδώ: ...Άλλωστε η ίδια δεν είχε διστάσει να κάνει προσωπική εκστρατεία συλλογής των ψήφων των ομοφυλοφίλων στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Προφανώς και στη Χιλή ισχύει το «άλλο μου 'δειξες, άλλο μου 'μπηξες».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.

- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!

(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)

- Ε, ντιπ τραγί είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπλέκω απειροελάχιστα.

- Το στήνεις ωραία στη στροφή, τσιμπάς λίγο χειρόφρενο, στρώνεις με ανάποδο και τους γεμίζεις σκόνη.

- Κοίτα, εμείς βγαίναμε με Cooper, όλη η υπόθεση λοιπόν ήταν να μην πέσουν οι στροφές, οπότε δούλευες μύτη-φτέρνα, δηλαδή με την φτέρνα κρατούσες το γκάζι ψηλά και με την μύτη τσιμπούσες το φρένο...
- Δηλαδή τούρμπο δεν είχατε τότε, θείο;
- Ασταδιάλα, κάθομαι και σου μιλάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του αιώνιου παθέτικ θρήνου κάθε πικραμένου Ρωμαίου όταν αυτός προσγειώνεται στην πικρή, σκουληκιάρικη πραγματικότητα.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο περί ου ο λόγος πρόσφερε στο αντικείμενο του πόθου του μεταξωτές κορδέλες για να εισπράξει φύκια. Φυσικά, όπως πάντα, τα ήθελε ο κώλος του και ας πρόσεχε.

Βλ. επίσης:

  • άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες,
  • εγώ της πρόσφερα το κέρας της αφθονίας και εκείνη μου ανταπέδωσε την αφθονία των κεράτων,
  • έδωσα τα πάντα για σένανε μανδάμ και τώρα je suis le bossu de la cloche de Notre-Dame,

κ.ο.κ.

Εγώ σε παίρνω παραλία
κι εσύ ξηγιέσαι φύκια
πως μένω στην καρδούλα σου
τώρα ζητάς και νοίκια
Τι να τα κάνω τα λεφτά
όταν δεν έχω φράγκο
τι να το κάνω τ' όχημα
μετά από τέτοιο τράκο

(Το τροχαίο, Μ. Ρασούλης. Aπό το αριστουργηματικό LP «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βάλε και κατάλαβε χρησιμοποιείται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε γενικότερα μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο που είναι ό,τι νά 'ναι, κοινώς, άστα να πάνε.

(Φυσικά, μέχρι στιγμής δεν ακούσει άλλον ανθρωπο να χρησιμοποιεί τη φράση αυτή αλλά για όλα υπάρχει η πρώτη φορά :D)

Τη μια λέει έτσι, την άλλη λέει αλλιώς, βάλε και κατάλαβε τι τύπος είναι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί μια πιο κόσμια μορφή της φράσης έκλασα μέντες, τα είδα όλα, κοινώς σκιάχτηκα! (τώρα γιατί 3 και 5 και όχι και 10, άλλο αυτό).

το παράδειγμα νομίζω περιττό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, προερχόμενη εκ των λέξεων «νέος» και «Λέοπαρντ».

Ο όρος αποτελεί απαξιωτικό ή χιουμοριστικό χαρακτηρισμό ενός νέοπα που υπηρετεί σε μονάδες τεθωρακισμένων, που χρησιμοποιούν άρματα μάχης Λέοπαρντ (Leopard).

Ο όρος εκφέρεται συνήθως από κάποιον παλιό φαντάρο, από κάποιον μονιμά που έχει ακόμα να δει...πολλές... μα πολλές ολυμπιάδες μέχρι να απολυθεί, ή από κάποιον που είχε κάνει τη θητεία του σε τέτοιες μονάδες.

  1. (Χιουμοριστική χρήση)
    Καλή θητεία νέοπαρντ!!! Να περνάνε γρήγορα οι μέρες και να γυρίσεις άρτιος στην κοπελιά και στους δικούς σου!
    Δες

  2. (Απαξιωτική χρήση)
    3 μέρες πριν φύγω με αγγαρέψανε να πάρω κάτι νέοπαρντ να κουβαλήσουμε λέει καλώδια και εκεί τσακώθηκα και τους τα έχωσα με την εξουσία της παλαιότητας και της μισής σαρδέλας μου. Δες

(από GATZMAN, 02/06/09)Μαύρος Λόχας vs Νέοπαρντς. Αφιερωμένο στον Γκατζ. (από Jonas, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγκάστηκα να διπλωθώ, να σκύψω πολύ για να χωρέσω κάπου.

Τσάκισα στα δύο για να προστατευτώ.

Τι κωλάμαξο είναι αυτό; Για να κάτσεις πίσω, αν δεν είσαι σαν τον Κούγια, πρέπει να γίνεις σαν οκτώ παρά εικοσπέντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ο παλιός φαντάρος, ο παλαίουρας, οκαραπαλαίουρας, κλπ. Ο φαντάρος δηλαδή που ανήκει σε τέτοια σειρά στράτευσης, που κοντεύει να πάρει την άγουσα.

Αισθάνεται πως όταν παρουσιάστηκε, είχε και καλά, ειδικότητα χειριστού καταπέλτη και πολιορκητικού κριού. Περπατά και διαλύεται μέχρι να ρθει η τιμημένη εκείνη ώρα που θα κόψει λάσπη απ' το στρατό για να γίνει πολίτης. Τα αγγούρια της εργασίας δεν τα βλέπει ακόμη. Κάθε πρωί φωνάζει τον αριθμό των τρελών ημερών που μετρά, προκειμένου να απολυθεί. Τον φωνάζει με στόχο να ψαρώσει τους νέους και να συμμεριστεί με άλλους παλιούς τη χαρά που απορρέει από το γεγονός πως το βόδι το φάγανε και μόνο η ουρά του μένει, εν αντιθέσει με τους νέους πού έφαγαν την ουρά και το βόδι απομένει.

Βέβαια, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, γιατί αφενός στις τελευταίες μέρες μπορεί να γίνουν μαλακίες που πιθανόν να οδηγήσουν σε επέκταση της θητείας και αφεδύο είναι τα αγγούρια του εργάσιμου βίου που λέγαμε πριν. (βλ. παρ. 1)

2. Θα μπορούσαμε ανάλογα να μιλήσουμε και για κάποιον παλιό εντός ενός συνόλου ατόμων, του οποίου συνόλου τα άτομα, έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, μεταξύ τους (π.χ. άτομα που ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα). Αναμένεται δε, το άτομο αυτό, να 'χει την... εμπειρία. (βλ. παρ. 2).

  1. Το παλιοσείρι ο Μήτσος είναι βοηθός νοσοκόμου στο ιατρείο της «μουνάδας» που λέει κι ο υπόδικας. Δες εδώ

  2. Σε ξέχασα παλιοσείρι. Νομίζω πως είμαστε ισοπαλία στις εγχειρήσεις. Να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε καμιά μέρα. Δες εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό basse classe, που σημαίνει κατώτερη κοινωνική τάξη, το μπας κλας παίρνει την κατάληξη -αρία και γίνεται «μπασκλασαρία».

Η κατάληξη «-αρία» είναι πολύ συνηθισμένη στην μεταφορά ξενικών στην ελληνική καθομιλουμένη, λ.χ. kitsch- κιτσαρία, snob- σνομπαρία, αλλά και ελληνικών, όπως πουτσαρία, ψωλαρία.

Μπασκλασαρία είναι κάτι πολύ φτηνής, τραγικής ποιότητας, που θεωρούμε καλό να το σνομπάρουμε.

- Πάλι μ' αυτούς τους λαϊκούς κάνεις παρέα, τις μπασκλασαρίες; Θα σε φάει η λαϊκουριά! Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες ένα άλφα επίπεδο...

Τhe Who - Magic Bus (από allivegp, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified