Further tags

Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ

- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα, με πειράγματα, γέλια και ανεβασμένη διάθεση, που είναι δυνατό να καταντήσει και ενοχλητική.

- Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε σοβαρά: δύο ώρες μόνο χαχαλομπούχαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπη έκφραση. Όρος που δηλώνει απαξίωση και αδιαφορία μπροστά σε κάτι φαινομενικά σοβαρό. Συνώνυμο του δεν βαριέσαι (βρε αδελφέ).

- Έπρεπε να του τα πεις ένα χεράκι!
- Δε γαμιέται, σιγά μην του έδινα και σημασία του παλιομαλάκα...

Στον υπερθετικό. (από Khan, 18/03/11)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδίνομαι από μια προσπάθεια λόγω εξάντλησης, εξαντλούμαι.

Συνώνυμα: σπάω, τα παρατάω.

Δύο χρόνια που τον ξέρω δουλεύει απο τις οχτώ το πρωί ώς τις οχτώ το βράδυ, και μετά στα μπαράκια και τα πάρτι ώς τις μία και δύο. Πώς αντέχει και δέν κλατάρει αυτός ο άνθρωπος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπεριφέρομαι έντιμα. Αντίθετα: ξηγιέμαι σκάρτα, ξηγιέμαι σκουληκιάρικα, δεν ξηγιέμαι καλά. Παράγωγα: ξηγημένος, -η, -ο, ξήγηση (και ξήγα).

  1. Μην ξηγιέσαι έτσι τώρα ρε παπάρα. Αφού είπαμε, δύο γάρα για μένα, δύο για σένα.

  2. Τρελή ξήγα το Σοφάκι, ούτε το περίμενα. Ποια σου δίνει ρε κώλο απ' τον πρώτο μήνα το σήμερον ημέρα;

Άκης Πάνου και Χρηστάκης, 1974 (από vikar, 18/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαμβάνω, φυλακίζω. Συνώνυμα: τσακώνω, μαζεύω.

Τι κάνεις ρε στρατόκαυλε, με το μαχαίρι του ράμπο στην πορεία; Θα σε μπουζουριάσουν ρε καραγκιόζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμέσως, γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν. Συνώνυμα: σφαίρα, ντουγρού, με τη μία.

  1. - Τι;! Θα 'ναι κι' ο Πάνος εκεί;
    - Και χωρίς το κοντοπούτανό του μαζί... Άιντε, πλύσου, ντύσου, στολίσου και καρφί στου Μίμη. Τα λέμε.

2.- Πίνουμε άλλο ένα;
- Τρεις έχει πάει ρε μαλάκα. Εγώ πληρώνω και την κάνω καρφί για το σπίτι.

  1. Να τον έβλεπες πώς έφυγε: ντελαπάρει, παίρνει δυο τούμπες και καρφί στην κολόνα. Ποιος ξέρει τι είχε πιει ο καραγκιόζης, με διακόσια στη στροφή...

Βλ. και σούμπιτος / σούμπιντος, ο, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση το σκάω: (α) αποδρώ, ξεφεύγω, εξαφανίζομαι (β) ανάβω στριφτό τσιγάρο (με χασίσι).
  2. Εμφανίζομαι, έρχομαι, καταφτάνω.
  3. Πλήττω, βαριέμαι.
  4. Ανυπομονώ.
  5. Ζεσταίνομαι υπερβολικά.
  6. Παύω να μιλάω. Συνώνυμα: το βουλώνω, κάνω τουμπεκί/μόκο. Προστακτικά: σκάσε!, σκασμός!, βγάλε το σκασμό!.

1α. Το έσκασαν με ...ελικόπτερο: Κινηματογραφική απόδραση του Β. Παλαιοκώστα και Αλβανού κακοποιού από τον Κορυδαλλό (news.in.gr)

1β. Στη σειρά σου φιλαράκι, ο στρίβων και σκάζων.

  1. Και ξαφνικά σκάει ο Σάκης με τρείς μπουκάλες βότκα. Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει γκολ.

  2. Έσκασα όλη μέρα στο σπίτι. Πάμε για κάνα καφέ;

  3. Θα μου πεις τελικά τι παίχτηκε με τη Μάρω και τον Βαλέ; Με έσκασες!...

  4. Καλά ρε μάνα, έξω σκάει ο τζίτζιρας και μ' άνοιξες και το καλοριφέρ, γαμώ το αλτσχάιμερ σου γαμώ;

  5. Ρε Μαρίκα, θα σκάσεις καμιά φορά ν' ακούσουμε και καμία είδηση με την ησυχία μας;...

(από Galadriel, 18/05/14)

Για τη σημασία 1, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατηρώ, κοιτάζω, βλέπω.

  1. Σκάμε παραλία να κόψουμε κίνηση;

  2. Δεν ξαναπάω για συνέντευξη ρε μαλάκα. Με το που μπαίνω στο γραφείο του τυπά, με κόβει απ' την κορφή ώς τα νύχια, σα γκόμενα ένιωσα. Παίζει βέβαια νά 'ταν και λούγκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπιάνομαι, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Χρησιμοποιείται και με κατηγορούμενο.

Συνώνυμα: παίρνω/τραβώ ψηλά τον αμανέ.

Απο τότε που έκανε την έκθεση στην Αθήνα την έχει δει κι' εγώ δεν ξέρω πώς. Μας βλέπει στο δρόμο και δεν μας μιλάει και τριγυρνάει με φουλάρια αλα Παπάζογλου. Και ζήτημα είναι αν ξαναζωγράφισε απο τότε.

Δες ακόμη: πώς την είδες;, τουπέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified