Further tags

Πολύ ευχάριστη κατάσταση για κάποια γυναίκα, η οποία φτάνει στον οργασμό και εκκρίνει μεγάλες ποσότητες κολπικού υγρού.

Χτες ο Αντώνης με έκανε και είδα τον ουρανό με τα άστρα. Κάναμε επί μία ωρα ασταμάτητα σεξ και στο τέλος με κατάφερε και έχυσα ποτάμια!

βλ. και στάζω, αλλά και μουνόγαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και ασάλιωτα, η διείσδυση χωρίς να υπάρχει καθόλου λίπανση στην ευαίσθητη περιοχή.

Δε μπορούσα να τον συγκρατήσω τον Νίκο χτες! Του άρεσαν τόσο πολύ τα καινούργια εσώρουχα που φόρεσα, που με ξάπλωσε πάνω στο τραπέζι και με πήρε εκεί στεγνά. Πόνεσα λίγο αλλά άξιζε τον κόπο, δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published

Εννοούμε τo/τα ψέμα/-τα.

-Ήρθε χτες στο μπαρ ο Γιάννης και μας άρχισε πάλι τα μούσια ότι γνώρισε καινούργια κοπέλα και ότι το κάνανε στο πρώτο ραντεβού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπη παλιά έκφραση που σημαίνει: εξαφανίζεται, πάει, χάνεται, πάει στράφι, χαλάει, κλπ.

- Φοβάμαι μην της πω καμιά μαλακία και πάει περίπατο όλη η προσπάθεια που έκανα μέχρι τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμμονή, ανασφάλεια, η αμφιβολία, άλλοτε βάσιμη και άλλοτε αβάσιμη.

-Καλά και άφησες την κοπέλα σου να πάει μόνη της διακοπές με τις φίλες της στη Πάρο; Δεν φοβάσαι μήπως κάνει τίποτα και εσύ δεν το μάθεις ποτέ;
-Έλα ρε τώρα μη μου βάζεις φιτιλιές και 'συ! Αρκετό άγχος έχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος.

Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι αμοιβαίες εκδηλώσεις πάθους, έρωτα, αγάπης ενός ζευγαριού.

Βγήκαμε χτες 2 ζευγάρια για ποτό και βαρέθηκα να βλέπω τον Γιώργο να φιλιέται με την Μαρία! Τους είχαν πάρει τα σιρόπια επί μια ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση άγχους, βιασύνης που τη βιώνει κάποιος όταν δεν προλαβαίνει και είναι οριακά να χάσει π.χ μια πτήση, ένα δρομολόγιο, μια καλή ευκαιρία αγοράς κλπ.

- Γαμώτο, θα χάσω την πτήση! - Μπα, τώρα σε έπιασε κωλοσφιξούρα; Από χτες σου είπα να ετοιμάσεις βαλίτσα αλλά δεν με άκουγες!

Συνώνυμο: κωλοπιλάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρέψιμο.

-Ήμασταν με τον Χρήστο στο εστιατόριο και πάτησε μια ρέψα και γίναμε ρεζίλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες (χωρίς αυτό να αποκλείει και αληθινά περιστατικά - μακριά από μας) και είναι τεχνική όπου η γυναίκα κάνει ταυτόχρονο στοματικό σεξ σε 2 άντρες.

- Είχε χτες μια τσόντα με μαύρους στο συνδρομητικό, άστα να πάνε. Ήταν μια και τους είχε τρελάνει στα διτσίμπουκα!

βλ. και δίμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified