Further tags

Ελλειπτική έκφραση που στην πλήρη της μορφή είναι «ούτε στον παπά μην το πεις», εννοείται κατά την εξομολόγηση. Λέγεται κυρίως για πολύ έως απρόσμενα καλές εμπορικές ευκαιρίες (βλ. τεφαρίκι πράμα) που μας συμφέρει να μείνουν κρυφές, ώστε να επωφεληθούμε εμείς οι ίδιοι όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά και, γενικότερα, για κάθε καλή εξέλιξη στη ζωή μας που κρύβει μια μικρή δόση τύχης, αρκεί να μην αναφέρεται σε σοβαρά και κομβικά ζητήματα παρά να είναι κάτι μάλλον καθημερινό.

Ως γνωστόν, η εξομολόγηση είναι ένα από τα μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας. Σε αυτό ο πιστός πρέπει να ανοίξει την ψυχή του στον εξομολόγο και να μην κρύψει απολύτως τίποτα, σχετικό εννοείται με την πνευματική του πορεία. Ο δε εξομολόγος απαγορεύεται αυστηρά να γνωστοποιήσει ή να εκμεταλλευτεί όσα άκουσε. Το αστειάκι της έκφρασης είναι διπλό: δύσκολα στην εξομολόγηση θα φτάσει η κουβέντα σε τιμές και ευκαιρίες, ενώ η εν λόγω συναλλαγή ανάγεται συμφέρουσα σε υπερβολικό βαθμό τόσο, που βάζει σε πειρασμό και την ηθική ακεραιότητα του παπά-πνευματικού.

  1. - Πόσο την πήρες τελικά την μπέμπα;
    - Είκοσι χιλιάρικα μου την άφησε, καλά είναι;
    - Πολύ καλά φίλε! Ευκαιρία!
    - Έφευγε για εξωτερικό αυτός και ψιλοβιαζότανε να το δώσει.
    - Ναι ρε σου λέω, τέλος. Ούτε στον παπά τέτοια τιμή!

  2. - Φίλε! Αδερφέ! Δικέ μου!
    - Τι είναι ρε;
    - Μού 'κατσε χθες στο άσχετο μια μουνάρα!
    - Καλή;
    - Τι καλή! Μόνο; Το Λίλιαν!
    - Σώπα! Μπράβο ρε μεγάλε! Σωραίος! Ούτε στον παπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, η αλληλουχία τυχαίων και ασύνδετων μεταξύ τους περιστατικών που οδηγούν αθροιστικά σε ένα απρόσμενο τελικό αποτέλεσμα. Αντί των περιστατικών μπορεί να εννοούνται μη σχεδιασμένες αλληλεπιδράσεις των ιδιοτήτων και των κονέ των εμπλεκόμενων ανθρώπων.

Συνεκδοχικά, ως κόντρα-καραμπόλα μπορούμε να αποκαλέσουμε το αποτέλεσμα όλου αυτού του ντόμινο.

Και οι δύο συνιστώσες λέξεις έλκουν την προέλευσή τους από το χώρο του μπιλιάρδου. Κόντρα σημαίνει, κάπως απλουστευτικά, σύγκρουση μιας μπάλας (ή μπίλιας) με κάποια άλλη, ενώ καραμπόλα είναι το να καταφέρεις, στο γαλλικό μπιλιάρδο, να χτυπήσεις με την μία μπάλα τις άλλες δύο (από τις τρεις που χρησιμοποιούνται συνολικά) με τη σωστή σειρά, κάτι που σου δίνει πόντο.

- Τά 'μαθες; Έφυγε νύχτα κυριολεκτικά ο πουλ μουρ από το ρετιρέ. Τέσσερα νοίκια του σπιτονοικοκύρη, χασάπηδες, μανάβηδες, προποτζήδες, πουτάνες της γειτονιάς, όλοι φεσωμένοι.
- Α πα πα κωλοφαρδία που την έχω! Εγώ το ψυγείο το πληρώθηκα χθες!
- Πώς αυτό;
- Κόντρα-καραμπόλα φάση, πήγα κέντρο για δουλειές αλλά στο δρόμο με πήραν απ' το γραφείο να τους πάω κάτι λίρες συνάλλαγμα για το γιο του συνεταίρου. Μπήκα στην πρώτη τράπεζα που βρήκα και να τος ο λεγάμενος στο ταμείο, να εισπράττει κάνα-δυο τουβλάκια μαλλί. Εννοείται τον άρπαξα απ' τα πέτα το λαμόγιο.
- Μπράβο ρε φίλε, εσύ καθάρισες, ούτε στον παπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσαρκαστική έκφραση, χρησιμοποιείται ρητορικά και υποθετικά για να καταδείξει την αδυναμία μας να αντιδράσουμε σε ένα πλήγμα που δεχθήκαμε, μάλλον ηθικής αλλά και γενικότερης φύσεως. Σε περιπτώσεις δηλαδή που μας την είπε κάποιο αφεντικό ή άλλο πρόσωπο υψηλότερης κοινωνικής θέσης ή μεγαλύτερης ευθύνης (λέμε τώρα), που κάηκε το μουνί μας, που άλλο μας έδειξαν κι άλλο μας έμπηξαν και κάθε άλλη κατάσταση που βγήκαμε ριγμένοι και που, προσοχή, δεν έχουμε ουσιαστικά κανέναν τρόπο να αντιδράσουμε παρά να διαμαρτυρηθούμε. Κι αυτό για την τιμή των όπλων, για να μη μας πουν μετά ότι μας άρεσε κι όλας.

- Σού 'κοψε η τράπεζα τα όρια; Έτσι ξαφνικά;
- Είμαι λέει σε επισφαλή κλάδο και πίπες.
- Και τι θα κάνεις τώρα, πού θα σπας τις επιταγές;
- Ξέρω και γω ρε Παναή;
- Καλά και δεν αντέδρασες;
- Τι να τους κάνω; Τράπεζα είναι. Να βροντάω πόρτες και να κλείνω τηλέφωνα; Έχουν το μαχαίρι, έχουν και το πεπόνι.
- Τι να σου πω...
- Η τράπεζα αγόρι μου σου δίνει λεφτά μόνο αν αποδείξεις ότι δεν τα χρειάζεσαι, άσ' τα να παν στο διάολο...

Got a better definition? Add it!

Published

Ειρωνική και, εν πολλοίς, άδολη έκφραση για να δηλώσουμε την έλλειψη ενδιαφέροντός μας να προβούμε στις πρέπουσες προετοιμασίες προς υποδοχή ενός καλεσμένου.

Στην σοβαρή και κυριολεκτική της μορφή η φράση θα έλεγε «θα σφάξω κόκορα» ή αλλο ζωντανό του βουκολικού μας νοικοκυριού, προς τιμή και τέρψη του μουσαφίρη μας. Η ρέγγα, προφ, είναι μάλλον αμελητέα ποσότητα σαν κύριο πιάτο, συνεπώς, είναι σα να λέμε «ας έρθει και κάτι θα του σερβίρουμε, χεστήκαμε κι όλας».

Καθώς η ρέγγα αποτελεί μεζέ για ουζοκατάνυξη, η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί περισσότερο κυριολεκτικά, σε τόνο αστείου, για να καλέσουμε έναν-δυο φίλους στο σπίτι για απλές καταστάσεις εμείς κι εμείς.

  1. - Μωρό μου κάλεσα και τον Χαρίλαο το βραδάκι για τραπέζι.
    - Καααλά. Θα σφάξω ρέγγα...

  2. - Έλα από το σπίτι να δούμε τον αγώνα, θά 'ναι και τα παιδιά!
    - Δεν ξέρω ρε συ, ψιλοβαριέμαι...
    - Έλα ρε ασαράντιστε, για την πάρτη σου θα σφάξω ρέγγα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επισκέπτομαι μια φιλενάδα fuck buddy που έχω σε κάποια απόμακρη (λίγο ή πολύ) τοποθεσία για λίγο σεξ χωρίς δεσμεύσεις, σα να άναβα ένα κεράκι σε μια εκκλησίτσα που είναι πάντα εκεί και περιμένει να με ενώσει με τον παράδεισο...

- Πού είσαι ρε μαλάκα, σε περιμένουμε δυο ώρες εδώ, έχεις και κλειστό το κινητό, ανησυχήσαμε, είπαμε αυτός θά 'φυγε σε κάνα χαντάκι!
- Νταξ ρε παιδιά, σόρυ κιόλας, πήγα ν' ανάψω ένα κεράκι στην Ελενίτσα, στην Καλλιθέα...
- Μουνόδουλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλαπακιάζω μέχρι σκασμού, τρώω σαν λύκος, κατεβάζω γατοκέφαλα.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά και για κάθε αποδέκτη Miesens.

Σύμφωνα με τον Μάνο Χατζιδάκι, η λέξη ετυμολογείται εκ του υδρόλυκου, του μυθικού υβριδίου λύκου και υδρόφιδου. Κατ' άλλους είναι εκ του δρολυκώνω , δηλαδή παθαίνω υδροκήλη απ' την πολλή μασαμπούκα (Πηγή: Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη).

Η τρούφα και γενικά τα μανιτάρια δεν είναι κοιλιοδουλεία. Αν είμαι κοιλιόδουλος πλακώνω τις μπριτζόλες και τις παπάρες στην ντοματοσαλάτα και ντερλικώνω. Ααυτές οι γεύσεις είναι μεγαλείο και εμείς που τις επιδιώκουμε, ευ ζωιστές. Και τα σκυλάκια που τις βρίσκουν αγγελούδια :) Η Ρίτα μου (γερμ. ποιμενικό) έβρισκε λακτάριους και σκινάδες χωρίς να της δείξω ποτέ-συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό μου όταν τους ανακάλυπτα και μετά από μία σαιζόν που κοίταγε και μύριζε απορημένη την επόμενη χρονιά πήγαινε στον θάμνο και γάβγιζε. Τι καλό σκυλί και τι ζώον αυτός που μου την εκτέλεσε στην άκρη του δρόμου-που να φαει δηλητηριώδη μανιτάρια από αυτά που ούτε με πολλαπλή μεταμόσχευση δεν σώνεσαι...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αμφισβητήσουμε την ηλικία που κάποιος ή κάποια δηλώνει ότι έχει, και που προφανώς είναι πολύ μικρότερη από την πραγματική. Δεδομένου ότι το θέρος στη χώρα μας έχει μεγάλη διάρκεια, όταν στη δηλωθείσα ηλικία επιπροσθέσουμε και το άθροισμα της διάρκειας όλων των καλοκαιριών που έχει ζήσει το άτομο, και που εσκεμμένα –κατά την κρίση μας– παρέλειψε το ίδιο να συνυπολογίσει, προσαυξάνουμε την ηλικία κατά 1/4 τουλάχιστον. Η φράση μπορεί να προφέρεται και ενώπιον του ίδιου του ατόμου που αποκρύπτει την πραγματική ηλικία του, αλλά με χαμηλή τότε φωνή ή ενίοτε και από μέσα μας.

  1. – Η παρουσιάστρια Λίλιαν Χατζηκαυλούδη δήλωσε σε μεσημεριανάδικο ότι είναι 45 ετών.
    – Χωρίς τα καλοκαίρια!

  2. – Γιατί να μη φορέσω κι εγώ ένα αβυζαλέο ντεκολτέ; Άλλωστε, μόνο 36 είμαι.
    – (Χωρίς τα καλοκαίρια.)

Δες και υπό σκιάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούν ψαγμένοι μπογιατζήδες όταν θέλουν να στηλιτεύσουν τη δουλειά κάποιων συναδέλφων τους, οι οποίοι είχαν παλαιότερα ασχοληθεί με το ίδιο project.

Βάψιμο πάνω απ' τα ρούχα είναι το βάψιμο που έγινε στο φτερό, το άρπα-κόλλα βάψιμο, αυτό στο οποίο δεν ακολουθήθηκε η πρέπουσα διαδικασία. Διότι το σωστό μπογιάτισμα είναι επιστήμη, δεν είναι ότι κι ότι (αν πιστέψουμε τους εν λόγω ψαγμένους μπογιατζήδες - καλλιτέχνες). Απαιτείται η κατάλληλη προεργασία για να δέσει η μαγιονέζα και να μη κωλοτραβιόμαστε αργότερα, πληρώνοντας παλιές αμαρτίες.

Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να «γδύσουμε» το ντουβάρι, να πετάξουμε τα παλιά του «ρούχα» (δλδ τα παλιά στρώματα μπογιάς) και να κάνουμε δουλειά εις βάθος, με στοκαρίσματα και ξυσίματα όπου χρειάζεται, λειαίνοντας την επιφάνειά του και καθιστώντας την σε θέση να υποδεχθεί τις τελικές στοιβάδες χρώματος.

Πάνω απ' τα ρούχα, δουλεύουν οι σκιτζήδες και τα πάσης φύσεως λαμογιέν που ψάχνονται πως να γλιτώσουν χρόνο και χρήμα, εις υγείαν του μαλάκα που πλερώνει τη νύφη. Όλοι αυτοί πετάνε το καινούριο χρώμα κατευθείαν επάνω στο παλιό («πάνω απ' τα ρούχα»), χωρίς να μανουριάζονται με εξομαλύνσεις και λοιπές μαλακίες. Τι κι αν το ντουβάρι θυμίζει μπομπαρδισμένο τοπίο, με γούβες σα κρατήρες και εξογκώματα σαν προχωρημένους καρκίνους; Αυτοί μια φορά έκαναν οτι προβλέπεται, απο κει και πέρα στα βυζιά τους.

Η επαίσχυντη μέθοδος του πάνω απ' τα ρούχα εφαρμόζεται συνήθως, με ολέθρια κατά κανόνα αποτελέσματα, στα θυρώματα (κάσες) και τα λογής πορτοπαράθυρα, που βάφονται με λάδι (λαδομπογιά) και όχι με πλαστικό. Διότι στο λάδι είναι που φαίνεται ο καλός ο μάστορας, εκεί κυρίως ξεδιπλώνει το τάλαντό του, κι όχι στο πλαστικό (αυτό πάει στους τοίχους), που μπορεί να το κουμαντάρει κι ένας αμάτσεουρ κουτσά στραβά.

Η επιτυχία και η πιασαρικότης της έκφρασης, έγκειται κατά μέγα μέρος στους σεξουαλικούς συνειρμούς που προκαλεί. Μας παραπέμπει αμείλικτα στη γνωστή πονεμένη ιστορία του «σεξ πάνω απ' τα ρούχα», που όλοι έχουμε κάνει μικροί, όταν το γκομενάκι που ψήναμε για σφάξιμο, είχε την αντίθετη με μας γνώμη και αρκείτο στο να κωλοτρίβεται (φορώντας τζιν, φευ) πάνω στο πακέτο μας μέχρι αυτό να βαρέσει μπιέλα απ' τα εντός του συσσωρευμένα σπερματικά υγρά.. Έχοντας όλοι μας αυτήν την τραυματική εμπειρία, είμεθα εις θέσην να κατανοήσουμε την αγωνία του καλλιτέχνη - μπογιατζή να μη στιγματιστεί ως λαμογιάρης και κάτσικας..

- Μάστορα είσαι σοβαρός; Θες δύο χήνες ευρώπουλα για να βάψεις 40 τετραγωνικά;
- Αφού τα 'χουμε πεί κύριος, τόσες φορές.. Εδώ έχεις θρίλερ, δεν έχεις σπίτι. Θέλει να πέσει δουλειά, πολλή δουλειά. Άμα θες πατ-κιουτ και πάνω απ΄τα ρούχα, δεν εξυπερετούμε. Ημείς είμεθα καλλιτέχνες, γκέγκε;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αγγλική λέξη crash = συντρίβομαι, καταρρέω.

Κάποιες κλασσικές περιπτώσεις χρήσης του όρου αναφέρονται ακολούθως. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει:

α) Δυσλειτουργία ενός προγράμματος, ενός συστήματος, μιας συσκευής, κλπ. (βλ. παρ. 1)

β) Διάλυση και αποδιοργάνωση, ως συνέπεια κάποιας κατάστασης που τυχαίνει να έχει φθοροποιά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε, π.χ. για περίπτωση:

  • υπερβολικής κούρασης, συνεπακόλουθης κατάπτωσης και αδυναμίας ανάκτησης ψυχοσωματικών δυνάμεων κάποιων. Μιλάμε, δηλαδή, για κάποιους που καταντούν, για επισκευή και πέταμα.
  • θλιβερού γεγονότος, αρρώστιας (δικής μας ή κάποιου προσφιλούς μας προσώπου), συναισθηματικής αναστάτωσης, με διάφορες επιβλαβείς συνέπειες σε ορισμένους τομείς της ζωής μας.
  • μεγάλης πόσης.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.

γ) Διάλυση και αποδιοργάνωση ως συνέπεια κάποιας αναμενόμενης φθοροποιού κατάστασης. Μιλάμε, π.χ: για αδυναμία ανάκτησης δυνάμεων κάποιων λυκόπουλων. Ο άνθρωπος έχει και καλά, καλή εγγύηση λειτουργίας για ορισμένα χρόνια. Από κει και πέρα ο πανδαμάτωρ χρόνος που όλα τα φθείρει, φθείρει κι αυτόν, που κάποτε, μπορεί να λειτουργούσε ως, μηχάνημα μ' αρχίδια, αλλά τώρα λειτουργεί ως, αρχίδια μηχάνημα (π.χ: δε θυμάται βασικά πράγματα, κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.

δ) Αίσθηση ανατροπής, όταν απίθανα κι απρόσμενα πράγματα, διεγείρουν τις αισθήσεις μας, δίνοντάς μας την εντύπωση πως έχει αποδιοργανωθεί η τάξη και η ισορροπία των πραγμάτων. Ο κόσμος γύρω μας κλονίζεται. (βλ. παρ. 4).

  1. Μόλις πάω λίγο να ανοιξω ένα προγραμματακι ( δηλαδη να φορτώσω λίγο το CPU ) τοτε τα βρίσκει σκούρα και κρασάρει. Δες εδώ.

  2. Έχω κρασάρει αυτές τις μέρες από την πολλή κούραση στη δουλειά. Δεν αντέχω άλλο.

  1. - Απ' όσα κι αν του 'λεγα, ζήτημα αν θυμόταν κάνα δυο θέματα
    - Εμ... έχει καβαντζάρει τα όντα εδώ και κάμποσα χρόνια. Έχει κρασάρει ο δίσκος του πια. Έχει κάψει RAM.
  1. Αλλά με όσα βλέπουν τα μάτια μου και ακούν τα αυτιά μου, με προδοσίες από εμάς τους ίδιους, θα κρασάρω κάποια στιγμή. Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified