Further tags

Η κατάσταση που περιγράφει τον παρακάτω συνδυασμό (με την σωστή σειρά ΣΥΝΗΘΩΣ, εκτός εάν μιλάμε για περίπτωση μαζοχισμού):
1) καθόλου ρομαντικό σεξ
2) σουτάρισμα
3) απόριψη εώς νεοτέρας

- Τί έκανες με την άλλη τελικά ρε φίλε;
- Την κάρφωσα φριχτά εχτές, κανονική σούβλα χωρίς υπότιτλους, σ'αγαπώ και λοιπά
- Μουνάικ! Καλό;
- Καλό, αλλά το πρωί ξενέρωσα και την πέταξα απ' το κρεβάτι
- Και τώρα;
- Της είπα θα την πάρω εγώ, αλλά θα περιμένει πολύ.
- Δηλαδή πούτσα, ξύλο και στο ήλιο.

Δοκίμιο του Αντονέν Αρτώ (από zakk, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλο, πούτσα και στενά παπούτσα. Η κατάσταση κατά την οποία ο εισπράττων την τιμωρία, πόνο σωματικό ή και ηθικό, δέχεται ταυτόχρονα εξευτελισμό, αλλά και ταλαιπωρία.

ποδοσφαιρική ομάδα η οποία
1) έχασε 0-5 (εντός έδρας για όσους/όσες δεν ασχολούνται) = ξύλο, τιμωρία, πόνος ηθικός
2) οι οπαδοί της τα έκαναν γυαλιά καρφιά και η ομάδα έφαγε χοντρό πρόστιμο, μείον 10 βαθμούς και αναγκάστηκε σε δημόσια έγγραφη συγγνώμη προς την αντίπαλο ομάδα (= τιμωρία + εξευτελισμός)
3) πρέπει να ταξιδεύει 300 χιλιόμετρα για να παίζει τα παιγνίδια που ήταν προγραμματισμένα στην έδρα της για το υπόλοιπο πρωτάθλημα και ήταν μόλις η πρώτη αγωνιστική του πρώτου γύρου (= ταλαιπωρία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χεντίδι ή αλλιώς headshot προέρχεται από το Counter Stike, Call of Duty και λοιπά παιχνίδια που βρήκαν αποδοχή στα νετ καφέ, και επιτυγχάνεται όταν καταφέρνεις και πυροβολάς τον άλλον στο κεφάλι (head).

Με τον καιρό εξαπλώθηκε και στην αληθινή ζωή, και αφορά τις περιπτώσεις που πετυχαίνεις με κάποιο αντικείμενο τον άλλον στο κεφάλι, όπως γόμες, φρούτα, κλειδιά, μπάλες, ή οτιδήποτε άλλο που αξίζει να ενθουσιαστείς.

  1. Ρε πού ήταν κρυμμένος, μου έσκασε χεντίδι από το πουθενά.

  2. Την ώρα που παίζαμε νεραντζοπόλεμο, ο Γιακουμής μου έριξε ένα νεράντζι κατευθείαν χεντίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει το πώς ένας καθ' όλα ευυπόληπτος χρήστης ενός σάιτ αρχίζει ξαφνικά να συμπεριφέρεται ως τρολ, ή και ως σωστό τρολοκομείο.

  1. Το αφεντικό τρολλάθηκε! (Εδώ).

  2. AMΕΣΑ ΝΑ ΚΑΛΕΣΘΕΙ ΕΚΤΑΚΤΗ ΤΡΟΛΛΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ,Ο ΓΙΑΤΡΟΛΛ ΤΡΟΛΛΑΘΗΚΕ! (Εδώ).

  3. Tromero to map-oni sou file. Apisteuto. Trolathika leme!!!! (Εδώ)

(από Khan, 27/01/13)(από Khan, 17/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Από τη λέξη τρολ ή τρολλ ή troll: εκείνος ο τύπος χρήστη του Internet που μονίμως διαφωνεί, συχνά διαστρεβλώνει το θέμα, είτε με χιούμορ που σπάει κόκαλα, είτε με προκλητικές ή άσχετες με το θέμα κουβέντες... αυτό λοιπόν είναι το λεγόμενο Trolling.

Ουσιαστικά ο σκοπός του φίλου μας του τρολλά, είναι από το πιο απλό, να σου σπάσει τα νεύρα μέχρι να... θα σου δώσω παράδειγμα παρακάτω...

Το πιο κλασικό παράδειγμα τρολιάς ήταν αυτό με τον Πατέρα Παϊσιο...
Ο τολμηρός τρολάς συνέταξε μια... ας πούμε ανακοίνωση / ανάρτηση σε site της εκκλησίας. Στην ανάρτηση έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι έπαιρνε ναρκωτικά και άλλα διάφορα και ότι του «έδειξε» τον δρόμο.

Εεε αυτό, εντέλει, πήρε τεράστιες διαστάσεις, μιας και αργότερα αποκάλυψε ο ίδιος, μέσω της διάδοσης της τρολιάς αυτής στο Facebook και αλλού..

(από Khan, 28/01/13)Νομίζω ότι ο εν λόγω γέρων ήταν που υποστήριξε ότι το πρώτο τρολ είναι ο Θεός. (από Khan, 28/01/13)

βλ. και τρολ, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρέχω (το μουνάκι ή το κωλαράκι) σημαίνει το χύνω.

  1. - Ρε συ, τι πούστρα είναι ο Λάκης στη ρεσεψιόν;
    - Πολύ σούπερ, τον έχω βρέξει, όλα τα λεφτά.

  2. Βγαίνω με μια καινούργια γκόμενα και την έχω δαγκώσει!
    - Σιγά ρε, την έχεις βρέξει φαντάζομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πινελάκι στους πούστηδες σημαίνει ανεβοκατέβασμα της ψωλής στο εξωτερικό μέρος της κωλότρυπας του άλλου για πολλή ώρα.

Και πριν μου τον χώσει με πέθανε στο πινελάκι με την καβλάρα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διέρχομαι χωρίς να ελεγχθώ, να πληρώσω τέλη, εισιτήριο, παράβολο ή να υποστώ άλλες διατυπώσεις.

Χρησιμοποιείται για αντικείμενα που περνούν από τελωνείο, για πρόσωπα που περνούν μέσα από τουρνικέ (π.χ. σε γήπεδα), για αυτοκίνητα στα διόδια και γενικά για οπουδήποτε καταπατούνται οι διατυπώσεις ορθής διελεύσεως προσώπων, αντικειμένων ή εμπορευμάτων.

Εκ του ισπανικού arriba=μπροστά.

Το tablet που πήρα από το Guanzhu πέρασε αρίμπα, δεν πλήρωσε μία στο τελωνείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο που φορέθηκε ιδίως αυτόν τον χειμώνα 2012-2013, λόγω του ακριβού πετρελαίου θέρμανσης και της προσπάθειας να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι να ζεσταθεί ο κοσμάκης, ο πλέον κλασσικός από τους οποίους είναι ασφάλουσλυ το σεχ. Κάνει κρύο, καιρός για τρίο άλλωστε, η ομοιοπαθητική καυλοριφέρ βέρσους πουτσόκρυο είναι η πιο ενδεδειγμένη.

  1. Επειδη καλοριφερ δε βλεπω να αναβουμε ουτε εμεις, εχω βαλει το καΥλοριφερ στο φουλ, μηπως πιασει θερμοκρασια και ζεσταθούμε με την κυρά (Εδώ).

  2. Θερμαντικο σώμα που σου προκαλεί σεξουαλικο ερεθισμο. Καυλοριφερ. (Εδώ).

(από Khan, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαλιάζω, παρατ.: παπάλιαζα, στιγμ. μέλλ.: θα παπαλιάσω, αόρ.: παπάλιασα, μτχ.π.π.: παπαλιασμένος.

Ολοκληρώνω κάτι, κάτι εξαντλείται ή φτάνει στο τέλος του.

Σ.ς.: Στο gameslife κάθε διαγωνισμός που τελειώνει, τρώει στην εικόνα του μια σφραγίδα που γράφει «ΠΑΠΑΛΑ» (δες εδώ). Ε, κάπως έτσι προέκυψε το «παπάλιασμα» των διαγωνισμών και κατόπιν της σχετικής επεξεργασίας, ο όρος γενικεύτηκε.

  1. Τώρα, παπαλιάζω μια στιγμούλα τις γαμοεργασίες και έρχομαι να λιώσουμε στο Pro.

  2. «Δημητράκη, όπως έρχεσαι σπίτι, σταμάτα στο τυράδικο του κυρ-Αριστείδη και πάρε μισό κιλό φέτα γιατί παπάλιασε».

  3. Ο διαγωνισμός παπαλιάστηκε και οι νικητές θα ανακοινωθούν σύντομα (πηγή).

Προσοχή: να μη χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης αφού δεν ταιριάζει επ' ουδενί με το κόνσεπτ (π.χ. «Παπαλιάζω μωρό μου, παπαλιάζω»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified