Further tags

Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.

  1. - Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.

  2. - Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.

Στο 2.22 (από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αγγλική αργκό του ίντερνετ, pwned σημαίνει σκοτώθηκα ή ταπεινώθηκα σε ένα παιχνίδι.

ALL NOOBZ R PWNED (= όλοι οι οι ψάρακες έχασαν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φόβος ή αρνητική προδιάθεση απέναντι στους emo.

- Η emoφοβία είναι χαρακτηριστικό των γονέων των trendy.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω, τρελαίνομαι, χάνω τον έλεγχο, γίνομαι έξαλλος, παίρνω ανάποδες, μου ανάβουν τα λαμπάκια.

  1. Βοήθεια χριστιανοί
    κοντεύω να φλιτάρω

  2. Εξήγα μου με λίγα λόγια γιατί θα φλιτάρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμόγελο.

Νεύμα που δηλώνει ευχάριστη διάθεση και χρησιμοποιείται κυρίως στο Chat, στο MSN, στα sms αλλά και σε email κλπ.

1 Γεια :) τι κάνεις ?

2 Γεια :-) τι κάνεις ?

3 Γεια :-)) τι κάνεις ?

4 Μια χαρά ευχαριστώ :-)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρτζιλίκι απο τους γονείς.

- Πάμε Κολωνάκι;
- Τι Κολωνάκι ρε; Από τότε που δεν πέρασα στη σχολή κόπηκε η επιχορήγηση... Πάμε κάπου εδώ κοντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω, ξαφρίζω.

Μεταφορικά: βάζω ακριβές τιμές σε κάτι.

-Πόσο την πήρες την τηλεόραση;
-1500 Ευρά.
-Τι; Σε μάδησαν οι κλέφτες! Αυτή την έχω δει σε βιτρίνα με 850 Ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο το άγχος και ο πανικός ενόψη Πανελληνίων εξετάσεων.

Η Πανελληνίαση εμφανίζεται ως σύμπτωμα σε νεαρά παιδιά ηλικίας 17-19 ετών που όλη τους η ζωή και το μυαλό περιστρέφονται γύρω από τις Πανελλήνιες εξετάσεις... φροντιστήρια... ιδιαίτερα... διάβασμα... σχολείο... διαγωνίσματα... βαθμοί... σχολές... μηχανογραφικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπαλαμούτι μεταξύ δύο γυναικών.

- ...και τότε οι στριπτιτζούδες εκεί που χόρευαν, άρχισαν το τζιβιτζιλίκι και φτιαχτήκαμε όλοι!
- Πωωω τι μου λες, δεν το πιστεύω!

Από τα πλέον διάσημα τζιβιτζιλίκια στον χώρο της σόου βυζ. (από Khan, 25/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώμα, λιάρδα, μεθυσμένος.

Προχθές, που βγήκαμε με τον Σάκη στο μπαράκι, καταλήξαμε στις δύο στο Φάληρο (παρακμιακό σκυλάδικο στην Λάρισα) και πήραμε μπουκάλι. Έγινα γκούρμπιτος... πέρασε μια εβδομάδα για να βάλω ποτό στο στόμα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified